Journey: (Though we touched and went our) Separate Ways

29/03/2023

Κατηγορία: Rocktime Songs

3615

Βρίσκονταν ακόμη στην περιοδεία για το πολυπλατινένιο άλμπουμ τους “Escape”, όταν ο άνθρωπος πίσω από τα πλήκτρα, ο 32χρονος Jonathan Cain έγραψε μια μελωδία στο πιάνο.

 

Έσφυζε από παλμό, αυτόν που ένιωθε να τον κατακλύζει από τις ιαχές των young Americans που συνωστίζονταν κάθε βράδυ στα γήπεδα μπέϊζμπωλ των περισσότερων από τις 52 πολιτείες που διέσχιζαν θριαμβευτικά την Άνοιξη και το καλοκαίρι του ’82.
Όσο όμως κι αν εκείνο το καλοκαίρι οι Journey ανακηρύσσονταν βραδιά τη βραδιά, με την άτυπη επιδοκιμασία δεκάδων χιλιάδων θεατών, το πιο πετυχημένο συγκρότημα της χρονιάς, ορισμένα μέλη τους περνούσαν δύσκολες μέρες. Οι οποίες, ιδίως όταν αφορά διαζύγιο, ακόμη κι όταν είσαι τριαντάρης ροκ σταρ, έχουν την αιχμή να σε τρυπήσουν και την ισχύ να σε διαλύσουν σε κομματάκια.
Ο 33χρονος μπασίστας Ross Valory και  ο 28χρονος κιθαρίστας Neal Shon, μολονότι κάθε βράδυ γίνονται λειτουργικά γρανάζια μιας καλολαδωμένης μουσικής μηχανής, με το που τα φώτα της σκηνής χαμηλώνουν, βυθίζονται στο βασανιστήριο. Ώρες σε τηλέφωνα, ανταλλαγή δικογράφων, επικοινωνίες με δικηγόρους, εκνευρισμός, ματαίωση, απόγνωση, ασφυξία. Η ιδιότυπη κάψουλα αδρεναλίνης, κολακείας, νιρβάνας από την ετερορρύθμιση των επουσιωδών, καλλιτεχνικής επιβεβαίωσης και πολλαπλών θηλυκών πειρασμών που σπρώχνει κάτω από τη γλώσσα του μουσικού η ζωή σε περιοδεία, επιδρά καταλυτικά και παραισθησιογόνα, επιταχύνοντας τη φθορά σε κάθε διαπροσωπικό δεσμό και στο τέλος, διαλύοντάς τον.
Τα δεινά των δύο δεν είναι εύκολο να παραβλεφθούν από το οξυμένο τραγουδοποιό ραντάρ του Jonathan Cain, ο οποίος, αν και η μπάντα δεν συνηθίζει να συνθέτει όσο βρίσκεται σε περιοδεία, θα φέρει τη μελωδία στον τραγουδιστή. Ο 33χρονος Καλιφορνέζος με πορτογαλικές ρίζες, Steve Perry, δεινός στιχουργός επί ζητημάτων καρδιακής ανεπάρκειας, ήξερε καλά το τί περνούσαν οι Shon και Valory. «Δεν μπορεί, θα υπάρχει ένας πιο soul τρόπος να δει κανείς ένα τέτοιο δυσάρεστο θέμα». Cain και Perry καταλήγουν στη βασική δομή του τραγουδιού μέσα σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με τη βοήθεια ενός φτηνού, φορητού συνθεσάϊζερ της Casio. Θέλουν να φτιάξουν κάτι που να πιάνει τον ακροατή αμέσως. Ο δυναμικός του σκοπός έχει ξεπηδήσει από την κοιτίδα του ζωντανού ροκ, την ίδια την ενέργεια της συναυλιακής αρένας.

 

«Σε κείνο το χρονικό σημείο ξέραμε ότι θα παίζουμε σε τεράστια στάδια. Θέλαμε λοιπόν ένα δυνατό τραγούδι με μελωδικό hook που να μπορεί να πάρει μαζί του το κοινό. Και να έχει έναν μεγάλο, ευρύ ροκ ήχο». 
Το επόμενο απόγευμα, η μπάντα προβάρει στο αυτοσχέδιο στούντιο που έχουν φτιάξει στο ξενοδοχείο. Πάνω στην παιγμένη από κείνο το μικρό συνθ μελωδία του Cain, ο Shon βάζει τα κοφτά του power chords και για σόλο μια παρορμητική ασέλγεια πάνω στην ταστιέρα, απ’ αυτές που ξεπετά με κλειστά τα μάτια. Εκεί που το κομμάτι κρατάει την ανάσα του μόνο με τη μελωδία των πλήκτρων, λίγο πριν μπει στο ρεφραίν, έρχεται και γεμίζει ο Steve Smith με κάτι τομ σημειωτόν που χτυπάνε στην καρδιά και με διαφορετικά στυλ από break στα τύμπανα, από στρέϊτ 4/4 ως κι ένα βροντώδες Bonhamικό γρονθοκόπημα, σιγοντάροντας το σόλο του Schon με jazz στυλ, σαν αυτό στο οποιο ήταν μάστορας ο Steve Porcaro των Toto.
Ο Perry πατά πάνω στον πυκνοϋφασμένον αυτό καμβά και τινάζει το ρεφραίν στον αέρα, με μια ερμηνεία γεμάτη πόνο που κορυφώνεται σε μια από τις πιο μεστές, άστιχες, υψίφωνες κραυγές του. Αυτό είναι. Όλα τα συστατικά έχουν μπει στη θέση τους. Η νέα σύνθεση έχει ολοκληρωθεί μέσα σε λιγώτερο από 48 ώρες. Ο ενθουσιασμός της μπάντας είναι τέτοιος που το ίδιο βράδυ, ρίχνουν το φρεσκογραμμένο τραγούδι μέσα στο ζωντανό τους πρόγραμμα, περίπου στη μέση του σετ, ανάμεσα από πιο ήπια κομμάτια, να δουν πώς θα το δεχτεί το κοινό. Η ανταπόκριση είναι, απροσδόκητα, ακαριαία.
Πριν καν ηχογραφηθεί, ο “Separate Ways” θα εγκατασταθεί στο ζωντανό σετ λιστ των Journey και δεν θα βγει ούτε ένα βράδυ, ποτέ.



«Από εκείνο το βράδυ, που το κοινό το άκουσε για πρώτη φορά χωρίς να έχει ιδέα τί είναι, καθώς δεν υπήρχε σε δίσκο μας, προκαλούσε πάντα εντυπωσιακή ανταπόκριση. Το αγάπησαν στη στιγμή. Από τότε, δεν έχει καμία σημασία σε ποιό σημείο του σετ στο παίζουμε», θα πει ο Neal Schon σε συνέντευξή του στο περιοδικό Guitar World το 2008. «Η επίδραση που ασκεί είναι το ίδιο έντονη όπως την πρώτη εκείνη φορά. Μεγάλο μέρος των επιρροών των Journey προέρχονται από το την Motown, το R&B και τα blues, κι από εκείνη την μουσική περιοχή έρχεται και το "Separate Ways”. Έχει προφανώς πιο σκληρή κιθάρα από ένα soul κομμάτι, όμως ο συνδυασμός αυτός είναι που το κάνει αυθεντικό Journey».
Κυκλοφορεί σε single στις 5 Ιανουαρίου 1983, κάτι λιγότερο από έναν μήνα πριν το άλμπουμ “Frontiers” εκείνο με το περίεργο, υδροκέφαλο με μπλε διαστημικό κούτελο μωρό στο εξώφυλλο (US#2, 12/3/83). Αναγνωρίσιμο από την βάση των fans και φινιρισμένο από την παραγωγή των Kevin Elson και Mike Stone οι οποίοι έμελλε να πλάσουν κι άλλα ηχητικά hard rock θαύματα τα επόμενα χρόνια, το “Separate Ways” μπαίνει στο Hot-100 στις 5 Φεβρουαρίου και ανεβαίνει κατακόρυφα. Στις 19 Μαρτίου έχει ήδη μπει στο top-10, όπου και θα παραμείνει αμετακίνητο στο No 8 για έξι συνεχόμενες εβδομάδες, ως τις 23 Απριλίου 1983.
Αποτιμώντας με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης τη σημασία της επίδοσης αυτής, διαπιστώνει κανείς ότι τις έξι εκείνες εβδομάδες της Άνοιξης του ’83 στην κορυφή του Billboard κατοικοέδρευσαν μερικά από τα πλέον κλασσικά τραγούδια ολόκληρης της δεκαετίας:
Michael Jackson (“Billie Jean”, “Beat It”), o Bob Seger (“Shame On The Moon”), Styx (“Mr. Roboto”), Culture Club (“Do You Really Want To Hurt Me”), Duran Duran (“Hungry Like The Wolf”), Dexy’s Midnight Runners (“Come On Eileen”), The Greg Kihn Band (“Jeopardy”), The Pretenders (“Back On The Chain Gang”), Lionel Ritchie (“You Are”), Kenny Rogers & Sheena Easton (“We’ve Got Tonight”) και Daryl Hall & John Oates (“One On One”).
Για να οπτικοποιηθεί το “Separate Ways”, γυρίζεται στα γρήγορα σε μια αποβάθρα στη Νέα Ορλεάνη το βίντεο κλιπ που θα συνοδεύσει το single στην –απαραίτητη από τον Αύγουστο του ‘81- μηχανή αναπαραγωγής μουσικών ονείρων που ονομάζεται MTV. Κάτι η επί τροχάδην σκηνοθετική σύσταση για τις πόζες των πέντε μελών της μπάντας σαν συμμορία, κάτι το όχι ιδιαίτερα φωτογενές της μύτης του Perry, που το μαλλί - πράσσο και την υποψία αλλοιθώρησης όταν ζορίζεται στο ρεφραίν τον κάνει να υπολείπεται άλλων frontmen, κάτι η τραγελαφική σεκάνς όπου τραγουδάει “take care my love” και πισωπατάει σε διαδρόμους με κάτι σιδερόβεργες, υπό το φως ενός τιμωρητικά αποκαλυπτικού κάθε ατέλειας μεσημβρινού ήλιου, η φαεινή ιδέα να κάνουν ότι παίζουν στον αέρα τα όργανά τους (τα οποία σε δευτερόλεπτα εμφανίζονται στα χέρια τους μαγικά, σ’ ένα πεπαλαιωμένο τρικάκι φτηνού μοντάζ), μπορεί μεν να μην ανέκοψε την εμπορική επιτυχία του τραγουδιού, όμως ήταν αρκετό για να τους μετατρέψει σε στυλιστικό περίγελο για τα επόμενα – πολλά - χρόνια.



«Όσα χρόνια κι αν περάσουν, ό,τι κι αν έχω κάνει στην καρριέρα μου, πάντα θα με ρωτάνε γι’ αυτό το κλιπ. Πάντα το θέμα θα φτάνει στο πώς και δέχτηκα να παίξω εκείνα τα …air keyboards», γράφει ο Jonathan Cain στην αυτοβιογραφία του “Don’t Stop Believin": The Man, The Band And The Song That Inspired Generations” του 2018.
Κόντρα στη δραματική ερμηνεία του Perry, η μπάντα ποζάρει φορώντας αντι-σταρ τζην και αθλητικά παπούτσια που ο average Joe θα έβρισκε στο καλάθι των προσφορών, ενώ όταν παίρνουν το αδυσώπητο macho υφάκι, όλοι τους δείχνουν σαν να παρωδούν τηλεοπτικό βαριετέ της δεκαετίας του ’60. Όμως, το αστείο είναι ότι το έπαιρναν μάλλον σοβαρά.
Σαν να μην έφταναν αυτά, η σύντροφος του Steve Perry, η Sherrie με το όνομα, ναι, αυτή για την οποία θα γράψει έναν περίπου χρόνο αργότερα το “Oh Sherrie”, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του έκανε συνεχώς τρομερές σκηνές ζηλοτυπίας με πέτρα του σκανδάλου το βλοσυροδυσανασχετέ μοντέλο που εμφανίζεται στο βίντεο-κλιπ ν’ ανεβοκατεβαίνει την αποβάθρα, εκείνη με τη λευκή γόβα και την -υπόπτως για το πραγματικό της ύψος, μόλις πάνω απ’ το γόνατο- πέτσινη φούστα.
Ακόμη όμως κι αν όλα τα παραπάνω συγκυριακά και ακούσια ξαστοχήματα αποτελούσαν μέρος ενός εσκεμμένου σχεδίου για να χαλιναγωγηθεί η εμβέλεια του μεγάλου αυτού hit, είναι στην πραγματικότητα επουσιώδη μπροστά στη δύναμη των στίχων του. Είναι αυτοί που απογειώνουν το εμβατηριακό του stomp. Που περνούν από τον μοιραίο αποχαιρετισμό σ’ έναν μεγάλον έρωτα (“if you must go, I wish you luckyoull never walk alonetake care my love”), σε μια κάπως πιο γοερή από το επιθυμητό ευχή  (“Someday, love will find you - Break those chains that bind you”), για να ναρκοθετήσουν τα πάντα με μια αυτάρεσκη υπενθύμιση ότι φτάνει και μόνο μια νύχτα για να ξανανιώσει εκείνος ο μεγάλος έρωτας όσα του λείπουν (One night will remind you - How we touched) πριν ξανατροχιοδρομήσει μακριά, όπως φαίνεται εκ προοιμοίου γραφτό (“…And went our separate ways”).
Και αφού ο Perry περνά ένα κουπλέ αγωνιώδες μ’ εκείνο το τριπλό in va-a-a-a-in!” που σου σκίζει τα σωθικά, την αμφιθυμία εντείνουν το δεύτερο και το τρίτο ρεφραίν, όπου η αλτρουϊστικοφανής αρσενική καψούρα (If he ever hurts you - True love won't desert you - You know I still love you), αν την διαβάσεις καλά (ή τις ίδιες λέξεις διαφορετικά), αφήνει έναν αεροδιάδρομο με εύρος οροπεδίου στην αναλώσιμη αλλά ασφαλή γοητεία του one night stand (“You know I still love you - Though we touched - And went our separate ways), που εξακολουθεί να κάνει τη γη να περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της.
Όπως κάθε τραγούδι χωρισμού οφείλει να κάνει, δηλαδή.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου