Yes: Owner Of A Lonely Heart

03/01/2021

Κατηγορία: Rocktime Songs

8637

Ο τύπος με το κούρεμα του Billy Hayes απ΄το Εξπρές του Μεσονυκτίου που περπατάει ανάμεσα στο πλήθος με το μάτι κόκκαλο ίσια μπροστά και τα χείλη σφιγμένα, γραββατωμένος και πειθήνιος, με χαρτοφύλακα ανά χείρας, στην πραγματικότητα κατατρέχεται από εφιάλτες.

 

Η είσοδός του σ’ ένα καφκικό εφιάλτη ξεκινά μόλις οι δύο τύποι με τις καπαρτίνες και τις ρεπούμπλικες τον συλλαβάνουν. Οι παραισθήσεις του πυκνώνουν. Φίδια των σφίγγουν, σκουλήκια εμφανίζονται στα χέρια του, αράχνες τον περπατάνε, μια δυσοίωνη γάτα με τεράστια πράσινα μάτια τον ακολουθεί. Και κείνος οδηγείται δέσμιος σε δίκη, μέσα από μαυρόασπρα πλάνα βγαλμένα λες απ’ το Μετρόπολις, για να καταφέρει τελευταία στιγμή να διαφύγει και να σκαρφαλώσει στην κορυφή του ουσανοξύστη, όπου η πραγματικότητα γίνεται πια έγχρωμη. Και κει τον περιμένουν 5 τύποι με κουστούμια, μούρη απειλητική ο καθένας τους. Αναγκάζεται για να τους ξεφύγει να πηδήξει στο κενό. Αλλά δε πεθαίνει. Γίνεται πουλί και ξεφεύγει. Ξαφνικά ο τύπος βρίσκεται ξανά μέσα στο πλήθος. Αναλογίζεται μια στιγμή σκεπτικός κι αρχίζει να περπατά αντίθετα με τη ροή του.
Το βίντεο-κλιπ, λες κι ήταν ένας προάγγελος του “Birdy, γεμάτο αγωνία και διφορούμενα πλάνα, το έπαιζε άλλοτε ολόκληρο, άλλοτε κομμένο, τους πρώτους μήνες του ’84 ο Γκούτης στο «Μουσικόραμα», μαζί με το “Mama”, το “Thriller” και το “Jump”. Σκηνοθέτης του ο Storm Thorgerson, ο ιθύνων νους της Hipgnosis, της καλλιτεχνικής ομάδας που στη δεκαετίa του ’70 υπήρξε υπεύθυνη για μια μακριά σειρά από αξέχαστα ροκ εξώφυλλα. Μπορεί οι πελάτες του να μην ήταν καινούριοι, όμως χρειάζονταν απελπισμένα λίγο καθαρό αέρα, όπως ο πρωταγωνιστής του βίντεο.



Τον Απρίλιο του ’81 οι Yes ήταν μια μουσική επιταγή ξοφλημένη μέχρι τελευταίας πένας. Το τελευταίο τους άλμπουμ, το “Drama” ήταν το πρώτο που δεν ειχε στα φωνητικά τον Jon Anderson, αλλά ένα περίεργο nerd με πατομπούκαλα και υστερική ενέργεια, ονόματι Trevor Horn.
Ήταν καλός για τους Buggles, το ποπ σχήμα που είχε βγάλει το κομμάτι που θα έπαιζε πρώτο εκείνον τον Αύγουστο το MTV (“Video Killed The Radio Star”). Οι fans των Yes, προσκολλημένοι στις prog εξτραβαγκάνζες των 10 λεπτών που τους σέρβιραν για πάνω από 10 χρόνια, δεν είχαν χωνέψει ούτε τον σκληρό και ευσύνοπτο «νέο» ήχο, ούτε τη νέα σύνθεση (που είχε στα πλήκτρα έναν ακόμη Buggle, τoν Geoff Downes). Κάπως έτσι, αθόρυβα, οι ζυγοί ελύθησαν.
Ο Jon Anderson είχε ήδη απορροφηθεί από τη συνεργασία του με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου (βλέπε το πολύγλωσσο πείραμα “See You Later”) και λίγο αργότερα με το προσωπικό του άλμπουμ. Ο κιθαρίστας Steve Howe είχε προσχωρήσει στη γυαλιστερή παράταξη των Asia, παίρνοντας μαζί του τον Downes. To nerd με τα πατομπούκαλα προτίμησε να ασχοληθεί σοβαρά με την υπεύθυνη καρέκλα πίσω από το διπλό τζάμι του booth (και θα γινόταν σε λίγα χρόνια ένας από τους διασημώτερους παραγωγούς της δεκαετίας). Ο μπασίστας Chris Squire κι ο ντράμερ Alan White εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη μισθοδοσία της Atlantic. Η εταιρία δεν θ’ άφηνε τέτοιο μουσικό κεφάλαιο να πάει χαμένο. Στην αρχή τους ξανάφεραν σ’ επαφή με τον πρώτο τους οργανίστα, τον Tony Kaye. Το όνομα του Jimmy Page και η ιδέα για ένα ακόμη supergroup βετεράνων έπεσε στο τραπέζι, αλλά δεν έδεσε. Στα μέσα του 1982, ο Phil Carson, o ίδιος ο ιδιοκτήτης της Atlantic, μουσικός ο ίδιος, τους πρόσφερε μια εναλλακτική.
Ο 28χρονος Νοτιοαφρικάνος Trevor Rabin είχε απ’ το ’77 υπογράψει σαν σόλο καλλιτέχνης στη Geffen, αλλά μετά από τρία άλμπουμ με φτωχή εμπορική απόδοση, όταν παρουσίασε τα καινούρια του κομμάτια, του ανακοίνωσαν ότι το συμβόλαιό του δε θα ανανεωνόταν. Είχε ήδη δοκιμάσει τις δυνάμεις του στο στούντιο με ντίσκο παραγωγές, αλλά και πιο στρέϊτ ροκ μπάντες στην πατρίδα του. Η ευκαιρία να φέρει τα ανηχογράφητα κομμάτια του στην ομήγυρη των τριαντaπεντάρηδων ροκ θρύλων έμοιαζε καλή για ένα νέο ξεκίνημα. Με συνοπτικές διαδικασίες υπέγραψε κι αυτός στην Atlantic.



Η συντάντηση γνωριμίας των παλιών με τον νέο έγινε σ’ ένα σούσι μπαρ του Σόχο. Η συνέχεια δόθηκε αργά το βράδυ στο home studio του Chris Squire. «Γίναμε λιώμα στο σπίτι μου πρώτα» θυμάται ο μπασίστας - βουνό. «Το τζαμάρισμα που ακολούθησε ήταν χάλια, αλλά βλέπαμε ότι θα κολλήσουμε μαζί του».
Οι Squire, Kaye και White, είχαν δει πεντακάθαρα ότι το μέλλον βρισκόταν στην κατεύθυνση που είχαν χαράξει οι δύο πρώην συμπαίκτες τους Downes και Howe με τους Asia, που έκαναν θραύση με το “Heat Of The Moment”. Μικρώτερα κομμάτια, σαφείς μελωδίες Χρειάζονταν όμως και το λούστρο. Ένα μοντέρνο, ηχητικό περιτύλιγμα που να κολακεύει το αυτί της γενιάς του MTV. Η πρόταση στο nerd με τα πατομπούκαλα ήταν μονόδρομος και έγινε μέσα στις επόμενες ημέρες.
«Η γυναίκα μου ήταν κάθετη. Να μην ξαναμπλέξω, έλεγε, μ’ αυτούς τους ξοφλημένους παλιόγερους», θυμάται ο Trevor Horn. «Όμως η τρέλλα μου για το στούντιο δε γινόταν εύκολα να περιοριστεί. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι όταν άκουσα τα πρώτα demo τους, χρειάζονταν αρκετό ξεμπέρδεμα. Υπήρχε όμως ένα ρεφραιν, κάπου μέσα στις κασσέτες του Rabin που ήτανε σίγουρο Νο 1. Του το είπα και εκείνος ξαφνιάστηκε. ’’A, όχι αυτό. Το έχω γράψει για να το πουλήσω αλλού’’, μου είπε». O νεαρός ήταν ιδεαλιστής.

Το νέο συγκρότημα, με βάση το υλικό του Rabin, με τους Squire, White και Kaye να το «απλώνουν» και τον Trevor Horn να το επιμελείται, θα λεγόταν “Cinema”. Ή τουλάχιστον έτσι ήξεραν όλοι εκτός από τον Chris Squire, που μόλις οσμίστηκε ότι τα κανούρια κομμάτια ηχούσαν αρκετά μοντέρνα για να πειστεί η Atlantic να τα περάσει σε ράδιο και MTV, έβαλε αμέσως άλλα πράγματα στο μυαλό του. Χρειάζονταν μια γνωστή φωνή.
Ο Jon Anderson συναντήθηκε με τον Squire στο Λονδίνο, αρχές του ’83. Του έβαλε ν’ ακούσει το νέο υλικό και του μίλησε για τη νέα μπάντα. Ο τραγουδιστής δεν ήθελε και πολύ. «Ναι, αλλά αν τραγουδήσω εγώ, θα είναι σα να κάνουμε επανένωση των Yes». «Μα, αυτή είναι η ιστορία. Ο Phil Carson θέλει εσένα και λέει ότι αν βάλουμε το όνομα Yes πάνω στο δίσκο, θα μοιραστούμε μισό εκατομμύριο δολλάρια προκαταβολή», απάντησε  ο μπασίστας. Το θέμα ήταν πώς θα το έλεγαν στον ανύποπτο Rabin.
Σύντομα, ο Rabin βρέθηκε να μειoψηφεί ανάμεσα σε τέσσερις βετεράνους για το πώς θα ονομαστεί το γκρουπ που θα εκμεταλλευόταν τα δικά του κομμάτια. Αντιστάθηκε όσο γινόταν, αλλά ο ιδεαλισμός του δεν είχε καμία τύχη. Τα demo που είχαν στο μεταξύ ηχογραφηθεί ανήκαν ήδη στην Atlantic. Η εταιρία μπορούσε να ονομάσει το γκρουπ που θα τα κυκλοφορούσε όπως γούσταρε. Oh, yes.
Το καλοκαίρι του 1983, τα κομμάτια του καινούριου δίσκου ήταν σχεδον έτοιμα, με έναν ανεωμένο Anderson να προσθέτει και να αλλάζει εδώ και κει στίχους και μελωδίες. Ο Horn έριξε στο τραπέζι όλες τις αβάν γκαρντ ιδέες του. Μίξαρε τα ντραμς του White με τον ήχο του Stewart Copeland των Police απ΄το δίσκο ”Synchronicity”, κάτι που εξόργισε τον ντράμερ («Αυτός δεν είμαι εγώ που παίζω τα τύμπανά μου! Είναι ο ήχος κάποιου που κατουράει μέσα σ΄ένα βαρέλι!»).
Χρησιμοποίησε
Synclavier και Fairlight γεμίζοντας τον ήχο με παράξενα ηχητικά εφέ που ξεπηδούσαν δεξιά κι αριστερά από τα ηχεία. Αλλά εκείνο το εύηχο εκείνο ρεφραίν με τον τίτλο Lonely Heart” είχε γίνει η εμμονή του. Τελικά ο Rabin πείστηκε να «παραχωρήσει» και κείνο για επεξεργασία. Anderson, Squire και Horn έπεσαν πάνω του. «Βρήκα τις δύο πρώτες στροφές πολύ τετριμμένες και τις ξανάγραψα από την αρχή», θα πει αργότερα ο τραγουδιστής. «Σε μένα οφείλονται όλα τα κοψίματα με τα κήμπορντς, όσο και τα “Move YourselfSee YourselfShake YourselfLose Yourself που ξεκινούν κάθε στροφή και καθοδηγούν την προσοχή του ακροατή», ισχυρίζεται ο Horn.
Ο πολύς Chris Squire δεν έφερε αντίρρηση να ακούγεται σαν ένας μέτριος μετρονομημένος μπασίστας που μόλις απολύθηκε από τη μπάντα της Donna Summer, αρκεί το κομμάτι να μπορεί να «χορευτεί». Σε ένα συμφωνούν όλοι : το εισαγωγικό ριφ, που τονίζει τις στροφές και το ψυχεδελικό, σχεδόν κακόφωνο, κιθαριστικό σόλο ανήκαν στον πραγματικό συνθέτη όλου του υλικού, τον Trevor Rabin.
Το “Owner Of A lonely Heart” άρεσε τόσο στην Atlantic, ώστε μπήκε πρώτο στην πρώτη πλευρά του νέου άλμπουμ της «επιστροφής» των Yes, που ονομάστηκε “90125” από τον σειριακό αριθμό της κυκλοφορίας του στην Atlantic (ο corporate χειρισμός στο τέρμα).
Στις 21 και 28 Ιανουαρίου 1984, μετά από επισταμένο παίξιμο σε ραδιόφωνο και
MTV βρέθηκε στην κορυφή των σινγκλ του Billboard και εγινε το 8ο πιο εμπορικό κομμάτι ολόκληρης της χρονιάς. Οι «ξοφλημένοι παλιόγεροι», των οποίων η πιο κοντινή εκδοχή για ένα ευπρόσιτο ποπ single ήταν το 8λεπτο “Roundabout” του 1972 ή το “Don’t Kill The Whale του ’78, είχαν μόλις κερδίσει καμιά τριανταριά χρόνια ζωής και κάποια εκατομμύρια νέους οπαδούς.
Έστω και διαμοιράζοντας τα ιμάτια του άμαθου ακόμη σε τέτοια εταιρικά κόλπα νέου κιθαρίστα τους. Κι αυτός όμως κατέληξε να παραμείνει στις τάξεις των
Yes με διαλείμματα για τα επόμενα 30 τουλάχιστον χρόνια, ηχογραφώντας και περιοδεύοντας μαζί τους ανάμεσα απ’ τα σόλο άλμπουμ που -πλέον με σχετική φειδώ για το σε ποιόν θα εμπιστευτεί το υλικό του- κυκλοφορούσε.
“(Much better than a) owner of broken heart”, όπως λέει και το άσμα.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου