Steve Jones: Φωτιά και Βενζίνη. Ασύδοτες ημέρες και νύχτες ενός Original Pistol
1981. Ο 26χρονος Steve Jones, που, μετά τους Sex Pistols πασχίζει να στεριώσει στο μουσικό σχήμα των Professionals συλλαμβάνεται στο Λονδίνο με μερικά γραμμάρια ηρωίνης στο αυτοκίνητό του.
Με μια ακόμη ποινική εκκρεμότητα να μπαίνει στο αμαυρωμένο του ποινικό μητρώο, το πανκ να έχει πεθάνει στην αγγλική μουσική σκηνή («όπου και να πήγαινες έβλεπες όλο Human League και Adam & The Ants»), δε βλέπει την ώρα να την κάνει για αλλού. Ήδη έχει φτάσει στο σημείο του να πουλάει τις κιθάρες του για να εξοικονομήσει τα απαραίτητα ψιλά για να προμηθευτεί την καθημερινή ποσότητα ηρωίνης που έχει ανάγκη. Σημείο αρκετά ανησυχητικό από μόνο του.
Φεύγει με τους Professionals για μια σειρά από εμφανίσεις στη Νέα Υόρκη. Το πράγμα πηγαίνει άπατο και κείνος αποφασίζει ότι θα συζήσει με μια γκόμενα της μιας βραδιάς και δε θα γυρίσει πίσω ξανά. Από τα πρώτα πράγματα που κάνει είναι να πουλήσει για 80 δολλάρια το διαβατήριό του – τόσα του χρειάζονταν για να πάρει τη δόση του.


«Δεν απολάμβανα να είμαι πρεζόνι. Δεν το έκανα μέρος από το παραμύθι μου, όπως ο Sid. Παρ’ όλα αυτά είχα γίνει ένα βρωμερό ζωύφιο που χωνόμουν παντού με μοναδικό σκοπό να βρω λίγα ψιλά για να πάρω τη δόση μου. Έκανα πράγματα που ντρέπομαι γι’ αυτά. Ωστόσο, το να κλέβω, ας πούμε, τσάντες από γκόμενες μέσα στα μπαρ δεν ήταν το ναδίρ των κατορθωμάτων τις μέρες μου ως πρεζόνι στη Νέα Υόρκη. Άλλο ήταν.
Μια φιλενάδα μου, ζούσε, πριν τη διαφθείρω, μ’ έναν γνωστό ροκ φωτογράφο. Όταν πλέον μπήκε κι αυτή στην πρέζα, ανοίξαμε το διαμέρισμά του και κλέψαμε εκατοντάδες φωτογραφίες διαστάσεων 8x10 που είχαν πάνω μπάντες. Τις είχε τραβήξει εκείνος. Τίποτε ιδιαίτερο, συνηθισμένες φωτογραφίες απ’ αυτές που προορίζονται να μπουν σε εφημερίδες και περιοδικά. Τις πήραμε λοιπόν και πηγαίναμε να τις πουλήσουμε για πενταροδεκάρες σε περαστικούς, στο δρόμο, για να μαζέψουμε λεφτά για τη δόση μας.
Καταλαβαίνεις πόσο έχεις ξεφτιλιστεί, όταν οι πιθανότητες επιβίωσής σου εξαρτώνται απόλυτα από το αν και κατά πόσο θα σπρώξεις σ’ έναν άγνωστο μια φωτογραφία 8x10 της μπάντας Heart για μερικά σεντς. Έσφιγγα τα δόντια κι ευχόμουν μην πέσω σε κανένα που θα μ’ αναγνωρίσει. Το μόνο που ήθελα ήτανε να βρω πράμα να φτιαχτώ.
«Όταν το καλοκαίρι του ’82 φτιάξαμε τους Chequered Past, αυτό ήταν που θέλαμε όλοι. Ήμασταν ο Michael Des Barres από τους Detective, οι Nigel Harrison και Clem Burke από τους Blondie, Τony Sales από τη μπάντα του Iggy Pop, κι εγώ. Οι περισσότεροι έμεναν στην Καλιφόρνια, οπότε όταν έπεσε η πρόταση να μεταφέρουμε τη βάση μας μας εκεί, μου πήρε σχεδόν τρία δευτερόλεπτα για να πω και γω “ναι”».
Στην Καλιφόρνια οι νύχτες ήταν πολύ ζεστές και οι άνθρωποι καταδεκτικοί, μια πολύ ευχάριστη αλλαγή σε σχέση με τα πισώπλατα μαχαιρώματα του Λονδίνου και τη σκοτεινιά της Νέας Υόρκης. Τις πρώτες μέρες στο L.A. κατάφερα να βγάλω μια γκόμενα που είχε σπίτι με πισίνα στο Beverly Glen. Είχε μια παλιά Cadillac convertible του ’60. Μια βραδιά είχαμε πάει σ’ ένα driveinκαι μετά, επιστρέφοντας από τη λεωφόρο του SanBernardino, θυμάμαι να κάθομαι στη θέση του συνοδηγού, να κάνω ένα joint, με τον αέρα να με χτυπά στο πρόσωπο και να σκέφτομαι : “Αυτό είναι παράδεισος”. Από τότε που έβλεπα την εκπομπή CHiPs στην τηλεόραση, με τους δύο αστυνομικούς πάνω στις μηχανές, το είχα σκεφτεί, τί ωραία που θα ήταν να ζούσα στην Καλιφόρνια. Και γαμώ τις μεγάλες λεωφόρους, τις μεγάλες διαφημιστικές πινακίδες, τα μεγάλα βυζιά. Την ψώνισα».
«Έμενα εδώ και κει με τον Nigelαπό την μπάντα. Όταν βαρέθηκα μετακόμισα με τον Michael Des Barres και τη γυναίκα του Pamela και το γιο τους Nick. Όταν μια μέρα βούταρα κάτι σπάνια lp των Beatles από τη δισκοθήκη Pamela και το ακριβό της δερμάτινο και τα σκότωσα στην πιάτσα για να τη δόση μου, το ανακάλυψαν και με πετάξαν έξω. Δε θέλανε ούτε ν’ ακούσουνε για μένα για χρόνια ολόκληρα. Ασφαλώς και δε μπορώ να τους κατηγορήσω».
«Δεν ήταν όμως ότι γάμαγα τη ζωή άλλων ανθρώπων, γάμαγα κυρίως τη δική μου.  Όπως εκείνη τη φορά που έμεινα από υπερβολική δόση μέσα σ’ ένα sushi bar, γωνία La Cienega και Santa Monica Boulevard. Ήταν μια φάση ακριβώς όπως την περιγράφει ο Lou Reed στο “Waiting For The Man”. Ο άνθρωπος που θα μου έφερε το σταφ αργούσε – πάντα έτσι γίνεται, πράγματι - κι εγώ είχα αρχίσει να τρέμω σύγκορμος. Όταν τελικά εμφανίζεται, μπαίνω αμέσως στην τουαλέτα, κάθομαι πάνω στο κλειστό καπάκι, βαράω και με το που νιώθω την ηρωίνη στις φλέβες μου, γλυστράω και πέφτω αναίσθητος στο δάπεδο. Ένας θαμώνας παρατήρησε το πόδι μου να εξέχει κάτω από την πόρτα και κάλεσε το προσωπικό να με μαζέψει. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι αμυδρά είναι τους νοσοκόμους να έχουν πέσει πάνω μου και να μου κάνουν ηλεκτροσόκ για να με επαναφέρουν. Το χειρώτερο απ’ όλα; Με το πού βγήκα από το νοσοκομείο, πήγα αμέσως να βρώ να σουτάρω ξανά».
Ο Steve Jones κάνει την πρώτη του σοβαρή απόπειρα να καθαρίσει το 1985. Δίνει πενήντα δολλαρια – δεν περνάνε απ’ το χέρι του και πολλά παραπάνω- και μπαίνει για δύο βδομάδες σ’ ένα κέντρο αποτοξίνωσης στην Tarzana. Εκεί για πρώτη φορά μαθαίνει να μιλά γι’ αυτό που του συμβαίνει. Συμμετέχει σε πρόγραμμα ομαδικής θεραπείας, του χορηγείται μεθαδόνη και βρίσκει για κανέναν χρόνο σταθερό κατάλυμμα, αφού ένας απ’ αυτούς που παρακολουθούν το πρόγραμμα, προσφέρεται να του νοικιάσει τον καναπέ και μερικά τετραγωνικά απ’ το καθιστικό του, σ’ ένα διαμέρισμα, γωνία 3rd Street & Gardner. Για νa μπορεί να του δίνει το ενοίκιο, ξεκινά να καταθέτει ό,τι πολυτιμώτερο παράγει ο οργανισμός του σε μια τράπεζα σπέρματος για πενήντα δολλάρια τη φορά. Καθώς προσπαθεί να βγάλει από τον οργανισμό του τη ντρόγκα, γνωρίζει, για πρώτη φορά νηφάλιος, πώς είναι να σε αδειάζει μια γυναίκα.
 
«Με τη Nina Huang σχεδόν συζούσαμε. Είχε μόλις καθαρίσει κι αυτή. Ακολουθούσαμε κι οι δύο το πρόγραμμα των “12 βημάτων” για να κρατηθούμε καθαροί, μικροί και απτοί στόχοι σε ένα καθημερινό πρόγραμμα, για τους οποίους εργάζεσαι διαρκώς. Και τότε ο θεραπευτής της είχε τη φαεινή ιδέα να μου αναφέρει ότι η Nina πηδήχτηκε μ’ έναν πασίγνωστο ηθοποιό του Χόλλυγουντ που προτιμώ να μην αναφέρω. Αυτό με ισοπέδωσε. Ήταν η πρώτη φορά που έπρεπε να αντιμετωπίσω νηφάλιος τις συνέπειες που μέχρι τότε προκαλούσα εγώ σε άλλους ανθρώπους με τη συμπεριφορά μου. Έπρεπε να βρω τρόπο να το αντιμετωπίσω και ταυτόχρονα να μείνω μακριά απ’ την ηρωίνη».
 

Μετρώντας ήδη τέσσερα χρόνια ως παράνομος μετανάστης, χωρίς βίζα, διαβατήριο ή πράσινη κάρτα, η αξιοπιστία του Jones στη μουσική πιάτσα ήταν κάτω του μηδενός. Όμως το καλοκαίρι του ’85 ο αναγεννημένος και καθαρός από ουσίες Iggy Pop τον πετυχαίνει στο L.A. και του προσφέρει τη χρυσή ευκαιρίανα ενεργοποιηθεί ξανά. Ο Iggy, έχοντας περάσει κι αυτός το λούκι του να καθαρίσει με σκοπό να σώσει ό,τι είχε απομείνει από την καρριέρα του αποδεικνύεται ιδανικός μέντορας για τον αποδιοργανωμένο και αντιδραστικό Jones.
Του βάζει πρόγραμμα, του λέει τί πρέπει να κάνει ευλαβικά κάθε μέρα, του μαθαίνει την αξία της δουλειάς σε σταθερές ώρες. Δουλεύουν ιδέες σ’ ένα οκτακάναλο κασσετόφωνο και από τα session προκύπτουν πρωτόλειες εκδοχές των τραγουδιών "Cry For Love", "Fire Girl" και "Winners And Losers" που προορίζονται για το καινούριο άλμπουμ του Iggy. Όμως υπάρχει ένα πρόβλημα. Μισή ντουζίνα ανεκτέλεστες δικατικές αποφάσεις σημαίνουν ότι ο Jones δεν μπορεί να μπει στη Βρετανία. Σα να μην έφτανε αυτό, το ότι δεν έχει στην κατοχή του το παραμικρό χαρτί για να αποδεικνύει νόμιμη παραμονή στην Αμερική, συνεπάγεται ότι, ακόμη κι αν βγει από τις Η.Π.Α., δεν θα μπορέσει να ξαναμπεί. Γι’ αυτό και δεν πάει ποτέ στην Ελβετία για να ηχογραφήσει τα κομμάτια που θα μπουν στο lp “Blah Blah Blah” του Iggy Pop, που θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο του ’86.
 
«Σαν μια επιβράβευση για την προσπάθειά μου να καθαρίσω, τα πράγματα άρχισαν μετά από χρόνια να δείχνουν ελπιδοφόρα. Ακόμη και στις χειρώτερες περιόδους της ζωής μου, δεν έχανα την πίστη στις ικανότητές μου ως μουσικού. Oι γύρω μου έδειχναν να εντυπωσιάζονται απ’ όσα μπορούσα να προσφέρω, οπότε η αίσθηση αυτή μου ήταν αρκετή. Andy Taylor των Duran Duran, όνομα πολύ δημοφιλές εκείνη την εποχή, μου πρότεινε να δουλέψω για τον σόλο δίσκο του. Έπεφτε πολύ χρήμα στη μουσική βιομηχανία στα μέσα των ‘80s και ο Andy πήρε κάποια εκατομμύρια προκαταβολή για να τον ολοκληρώσει. Αν και θα τό’ θελα πολύ, μπορεί να μην κατέληξαν εκατομμύρια στις τσέπες μου για τα τραγούδια εκείνου του δίσκου του, όμως θα εκτιμώ για πάντα ότι μου έδωσε μια ευκαιρία όταν κανείς δε με υπολόγιζε.
 

 
Ήμουν αποφασισμένος να βάλω τον εαυτό μου σε τάξη. Να κάνω ό,τι χρειαζόταν για να μη σκαλώσει πουθενά αυτή η συμφωνία. Τα κατάφερα. Λίγους μήνες πριν ήμουν ένα τελειωμένο πρεζάκι και τώρα έχτιζα αργά αλλά σταθερά μια καινούρια ζωή. Ο Andy είχε αγοράσει μερικά σπίτια στην περιοχή του L.A. κι ένα απ’ αυτά, δίπλα στο ξενοδοχείο Hyatt μου τό' δωσε για να μένω. Τα νέα ότι τα κατάφερα καλά σε δύο δουλειές κυκλοφόρησαν γρήγορα.  Ο Danny Goldberg, συνεργάτης των Zeppelin στα ‘70s μου πρότεινε να υπογράψω συμβόλαιο με την MCA».
 
Έτσι έρχεται τον Ιούνιο του ’87 το “Mercy”. Συνδυάζοντας μια απροσδόκητα ευαίσθητη φωνητική ερμηνεία, κάτι σαν Elvis του King’s Road με ελαφρά βρογχοπνευμονία και κομμάτια που παρ’ ότι σταμπαρισμένα με τον χαρακτηριστικό κοφτό του ήχο περιλαμβάνουν μπαλάντες και A.O.R. ασκήσεις, είναι ένα άλμπουμ που, παρ’ ότι δεν κάνει εμπορική αίσθηση, ξαναβάζει τον Jones στο προσκήνιο. Το ομώνυμο κομμάτι του ακούγεται στην δημοφιλή τηλεοπτική σειρά “Miami Vice” και μπαίνει στο δίσκο με το σάουντρακ της δεύτερης σαιζόν, ένα δεύτερο, τo “Pleasure & Pain” βρίσκεται στο soundtrack της ταινίας “Sid & Nancy” που έχει γυριστεί για τη ζωή του Sid Vicious, ένα τρίτο (“With You Or Without You”) στην mainstream χολλυγουντιανή κωμωδία “Something Wild”, με τη Melanie Griffith.
 
«Όσο περήφανος ήμουν που κατόρθωσα κι έγραψα έναν ολόκληρο δικό μου δίσκο εντελώς καθαρός, τόσο τρομοκρατημένος ήμουν στο ενδεχόμενο να πατήσω πάνω στη σκηνή χωρίς να έχω ρίξει μέσα μου ούτε ένα pint. Έτρεμα, πίστευα ότι είναι αδύνατο να τα βγάλω πέρα. Η εντύπωση ότι παίζεις καλύτερα όταν είσαι φτιαγμένος είναι απατηλή. Μπορεί μεν στα δικά σου αυτιά να ακούγεσαι καλύτερος, όμως το ότι είσαι φτιαγμένος σημαίνει εξαρχής ότι δεν είσαι και αξιόπιστος στην κρίση σου. Αν θέλεις να μάθεις πώς πραγματικά ακούγεσαι όταν παίζεις μουσική, δοκίμασε ν’ ακούσεις τον εαυτό σου νηφάλιος. Θα πρέπει να ήμουν περίπου 60 μέρες καθαρός όταν άρχισα να παίζω ζωντανά με κάτι άλλους μουσικούς. Είχαν κι αυτοί μόλις καθαρίσει και βρισκόμασταν σ’ ένα μέρος που παλιά λεγόταν Central και τώρα είχε αλλάξει όνομα και λεγόταν Viper Room».


Με τις πρώτες επιταγές από τα συνθετικά δικαιώματα, για πρώτη φορά ο Jones έχει την ευκαιρία να νοικιάσει διαμέρισμα στο όνομά του, στους λόφους του Χόλλυγουντ. Βγάζει προσωρινό διαβατήριο, άδεια οδήγησης και αποφασίζει να βρει χρόνο για πρώτη φορά να μάθει να γράφει και να διαβάζει. Είναι 32 χρόνων και δεν έχει τελειώσει ούτε τη βασική εκπαίδευση. Το γεγονός ότι με δυσκολία αναμετράται με ο,τιδήποτε περιλαμβάνει γραπτό λόγο έχει υπάρξει σε όλη του τη ζωή μια πηγή ανασφάλειας, την οποία ως τότε αντιμετώπιζε με τον ίδιο τρόπο όπως και τις άλλες -και είχε σ’ όλη του τη ζωή πολλές: το κενό ενός πατέρα που τον εγκατέλειψε, το ξύλο από τους σκίνχεντς στις βρωμερές γειτονιές του Λονδίνου, την κλεπτομανία που τον μόλυνε από προέφηβο:  Αποδρώντας στην μιερή αγκαλιά της ντρόγκας και στο μέχρις αναισθησίας μεθύσι. Όμως, αυτή τη φορά, υπό συνεχή συμβουλευτική παρακολούθηση έχει βάλει σκοπό να καθαρίσει για καλά.
 
«Είχα το χρήμα ν’ αγοράσω μια Harley 
Davidson και το έκανα. Παρά την πειθαρχία που μου επέβαλε το πρόγραμμα που ακολουθούσα για να μείνω καθαρός, γούσταρα την ελευθερία που υπήρχε εκείνες τις μέρες στο L.A.. Οδηγούσα χωρίς κράνος στους λόφους του L.A.. και γυρόφερνα όλα τα στέκια του Sunset Strip. Ένα βράδυ σ’ ένα μπαρ της SunsetBoulevard πέφτω πάνω στον Mickey Rourke. Είχε κι αυτός μια Harley. Στην αρχή τσεκάραμε από μακριά ο ένας τον άλλο, με τον ίδιο τρόπο που μας μετράγανε με τα μάτια τα σκίνια στο ShepherdBush δέκα χρόνια πριν. Mickey δεν είναι και το καταλληλότερο άτομο για να κάνεις παρέα όταν είσαι σε πρόγραμμα αποτοξίνωσης – εκείνος δεν ήταν ποτέ τύπος που θα ακολουθούσε πρόγραμμα με 12 βήματα και τέτοια –ποτέ όμως δεν τον είδα λιώμα όταν καβάλαγε μηχανές. Είχε αγοράσει κι ένα δικό του στέκι στο Beverly Hills, το Nicky And Joeys. Συχνάζαμε εκεί και μέσα σε λίγες μέρες γίναμε πενήντα, όλοι με μηχανές. Δεν ήμασταν κανονικοί μηχανόβιοι, αμφιβάλλω αν κανείς από μας είχε γράψει 500 χιλιόμετρα στο κοντέρ. Posers του σαββατοκύριακου ήμασταν. Τις Παρασκευές το βράδυ βρισκόμασταν στο στέκι του Mickey, μετά πηγαίναμε σ’ ένα club που λεγόταν Vertigo. Παίρναμε την Olympic Boulevard κι οδηγούσαμε τις μηχανές μέχρι το τέρμα της. Βολτάραμε καβάλα στις μηχανές μας λες και το μέρος ήτανε όλο δικό μας. Αν το πράμα πήγαινε καλά, όλο και κάποια γκόμενα θα εντυπωσιάζαμε και θα ανέβαινε από πίσω μας, οπότε άνετα καβατζώναμε το σχετικό κοκό για μετά».
 
Η σχέση του Jones με τον Mickey Rourke γίνεται εκείνο το διάστημα αρκετά στενή, κάτι που δίνει και την εξήγηση πώς και πάλι το κομμάτι “Mercy” θα ακουστεί τέλη του ’88 στην για πολλούς καλύτερη ταινία του Mickey Rourke, το “Homeboy” του Michael Seresin. Στη σκηνή που ο αδυσώπητος απατεών και στησιματίας πυγμαχικών αγώνων που παίζει ο Christopher Walken ξεναγεί τον μποξέρ Johnny Walker –ο χαρακτήρας του Rourke- στο κωλόμπαρο που συχνάζει, το βλέμμα του τελευταίου στην περιρρέουσα παρακμή και ειδικά στο σιτεμένο και δυστυχές dancing girl στα παρασκήνια, με τη φωνή του Jones να λέει Where is the love Ive lost, where is the mercy and trust? εξηγεί τον τσακισμένο από τις γροθιές της μοίρας πρωταγωνιστή ιδανικά.
 
«Εκείνη την εποχή είχα αρχίσει να δέχομαι τηλεφωνήματα για δουλειά. Σ’ ένα ήταν ο Bob Dylan. “Hey, Steve”, μου λέει, έτσι όπως μιλάει με τη μύτη. “Δε μαζεύεις καμιά μπάντα; Πέρνα απ’ τα Studios 3 στη Sunset να δούμε μπας και βγάλουμε τίποτα”. Παίρνω μαζί μου τον Paul Simonon των Clash. Οι μπάντα του τα είχε τινάξει τότε, κι εκείνος έπαιζε από δω κι από κει. Τα πηγαίναμε καλά, μας βγάλανε μάλιστα και κάτι ωραίες φωτογραφίες τους δυό μας με τις μηχανές μας και με ύφος James Dean. Πήγαμε και τζαμάραμε με τον Bobκαι με πολλούς άλλους μουσικούς, για ένα άλμπουμ που έβγαλε αργότερα, το Down In The Groove. Παρά τα όσα λένε γι’ αυτόν, ήταν ήπιος, συγκεντρωμένος και φάνηκε να δίνει σημασία στο τί έπαιζα. Ευτυχώς, βέβαια, που δεν εξαρτιόταν η ζωή μου από το να περιμένω να φτάσει στο κατώφλι μου καμιά επιταγή πνευματικών δικαιωμάτων για ό,τι συνεισέφερα σε κείνα τα σέσσιον. Γιατί δεν ήρθε ποτέ».
 
 
Την ίδια περίοδο, ανάμεσα σε 1987 και 1988, Ο Jones εμφανίζεται guest σε τηλεοπτικά σήριαλ, κάνει διαφημίσεις και παίζει το παιχνίδι σωστά. Ο Iggy Pop αποφασίζει να βασίσει το επόμενο άλμπουμ του, που θα πάρει τον τίτλο "Instict", πάνω στο σκληροτράχηλο ήχο της κιθάρας του, όμως ξέρει ότι δεν μπορεί να τον υπολογίζει σα μέλος της μπάντας που θα πάρει μαζί του την παγκόσμια περιοδεία του, εμφανίζεται όμως στο βίντεο κλιπ και στην τηλεοπτική εμφάνιση του Iggy στο “The David Letterman Show”. Η όλη biker φάση του Jones περνά στον ήχο που θέλει ο Iggy ώστε ν' ακούγεται σύγχρονος, σαν ένα κομμάτι ξερό μέταλλο, όπως ακριβώς λένε κι οι στίχοι του “Cold Metal”.
 
Cold metal, in the afternoon
Sounds lovely, like a Hendrix tune
Cold metal, it's the father of beat
The mother of the street”

 

«Είχα αρχίσει να καλλιεργώ ένα στυλ σαν του Sammy Hagar. Mακρύ μαλλί, αμάνικα t-shirt, σαν τον Fabio, τον ιταλό που είχε σκάσει μύτη στο L.A., εμφανιζόταν σε σαπουνόπερες και γυναικεία bachelor party κι είχε γίνει περιζήτητο μοντέλο. Ήμουν λεπτός, στεγνός, super cool με τα δεδομένα του Sunset Strip. Όλη φάση στο Χόλλυγουντ είναι το πώς δείχνεις, όχι το πώς νιώθεις ή το τί είσαι. Είναι τόσο αυτονόητο και καθημερινό που σε ρουφάει μέσα του αυτό το κλίμα. Δε θα κρύψω ότι παρασύρθηκα. Παρά το ότι το εγγλέζικο σκαρί μου από μόνο του τρέφει απέχθεια για κάθε μορφής συστηματική άσκηση, έπεσα και ‘γω στην παγίδα. Μου δώσανε κάτι αναβολικά για να φουσκώσω. Είναι εντυπωσιακό πόσο γρήγορα λειτουργούν. Ευτυχώς δεν έκανα παρά μόνο δυό - τρεις κύκλους. Μπορώ όμως να καταλάβω πόσο γρήγορα οι άνθρωποι μπορούν να κολλήσουν με κάτι τέτοιο. Και μπορεί να μη φτιάχνεις κεφάλι με κάτι τέτοιο, αλλά σίγουρα τα αναβολικά σου πειράζουν το μυαλό, γιατί σε φισκάρουν με τεστοστερόνη και είσαι συνέχεια θυμωμένος. Εμένα δε μού’ λειπε ποτέ κανένα απ’ αυτά τα δύο αυτά πράγματα, οπότε έκοψα τη φάση γρήγορα.
 
Μια από τις συνέπειες του να κάνεις πρέζα για έξι – εφτά χρόνια συνέχεια είναι ότι δεν σ’ ενδιαφέρει το σεξ σχεδόν καθόλου - αυτό το κομμάτι του εαυτού σου σχεδόν σβήνει. Καθώς λοιπόν η επίδραση της ηρωίνης άρχισε να ξεθωριάζει από τον οργανισμό και τη βαλβίδα εκτόνωσης που μου έδινε το αλκοόλ είχα αποφασίσει να την κλείσω ερμητικά, όλη η πίεση διοχετεύθηκε προς αυτή την κατεύθυνση. Πηδούσα ό,τι έβρισκα μπροστά μου. Έφτασα να πηγαίνω στις ομαδικές συνεδρίες για την απεξάρτηση για να βρω γκόμενες να πηδήξω. Βέβαια, μ’ εμένα δε χρειαζόταν να είσαι πρώην εξαρτημένη για να στην πέσω. Ήμουν άνθρωπος των ίσων ευκαιριών. Μια Παρασκευή μετά από μια συνεδρία στο Rodeo Drive, την έπεσα μέσα στις τουαλέτες στη Ginger, την πορνοστάρ που η λίστα του περιοδικού Adult Video News την είχε μέσα στο top-50 των “καλύτερων πορνοστάρ όλων των εποχών”. Τί άλλο να πώ; Ήταν μια πολύ ρομαντική εποχή».

Σύντομα ο Jones αντιλαμβάνεται ότι έχει υποκαταστήσει τον έναν εθισμό με άλλον, αλλά του είναι αδύνατο να σταματήσει. 
«Με το που άρχισα να την πέφτω σε όποια γκόμενα έβλεπα μπροστά μου, άρχισα να αμφισβητώ το πόσο χρήσιμο μου ήταν τελικά ένα πρόγραμμα για την απεξάρτηση αποκλειστικά από τα ναρκωτικά. Μ’ ενοχλούσε που εκεί μέσα σύχναζαν κωλόφατσες που προσπαθούσαν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο με τις ιστορίες από το ένδοξο παρελθόν τους.  Ήξερα ότι κατά βάθος ήμουν ένας αλκοολικός που έβαλε στη ζωή του και την πρέζα, κι όχι ένα πρεζάκι. Και πιστέψτε με, η καθημερινότητα που έχει ένα πρεζάκι είναι αρκετά διαφορετική από αυτήν του αλκοολικού – έχω περάσει κι από τις δύο και μπορώ να το πω. Υπήρξα ένας αλκοολικός που κατέληξε να παίρνει ηρωίνη. Μια ζωή ζητούσα την άμεση ικανοποίηση, οπότε η ηρωίνη που πρόσφερε το σύντομο δρόμο να την αποκτώ, έναν δρόμο που λόγω της ροπής του χαρακτήρα μου προς τις εξαρτήσεις δε ήταν καθόλου εύκολο να προσπεράσω. Και θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει, ποιά η διαφορά του να πετάς πρώτη θέση και οικονομική θέση, αν ο προορισμός είναι τελικά ο ίδιος, το να φτιαχτείς; Η αλήθεια είναι ότι μόνον όσοι μονίμως πετάνε σε οικονομική θέση έχουν αυτή την απορία.

Κι ενώ για να διατηρήσω την πρόσφατα κατακτημένη μου νηφαλιότητα βόλταρα με τη Harley, πόζαρα και πηδούσα, πέφτω πάνω και στον Axl Rose. Mια Παρασκευή βρισκόμουν έξω από το Rainbow– προσπαθώντας να προσελκύσω καμιά γκόμενα ως συνήθως – και βλέπω τον Axl να έρχεται προς το μέρος μου. Φορούσε δερμάτινο τζάκετ και πηλίκιο αξιωματικού και έδειχνε γεμάτος δέος που θα μου μιλούσε, κάτι που, ομολογώ, ανέβασε την αυτοπεποίθησή μου.
Ήταν στην αρχή, πάνω που τα πράγματα μόλις φαίνονταν να πηγαίνουν καλά για τους
Guns NRoses, δεν ήταν ακόμη περικυκλωμένος από φανς που του ζητούσαν αυτόγραφο, κάτι που συνέβη αργότερα. Αρχίσαμε να βγαίνουμε μαζί. Γούσταρα πράγματι τους Guns NRoses. Ήταν μια πραγματική μπάντα με κλασσικό ροκ ήχο, όχι σαν τους διάφορους Poison αυτού του κόσμου. Και ο Αxl ήταν cool άτομο. Εκείνη την εποχή, ξαφνικά, μετά από μια δεκαετία που κανείς δεν ασχολιόταν με τους Pistols, γίναμε ξανά της μόδας. Μια χούφτα από ξένες με το πανκ μπάντες άρχισαν να λένε καλά λόγια για μας και να μας αναφέρουν ως βασική τους επιρροή. Η μια ήταν οι Guns NRoses. Θυμάμαι επίσης τους Megadeth, που με κάλεσαν να παίξω στη διασκευή τους στο “Anarchy In The U.K.”. Μετά, τους Αnthrax που διασκεύασαν το “God Save The Queen”. Λίγο αργότερα, οι Motley Crue έπαιξαν κι αυτοί το “Anarchy”. Δεν ήταν καθόλου άσχημο να δρέπεις τις δάφνες που σου αναλογούν, έστω και αργά».
 
Με την αυτοπεποίθησή του στα ύψη, τη μάχη για απεξάρτηση προς στιγμήν κερδισμένη και ζώντας σε μια κοιτίδα σεξουαλικής διαθεσιμότητας που λέγεται Los Angeles, o Jones βάζει μπρος για το δεύτερο άλμπουμ του με την MCA. Το 1989 είναι η χρονιά που το hardrock του Sunset Strip, παιγμενο όχι αποκλειστικά από καλιφορνέζικα σχήματα, βρίσκεται στα τοπ σε όλο τον κόσμο.
Με βασιλιάδες του ακατέργαστου ήχου τους Guns N’ Roses, τους The Cult να έρχονται το Μάϊο με το “Sonic Temple” και τους Motley Crue να επισφραγίζουν το πόδο της μόδας είναι το street attitude με το άλμπουμ τους “Dr. Feelgood” που έφτασε στο Νο 1.
Παλιές καραβάνες όπως οι Aerosmith και ο Alice Cooper μπαίνουν κι αυτοί στο παιχνίδι και δεκάδες μικρώτερα σχήματα από τους L.A. Guns και τους XYZ ως τους Circus Of Power, μοστράρουν καουμπόϋκες μπότες και σκισμένα τζην, κυκλοφορούν άλμπουμ με τις κιθάρες ν’ ακούγονται απροκάλυπτα μπροστά. Το L.A. γίνεται το πεδίο ενός αχαλίνωτου, εγωπαθούς ροκ πάρτυ, στο τέλος μιας δεκαετίας που ξεπουλάει μαζικά ό,τι έχει και δεν έχει, μέχρι και το μουσικό στυλ που για το μεγαλύτερο μέρος της στηλίτευε.
«Το Sunset Strip ήταν το μέρος που ήθελαν όλοι να βρίσκονται, ειδικά τα σαββατοκύριακα. Ουρές από κόσμο έξω από το Roxyκαι το Rainbow. Hairmetal, μπότες και μακριά μαλλιά παντού. Όλα τροφοδοτούνταν κυρίως από το σεξ. Όλοι θέλανε να κάνουν ναρκωτικά και να πηδιούνταν με όλους, για να πούμε την αλήθεια».


Γι’ αυτό και το lp “Fire And Gasoline” είναι όλα αυτά μαζί. Σεξ, μηχανές, κιθάρες, ξανά μηχανές, ξανά σεξ και ένταση στο τέρμα. Κάτι που γίνεται σαφές από το πρώτο κιόλας κομμάτι.
Ξερό backbeat και γδαρμένη πάνω στη Gibson πενιά, ηχογραφημένη πολλαπλασιαστικά, με κιθάρες πάνω σε κιθάρες, όπως τότε με το “Never Mind The Bollocks”. Η φωνή του Jones έρχεται πιο βαρβάτη κι από ολόκληρη την χορωδία της εθνικής ράγκμπυ της Νέας Ζηλανδίας:
Αin’t got time to hang around, ain’ t got time to play no games - cos’ rock n’ roll is on my mind, I can’ t feel no pain”. “All I need is a shotgun heart – a crossfire lighting dance – I blow your mind in outer space – love don’t stand a chance”.
 To κοφτό ριφ στρώνει χαλί σ’ ένα ρεφραίν ανατίναξη, κι ένα εσκεμμένο break δίνει τη θέση του στο αφηνιασμένο σόλο.
Το βίντεο κλιπ του “Freedom Fighter” βρίσκει τη θέση του στο μεταμεσονύκτιο rotation του MTV, δίπλα σε White Lion, D.A.D., Almighty και Steve Steven’s Atomic Playboys. Σκηνοθέτης του ο Julian Temple, παλιός γνώριμος του Jonesαπό τις μέρες των Pistols, που έχει φτιάξει και την ταινία “Sid & Nancy”.

Ο δίσκος, ένας καταιγισμός από βρώμικα Jones-ικά ριφ, gang φωνητικά, και oldschool πωρωτικά σόλο. Για να πάρει μορφή, πρόσωπα της σκηνής του L.A. που ο Jones συναντά καθημερινά, έχουν βάλει το χέρι τους. Την παραγωγή αναλαμβάνει ο ψημένος στο σκληρό ήχο Mark Dearnley, με τη βοήθεια του παραδομένου τα τελευταία χρόνια στην rockaria americana Ian Astbury των Cult.  Στο “We’re No Saints” στίχους βάζει ο Nikki Six, στο με εφτακόσια κιλά σκλήθρα στην ταστιέρα “Trouble Maker” έχουν βοηθήσει ολόκληρος Angry Anderson με τους Rose Tattoo. Στο “Get Ready” λόγια έχει γράψει ο Ian Astbury και τα δύο σόλα τα ρίχνει ο Billy Duffy, ενώ στο παλιό κομμάτι των Pistols “I Did U No Wrong” ορμάνε Astbury και Axl Rose και ουρλιάζουνε από μια στροφή ο καθένας.


Το καυστικό για τη συντηρητική Αμερική “God In Lousiana” έχει στίχους από τον 39χρονο Tonio K. (κατά κόσμον Steve Krikorian), τραγουδιστή στους Crickets -του Buddy Holly- και ανερχόμενο τραγουδοποιό, τον οποίο συνόδευε η κολακευτική από τους κριτικούς φράση «φτιάχνει τα καλύτερα άλμπουμ του Bob Dylan από τότε που ο Bob Dylan έχασε το ενδιαφέρον του για την ποπ μουσική».
“God was talking to Peter – God was talking to Paul – God was talking to Jesus – but God isn’t talking to some of these people at all”.
Αυτή είναι όμως και η μόνη στιγμή που ο Jones – χωρίς να κόψει ταχύτητα- βρέχει το μυτερό του μποτικό στα νερά κάποιας στιχουργικής σοβαρότητας. Κατά τα άλλα, επίθεση καταμέτωπο. Το ομώνυμο “Fire And Gasoline” ακόμη κι ο ίδιος ο Malcolm Young θα ήθελε να έχει γράψει, ενώ τα “Hold On”, “Wild Wheels” και “Gimme Love” επελαύνουν ακάθεκτα καλώντας τον ακροατή στο επίκεντρο ενός πάρτυ που μόνον η διεθνής συνομοσπονδία των Hell’s Angels θα μπορούσε να δώσει (αν ποτέ υφίστατο).

Κάθε hair metal μπάντα της εποχής θα πούλαγε δυό φορές την υποκριτική ψυχή της στο διάολο για νά’χει στο δίσκο της έστω ένα απ’ αυτά. Σε αμετανόητο mood, o δίσκος κλείνει με το ξεδιάντροπα στριπτηζοsleazoειδές “Leave Your Shoes On”, αφήνοντας την αίσθηση ότι με το που τέλειωσε την ηχογράφηση, ο Steve Jones κατευθύνεται με τη Harley προς το επόμενο όργιο.
«Μπορεί να μην αρέσει σε όλους, αλλά οι ειδικοί λένε ότι το άλμπουμ είναι η Rosetta Stone του biker metal”.
«Σε καμία περίπτωση δεν ένιωσα ότι προδίδω το πνεύμα του πανκ συμμετέχοντας σε ένα δίσκο με πιο παραδοσιακό ροκ ήχο.
Από τότε που ήμουν στους
Pistols, ανέβαινα στο διαμέρισμά μας και έβαζα ν’ ακούσω Boston και Journey. Υπάρχει κάτι σ’ αυτόν τον τετράγωνο, στιλπνό, καθαρό, classic rock ήχο που μου άρεσε πάντα, σε σημείο όταν ακούω ένα καλό κομμάτι, να μην μπορώ να αντισταθώ. Είτε ο τραγουδιστής έχει μοϊκάνα, είτε φοράει γυναικείο φόρεμα, για μένα δεν έχει σημασία».
«Με όλη αυτή την κραιπάλη, δε θα πω ψέμματα, είχα δύο πισωγυρίσματα με τα ναρκωτικά, αλλά τα ξεπέρασα γρήγορα. Αυτή τη φορά δεν ήμουν άστεγος και άφραγκος όπως τότε που πρωτοκύλησα, γι’ αυτό και το μυαλό μου ήταν πιο καθαρό, ενώ είχα και την οικονομική δυνατότητα ν’ αναζητήσω τη φροντίδα των επαγγελματιών που ήταν αναγκαία. Στις 28 Οκτωβρίου του 1990 – το θυμάμαι, γιατί κατά κάποια μυστήρια ειρωνεία της τύχης την ίδια ημερομηνία πριν 13 χρόνια ήταν που βγήκε το Never Mind The Bollocks” – είπα το τελειωτικό όχι. Από τότε είμαι καθαρός».
………………………………………..
Υ.Γ.1 : Η αυτοβιογραφία του Steve Jones με τίτλο “Lonely Boy– Tales Of A Sex Pistol” κυκλοφόρησε το 2016 με πρόλογο της Chryssie Hynde (William Heinemann/Penguin/Random House) και δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.
Υ.Γ.2: Ο Steve Jones παραμενει καθαρός και μένει στο L.A. με τα πολυάριθμα σκυλιά του. Είναι παραγωγός στην ιδιαίτερα δημοφιλή ραδιοφωνική εκπομπή “Jonesy’s Jukebox” στον σταθμό 955ΚLOS. Παίζει πολλά παλιά, από Atomic Rooster ως Stray Cats, λίγα καινούρια και φιλοξενεί καθημερινά για συνεντεύξεις και παρουσιάσεις όλες τις επιβιώσασες  ροκ προσωπικότητες που περπατούν σήμερα στον πλανήτη γη.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου