03/08/2020
Αχνιστές νύχτες καλοκαιριού του ’81 εν μέσω καύσωνα, κάπου μεταξύ Φαλήρου και Γλυφάδας. Κόντρες με μηχανές, τσάρκες σε ουφάδικα, μπεργκεράδικα και ντράϊβ-ιν, κλεφτρόνια μηχανών, το ραδιόφωνο αμερικάνικης βάσης να παίζει από Ντύλαν μέχρι AC/DC, κι ένα πάρτυ γίνεται στη βεράντα της πολυκατοικίας.
Ο Άρης Ρέτσος, φτωχός και μόνος καου-μπόϋ, κάτι από μοιραίος του Χίτσκοκ, κάτι από φάντασμα εξόριστο στην κεντρική λεωφόρο, ανεβαίνει στην πολυκατοικία και μπαίνει στο πάρτυ ακάλεστος. Έχει αποφασίσει να δει από κοντά την Μπέτυ Λιβανού, την οικοδέσποινα, που παρακολουθεί εδώ και μέρες μ’ ένα πανίσχυρο κιάλι, από το παρατηρητήριό του, απέναντι από τη λεωφόρο. Στο πάρτυ γίνεται χαμός, άδεια μπουκάλια Σέβεν – Απ και Κόκα - Κόλα, στο κομμάτι που γεμίζει την πίστα – σαλόνι ένας ξανθό φρικάκι με μπλούζα Puma χτυπιέται, ανάμεσα σε χνουδομούστακα αγόρια με αμάνικα και κορίτσια με απόπειρες περμανάντ.
Με το τελειώνει το σόλο του Ace Frehley κι ενώ βρίσκεται στην απόμερη, σκοτεινή πλευρά του μπαλκονιού, ένας κούκος μετρονομεί τα βασανιστικά λεπτά. Και τότε, τη βλέπει.
Ο καθένας μας, αν καλοθυμηθεί, έχει τη δική του στιγμή που άκουσε για πρώτη φορά το “I Was Made For Loving You”. Η δική μου ήρθε μέσα από τους «Απέναντι» του Πανουσόπουλου, σε θερινό, ένα καλοκαίρι μετά από κείνο του Πάολο Ρόσσι. Αυτή που ακολουθεί είναι η ιστορία του πώς γράφτηκε το πρώτο “disco rock” κομμάτι που πόλωσε τις φυλές των μουσικόφιλων στην εποχή του, για να φθάσει να τους ενώνει, δεκαετίες αργότερα, με το κάθε άκουσμά του.
«Το Studio 54 ήταν το άντρο της ανομίας. Πρόστυχο, ποταπό, σε βαθμό που ξεπερνούσε κατά πολύ τα προσωπικά μου στάνταρ. Μιλάμε για ασταμάτητη, σκληροπυρηνική κραιπάλη : σεξ, όλοι με οποιονδήποτε. Ναρκωτικά, ό,τι μπορούσε να βάλει ο ανθρώπινος νους, να προσφέρεται, να καταναλώνεται, να ξοδεύεται ασύστολα. Το απόλυτο πορνείο και ο πολυτελέστερος τεκές μαζί. Πάντως, δεν ήταν κι εύκολο να πώ όχι στο να κατέβω εκεί κάτω τα Σαββατόβραδα και να χορέψω, ντυμένος απλά με τζην και t-shirt, χωρίς κανείς να μ’ αναγνωρίζει.
Είχε βγει ο ήλιος για τα καλά την Κυριακή το πρωί, όταν επέστρεφα στο ρετιρέ που ζούσα στο Manhattan. Με θυμάμαι να διαβάζω συνήθως το κυριακάτικο φύλλο των New York Times στο κρεββάτι, μαζί με κάποια κούκλα, απ’ αυτές που διάλεγα να προσκαλέσω εκεί στο τέλος της βραδιάς - αφ’ ότου, φυσικά, είχαμε χορέψει καθέτως και οριζοντίως μέχρι να χορτάσουμε. Όπως είναι φυσικό, η μουσική που ακουγόταν στο “Studio 54” αποθέωνε το να ζεις τη στιγμή. Γι’ αυτό και το κομμάτι που άρχισα να γράφω μετά από άλλη μια από τις ατέλειωτες νυχτες που πέρασα εκεί στα τέλη του ’78, ξεκινούσε την πρώτη του στροφή, έτσι : “Tonight, I’m gonna give it all to you…”.
Στα τέλη του ’78 ο Paul Stanley είχε τη δυνατότητα να χάνεται χωρίς μακιγιάζ στην ανθρώπινη βαβέλ του “Studio 54”, όμως χάρις στο μακιγιάζ είχε βρεθεί από το Queens όπου μεγάλωσε στην κορυφή του μουσικού σύμπαντος της δεκαετίας του ’70. Το “Alive II” είχε γίνει το πέμπτο συνεχόμενο πλατινένιο άλμπουμ των KISS, καθένα από τα τέσσερα μέλη είχε κυκλοφορήσει ξεχωριστό σόλο άλμπουμ, η βιομηχανία είχε κατακλυστεί από προϊόντα με το λογότυπό τους: από πετσέτες θαλάσσης και κούπες, ως κουκλάκια για παιδιά σχολικής ηλικίας, φλίπερ για έφηβους και φέρετρα για «δια βίου και ως το θάνατο» φανς.
Τους περιστοίχιζαν άνθρωποι ενημερωμένοι λεπτομερώς από τον manager Bill Aucoin για το τί δε θα έπρεπε σε καμία περίπτωση «να πουν, έστω κατά λάθος, στον καθέναν από τους 4».
Άνθρωποι που τους άνοιγαν τις πόρτες, όχι μόνον του στόλου από εξάπορτες Lincoln του ’67 με τις οποίες μετακινούνταν, αλλά και αυτές κάθε οικήματος το κατώφλι του οποίου έκριναν σκόπιμο να διαβούν, τις οποίες και κρατούσαν ανοιχτές μέχρι να μπουν και να καθίσουν στο δωμάτιο οι ίδιοι και η κουστωδία τους. Άνθρωποι που είχαν στον καθένα από τους τέσσερις KISS έτοιμο το αγαπημένο του πολυτελές δείπνο, στην περίπτωση που θα επιθυμούσε να το απολαύσει, ρυθμισμένα τα κουμπιά της κονσόλας για κάθε όργανο στο στούντιο, σε περίπτωση που ήθελε να αποτυπώσει σε ταινία την στιγμιαία του έμπνευση. Τί θα μπορούσε να τους κάνει ακόμη μεγαλύτερους;
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες απόλυτης χλιδής, σχεδιαζόταν το επόμενο δισκογραφικό βήμα τους. Ο μάνατζερ Peter Aucoin ήταν αυτός που διάλεξε για παραγωγό τον 46χρονο ιταλοαμερικανό Vini Poncia, συνθέτη στα περισσότερα άλμπουμ του Ringo Starr, με θητεία στις περίφημες Ronettes και με ζεστό το παλμαρέ του από την No 1 disco επιτυχία “You Make Me Feel Like Dancing” του Leo Sayer.
Μερικούς μήνες πριν, ο Poncia είχε υπογράψει την παραγωγή στον σόλο δίσκο του Peter Criss, τον πιο πετυχημένο σε πωλήσεις από τα τέσσερα προσωπικά άλμπουμ των μελών των KISS. Με τον Poncia στο τιμόνι και την φρενίτιδα της ντίσκο στην κορύφωσή της, το νέο άλμπουμ δύσκολα θα είχε σχέση με το ροκ. Μήπως όμως στο δεδομένο χρονικό σημείο είχαν πλέον οι KISS;
«Η σπίθα που μας είχε ενώσει και μας είχε βγάλει από τα καταγώγια του Brooklyn αργόσβηνε. Ήμασταν τέσσερις πάμπλουτοι τύποι, που διαρκώς αποξενωνόμασταν ο ένας από τον άλλον. Ο Ace και ο Peter ήταν ήδη χωμένοι στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, κάτι που δυσκόλευε αφόρητα την επικοινωνία μαζί τους. Όμως τόσο εγώ, όσο και ο Gene είχαμε αρχίσει να ζούμε σ’ έναν περίκλειστο κόσμο, όπου όλα διεκπεραιώνονταν εκ των προτέρων σύμφωνα με τις επιθυμίες μας. Βρισκόμασταν, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, παγιδευμένοι σ’ αυτή την “γυάλα του Elvis” που μέσα της χάθηκαν πάρα πολλοί καλλιτέχνες».
Το “I Was Made For Loving You” γράφτηκε σαν ένα προσωπικό στοίχημα του Stanley, μετά από μια βραδιά στο “Studio 54”. «Άκουγα όλα αυτά τα τραγουδάκια με τα διαβόητα 126 beat το λεπτό και είπα, δε γίνεται, παραείναι εύκολο, θα το κάνω και 'γω. Έβαλα ένα drum machine στα 126 bpm και ξεκίνησα να γράφω στίχους σαν αυτούς που είχαν τα περισσότερα τραγούδια του “Studio 54”. Ο Desmond Child βοήθησε στο πώς θα πήγαιναν οι στροφές και όταν έφτασε η ώρα της ηχογράφησης, ο Vini Poncia έβαλε το χέρι του για να σχηματιστεί το ρεφραίν».
Ο Desmond ήταν ένας 25χρονος μουσικός με μπούκλες σαν του Peter Frampton, που στο αίμα του έτρεχε ουγγρικό και κουβανέζικο αίμα. Είχε ένα γκρουπ με τρεις κοπέλες στα φωνητικά, με το όνομα “Desmond Child & The Rouge”.
Είχαν συνεργαστεί στο σόλο lp του Stanley κάνοντας φωνητικά στο κομμάτι “Move On” και είχαν καταφέρει στα τέλη του ’78 να βρεθούν στο soundtrack μιας ταινίας της Paramount που σημείωσε ανέλπιστη επιτυχία, στο “Warriors” του Walter Hill, όπου ερμήνευαν το κομμάτι των τίτλων τέλους, “The Last Of An Ancient Breed”. Επωφελούμενη από την δημοτικότητα της ταινίας, η Capitol στα γρήγορα αποφάσισε να ρίξει στην αγορά το πρώτο τους άλμπουμ. Child και Stanley βρίσκονταν αρκετά συχνά στο διαμέρισμα του τελευταίου στο Manhattan. Η μία απ’ τις τρεις Rouge, η 18χρονη Maria Vidal, ήταν επισήμως η συμβία του Desmond. Ανάμεσα στον Stanley και τις άλλες δύο, την εντυπωσιακή μιγάδα Myriam Valle και την ιταλικής καταγωγής υψίφωνο Diana Grasselli σύντομα άρχισε να αιωρείται μια έλξη.
Νέος δίσκος για τους Heavens Edge που θα τιτλοφορείται "Get ...
Στις 19 Μαΐου θα κυκλοφορήσει το "Journey Through Time" τo οπ...
Οι Alcatrazz κυκλοφορούν στις 19 Μαΐου νέο άλμπουμ με τίτλο &...