Β. Springsteen: "Μέχρι το τέλος του σκοταδιού, βρήκα την φωνή της ενηλικίωσης μου"
"Όσο διήρκεσε το χρονικό διάστημα της διένεξης με τον πρώην μάνατζερ μου, είχα αφιερωθεί να ακούω συνειδητοποιημένα ποπ σχήματα στην κλάση των Animals, τα beat γκρουπ των '60s και αρκετό punk.
Ταυτόχρονα άρχισα να ακούω πιο σοβαρά την country μουσική ώσπου ανακάλυψα τον Hank Williams. Όλα αυτά μου έδωσαν έμπνευση σε τραγούδια όπως το "Factory" και "The Promised Land" αλλά και ένα σύνθημα που με χαρακτηρίζει πλέον και λέει: "Ανατίναξε τα όνειρα που σπάζουν την καρδιά σου. Το "Darkness On The Edge Of Town" ήταν ο δικός μου Σαμουράι δίσκος. Όλα ψυχικά απογυμνωμένα για την μεγάλη μάχη".
Κάπως έτσι περίγραψε ο Bruce Springsteen με ποιο τρόπο βίωσε την ηχογράφηση του εμβληματικού του, άλμπουμ "Darkness On The Edge Of Town" στη φημισμένη αυτοβιογραφία του "Born to Run" το 2016".
Παράλληλα την ίδια αυτή πολύ δύσκολη περίοδο για τον Bruce, αποκαλύπτεται στην συγκεκριμένη αυτοβιογραφία, ότι έβλεπε ταινίες των John Ford, Howard Hawks και John Huston και διάβαζε τα μυθιστορήματα των John Steinbeck και John Dos Passos που του είχε δώσει ο φίλος του και μετέπειτα παραγωγό του Jon Landau. Οι κοινωνικές ανησυχίες μιας σκληρής καθημερινότητας της κατώτερης και μεσαίας τάξης που απέρρεαν μέσω της τέχνης από όλους τους παραπάνω δημιουργούς έγιναν και ανησυχίες του Springsteen για τις οποίες άρχισε να αισθάνεται παθιασμένος και ταυτισμένος μαζί τους.
Όλη αυτή η δύσκολη κατάσταση που ζούσε ο Springsteen με τις διαμάχες με το άγχος που του είχε δημιουργήσει η τεράστια επιτυχία του "Born to Run", αντικατοπτρίζονται στην συγγραφή των στίχων του με αποτέλεσμα το γράψιμό του να γίνει πιο άμεσο και σίγουρα πιο ανθρώπινο.

 
 

Το "Darkness on the Edge of Town" σηματοδότησε το τέλος ενός τριετούς χάσματος του Bruce με τον πρώην μάνατζερ του, Mike Appel και τις νομικές μάχες που προέκυψαν από τις συμβατικές υποχρεώσεις που είχε μία τέτοια συνεργασία.
Οι συγκρούσεις είχαν ξεκινήσει από τις ηχογραφήσεις του "Born to Run" (1975) αφού ήδη υπήρχε αρνητικό κλίμα στην επαγγελματική τους σχέση με τον Springsteen να προσπαθεί να τον αντικαταστήσει με τον παραγωγό Jon Landau.
Η διένεξη τους, τελείωσε οριστικά με εξωδικαστικό συμβιβασμό. Ο Appel έπειτα, δεν μπόρεσε να κάνει περαιτέρω επιτυχία και στη συνέχεια συν-έγραψε, με τον Marc Eliot, το βιβλίο Down Thunder Road (1992) για τις εμπειρίες του με τον Springsteen αλλά άθελα του βοήθησε τον Bruce μέσω αυτής της δοκιμασίας να βελτιωθεί καλλιτεχνικά και να ηχογραφήσει τα επόμενα χρόνια μία σειρά εξαιρετικών δίσκων.
Ανακάμπτοντας ο Springsteen από τα νομικά προβλήματα και αντιλαμβανόμενος πως έπρεπε με κάθε κόστος να διαχειριστεί την μεγάλη επιτυχία του "Born to Run", προχώρησε ένα ακόμη δισκογραφικό σκαλοπάτι στην καριέρα του ηχογραφώντας το λιγότερο εμπορικό άλμπουμ αλλά συνάμα αριστουργηματικό, "Darkness on the Edge of Town".
Σε αντίθεση με το "Born to Run", τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν από ένα πλήρες συγκρότημα τους περίφημους E Street Band, σε στίχους φυσικά του Springsteen ενώ ο κιθαρίστας Steven Van Zandt βοήθησε σημαντικά εκτός από τις ενορχηστρώσεις και στην παραγωγή του άλμπουμ. 
Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του "Darkness On The Edge of Town", ο Springsteen έγραψε πάρα πολλά τραγούδια που τελικά κατέληξαν να μην μπουν στο άλμπουμ. Η διατήρηση της θεματικής αίσθησης του δίσκου ήταν πολύ σημαντική για αυτόν και τα τραγούδια συσσωρεύτηκαν επειδή οι ηχογραφήσεις συνεχίστηκαν για σχεδόν ένα χρόνο.
Η αρχική ιδέα ήταν να ονοματιστεί το άλμπουμ "Badlands" και ετοιμάστηκε να κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο του 1977,  αλλά απορρίφθηκε την τελευταία στιγμή από την Springsteen, επειδή πίστευε ότι δεν είχε ολοκληρώσει όπως είχε ονειρευτεί  τις ηχογραφήσεις οι οποίες τελικά τελείωσαν τον Ιανουάριο, αλλά η μίξη συνεχίστηκε τρεις επιπλέον μήνες. 
Σύμφωνα με τον θρυλικό παραγωγό Jimmy Iovine (συμμετείχε ως τεχνικός στο άλμπουμ), ο Springsteen έγραψε τουλάχιστον 70 τραγούδια κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου με τα 52 από αυτά να είναι ολοκληρωμένα και τα υπόλοιπα 18 να μην έχουν ολοκληρωθεί. 


Ορισμένα από αυτά θα βρουν το δρόμο τους σε άλμπουμ φίλων του, όπως της Patti Smith με το κλασικό "Because The Night" που βρίσκεται στο δίσκο "Easter" (1978), ενώ άλλα βρέθηκαν στο μετέπειτα  δικό του άλμπουμ "The River" (1980). 
Παράλληλα μερικά άλλα όπως το "Fire" τα δώρισε στον Robert Gordon και στις The Pointer Sisters, το "Rendezvous" στον Greg Kihn και δύο ακόμη κομμάτια στους Southside Johnny & Asbury Jukes, τα "Hearts of Stone" και "Talk to Me".
Ορισμένα άλλα τραγούδια όπως "Independence Day", "Drive All Night", "Ramrod" και "Sherry Darling" θα εμφανιστούν στο επόμενο άλμπουμ του "The River", ενώ μερικά ακόμα θα εμφανιστούν στις συλλογές του Springsteen με τίτλο "The Promise" (2010).
Πολύς λόγος επίσης έγινε για την περίφημη φωτογραφία του δίσκου που έχει από πίσω της μία ενδιαφέρουσα ιδέα.
Η φωτογραφία του εξώφυλλου αλλά και όσες υπάρχουν στο εσωτερικό του δίσκου τραβήχτηκαν από τον φωτογράφο Frank Stefanko μέσα στο σπίτι του στο Haddonfield του New Jersey με τον Sprinsteen να δηλώνει:
"Όταν είδα την εικόνα, είπα: Ναι αυτός είναι  ένας τύπος που λέει τα τραγούδια. Ήθελα να είναι αυτό το μέρος του εαυτού μου που είναι στο εξώφυλλο. Ο Frank αφαίρεσε όλη τη διασημότητα και άφησε την ουσία δηλαδή έναν απλό τύπο (και όχι έναν ροκ σταρ) που στέκεται με τα χέρια στις τσέπες του σε ένα παραμελημένο διαμέρισμα, ενσαρκώνοντας αυτή την ωμή εικόνα του δίσκου".
Το "Darkness on the Edge of Town" κυκλοφόρησε τελικά στις 2 Ιουνίου 1978 και το άλμπουμ δεν είχε την ανάλογη εμπορική επιτυχία του "Born to Run", αλλά τα πήγε αρκετά καλά στα charts, φτάνοντας Νο. 5 (στο Billboard 200) και πούλησε περισσότερα από τρία εκατομμύρια αντίγραφα. Τα single του άλμπουμ ήταν μέτριες επιτυχίες με το το "Prove It All Night" να φτάνει στο No. 33 και το "Badlands" στο No. 42. Γενικά το άλμπουμ παρέμεινε στα charts για 97 εβδομάδες και κατάφερε να γίνει τριπλά πλατινένιο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το άλμπουμ κατατάχθηκε στο νούμερο 1 μεταξύ των "Albums of the Year" για το 1978 από τον NME.
Το περιοδικό Rolling Stone, και ο συντάκτης Dave Marsh περιέγραψε, το "Darkness on the Edge of Town" ως ένα ορόσημο στο ροκ εν ρολ λόγω της σαφήνειας της παραγωγής του, της μοναδικής κιθάρας του Springsteen και του προγραμματισμού, τον οποίο είπε ότι κατόρθωσε να συνδέει τους χαρακτήρες και τα θέματα με έναν λεπτό αλλά συνεκτικό τρόπο.
Ο Marsh παρατήρησε ότι: "Αυτό που πάντα έλεγαν ήταν ότι κάποια μέρα ο Bruce Springsteen θα έκανε rock & roll που θα συγκλόνιζε τις ψυχές των ανθρώπων και θα τους έκανε να αμφισβητήσουν την κατεύθυνση της ζωής τους. Θα έκανε, εν συντομία, όλα τα υπέροχα πράγματα που το Rock είχε υποσχεθεί να κάνει".
Οι περισσότερες κριτικές  για το άλμπουμ είναι διθυραμβικές και κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι το "Darkness on the Edge of Town" περιλαμβάνει ένα μίγμα από σκληρές αλήθειες που αφορούν την εργατική τάξη των ΗΠΑ δοσμένα με μία μοναδική τρυφερότητα όπου o Springsteen αφηγείται την αμερικανική ζωή του κόσμου της σκληρής εργασίας μέσω της δικής του απεικόνισής. Αυτή η καθημερινότητα περιγράφεται από τον Bruce άλλοτε χαρούμενη και άλλοτε σαν καταραμένη.
Ορισμένοι άλλοι κριτικοί προσέγγισαν διαφορετικά το άλμπουμ αναφέροντας ότι ηχητικά είναι:
"επηρεασμένο από το punk-rock συνδυασμένο με τον παραδοσιακό αμερικάνικο ήχο" ενώ άλλοι το προσεγγίσανε μάλλον πιο εύστοχα αναφέροντας ότι: "Το Darkness on the Edge of Town" έδειξε πως κάποιος θα μπορούσε να παντρέψει πετυχημένα το hard rock με το πιάνο και το σαξόφωνο".
 Βέβαια στο γαϊτανάκι των κριτικών μπήκαν μέχρι και οι διανοούμενοι όπως ο συγγραφέας Rob Kirkpatrick που το θεωρούσε ως: "το άλμπουμ στο οποίο ο Springsteen αφήνει την R&B πίσω και ριζώνει σταθερά στον κόσμο τoυ σκληρού ροκ, των seventies!"
                                           
                
                                        - Τα τραγούδια του άλμπουμ -
Ο δίσκος ξεκινά με το περίφημο "Badlands" όπου ουσιαστικά είναι αποτέλεσμα ενός αυτοσχεδιασμού σε μία πρόβα που έκανε Bruce με τη μπάντα του, στο στούντιο παραλλάσσοντας το θρυλικό "Don't Let Me Be Misunderstood των Animals.
Με την προσθήκη της απίθανης εκτέλεσης του σαξόφωνου του Clarence Clemons, του έντονου μελωδικού πιάνου και την ορμητική ερμηνεία του Springsteen δημιουργείται μία αξέχαστη ηχητική πανδαισία με όλη την E Street Band να αποδίδει εξαιρετικά.
Παράλληλα υπάρχει και μία ενδιαφέρουσα στιχουργική παράμετρος του "Badlands" αφού σύμφωνα με τον ίδιο τον δημιουργό είναι επηρεασμένο από το κομμάτι "King of the Whole Wide World" του Elvis Presley που παιζόταν στην ταινία
Kid Galahad (1962) στις οποίες  βλέπουμε και θρησκευτικές αναφορές  ενώ για την ιστορία ο κιθαρίστας των The Who, Pete Townshend, το είχε χαρακτηρίσει το "σαν μία προσευχή επί σκηνής".
"Well, I believe in the love that you gave me
I believe in the faith that can save me
I believe in the hope and I pray
That someday it may raise me
Above these"
 
Ακολουθεί  το πιο ροκ κομμάτι του άλμπουμ, το δυναμικό "Adam Raised a Cain" σε μία οργισμένη ερμηνεία με τις κιθάρες να σπέρνουν φωτιές και με τους στίχους να έχουν βιβλικές αναφορές προσπαθώντας να εξηγήσουν την σχέση μεταξύ πατέρα και γιου.
Ο Springsteen αποκαλεί αυτό το τραγούδι: "Συναισθηματικά αυτοβιογραφικό. Η πραγματική μας σχέση ήταν πιθανώς πιο περίπλοκη από το πώς την παρουσίασα. Αυτό το τραγούδι μιλούσε για την σχέση που είχα με τον πατέρα μου εκείνη την εποχή, επειδή δεν μίλησε και δεν μιλήσαμε πολύ".
Ο Springsteen και οι E Street Band κυκλοφόρησαν μια μεγαλύτερη έκδοση του τραγουδιού στο live άλμπουμ τους το 1986 "Live / 1975–85" σε μία όντως φοβερή εκτέλεση.
Η συνέχεια ανήκει στο συγκλονιστικό "Something in the Night" που ξεκινά με πιάνο και την φωνή του Springsteen σαν λυγμό-μοιρολόι, η οποία μετά και από μπάσιμο του Weinberg στα τύμπανα μετατρέπεται σε ανατριχιαστική ροκ ψαλμωδία με αποκορύφωμα το σημείο που λέει...
"Nothing is forgotten or forgiven,
when it's your last time around,
I got stuff running 'round my head

That I just can't live down".
 
Επόμενη σύνθεση το "Candy's Room" που εξιστορεί το πορτρέτο της λαγνείας που εδώ  απεικονίζεται  στο πρόσωπο μία πόρνης ή στην σχέση μιας βραδιάς ηδονής. Την δυναμική του κομματιού, την δίνουν τα ασταμάτητα και καταγιστικά τύμπανα του Weinberg, όπου μαζί με την κιθάρα δημιουργούν ένα συνεχόμενο ροκ οργασμό.
 
 
Η μπαλάντα "Racing in the Street" ξεκινά πάλι με ένα όμορφο θέμα στο πιάνο από τον Roy Bittan. 
Το “Racing in the Street” είναι μια υπέροχη αφήγηση και ένα υπέροχο τραγούδι. Οι στίχοι μιλούν για την ερήμωση, τις χαμένες πιθανότητες και τα πράγματα που κάνουν οι απελπισμένοι μόνο για να ζήσουν, τόσο στον κόσμο όσο και με τον εαυτό τους.
Ο Springsteen δίνει σε αυτά τα λόγια ζωή και ανάσα αποκαλύπτοντας την επιθυμία των Αμερικανών ανδρών για ελευθερία από την ευθύνη, όπως συμβολίζεται από την ικανότητα της οδήγησης με ένα ταχύτατο αμάξι. Η ιστορία εμπλουτίζεται με μία ρομαντική ματιά για ένα θλιμμένο κορίτσι που ταλαιπωρείται από τα συναισθήματα της. Ένα τραγούδι που λατρεύτηκε από τους  Bob Dylan και Joe Strummer (Clash) ενώ εντοπίζονται και επιρροές από Martha and the Vandellas, Van Morrison και The Crystals.
To "The Promised Land" κινείται στο γνωστό αγαπημένο ροκ μοτίβο της E Street Band και αποτίει φόρο τιμής στο τραγούδι του Chuck Berry με τίτλο "Promised Land" με την φυσαρμόνικα να δίνει ένα πιο συγκινησιακό τόνο στο κομμάτι.
Στο ντοκιμαντέρ "The Promise: The Making of Darkness On the Edge of Town", ο Springsteen είπε ότι το τραγούδι αφορά:
"το πώς τιμούμε την κοινότητα και τον τόπο από τον οποίο ήμαστε".  Στο ίδιο ντοκιμαντέρ ο Springsteen σημείωσε ότι στοιχεία του τραγουδιού αντικατοπτρίζουν τη δική του κατάσταση όταν το έγραψε. Δεν μπορούσε να ηχογραφήσει ένα νέο άλμπουμ λόγω των νομικών προβλημάτων και ένιωθε αδύναμος, ανίκανος να κάνει ό, τι ήθελε. Το τραγούδι αντικατοπτρίζει την αίσθηση της απόγνωσης, αλλά και της ανθεκτικότητας και της αποφασιστικότητας και της επιθυμίας να ξεπεράσει τους περιορισμούς που ένιωθε εκείνη τη στιγμή.


Το "Factory" είναι μια ήσυχη, προσωπική ωδή στον πατέρα του στον σκληρό τρόπο της εργασιακής του ζωής και όπως και στο "Adam Raised a Cain" έτσι και το "Factory" αφορούν σχέσεις πατέρα-γιου και ούτω καθεξής.
Μία σαγηνευτική λιτή μελωδία και ερμηνεία...

"Early in the morning factory whistle blows,
Man rises from bed and puts on his clothes,
Man takes his lunch, walks out in the morning light,
It's the working, the working, just the working life.
 
Through the mansions of fear, through the mansions of pain,
I see my daddy walking through them factory gates in the rain,
Factory takes his hearing, factory gives him life,
The working, the working, just the working life.
 
End of the day, factory whistle cries,
Men walk through these gates with death in their eyes.
And you just better believe, boy,
somebody's gonna get hurt tonight,
It's the working, the working, just the working life".
 
Στο αργόσυρτο "Streets of Fire" διαπιστώνει κανείς εύκολα από που έχει επηρεαστεί ο Bono (U2) ενώ το κιθαριστικό σόλο σε blues ύφος ακούγεται καθηλωτικό. Μία ερμηνεία που όσο φτάνει το κομμάτι προς το τέλος όλο γίνεται και πιο εκρηκτικό και σίγουρα πιο πονεμένο.
Το "Prove It All Night" θυμίζει στιγμές από τα "Rosalita (Come Out Tonight)" και "Thunder Road" εμπλουτισμένο με μία νεανική ερωτική διάθεση και ένα υπέροχο ρεφρέν. Το σόλο στο σαξόφωνο και το κιθαριστικό σόλο  κάνει την σύνθεση ακόμη πιο χαρούμενη.
Πάντως τον επίλογο του "Prove It All Night" θα τον βρείτε σε κάποιες από τις μεγάλες επιτυχίες των Bon Jovi.

To άλμπουμ κλείνει με το ομότιτλο "Darkness On The Edge of Town" όπου περιέχει μία εκπληκτική μελωδία, με το πιάνο να δημιουργεί μία κατανυκτική διάθεση και τον Springsteen να δίνει για ακόμη μια φορά ρεσιτάλ παθιασμένης ερμηνείας.
Συνοπτικά τα τραγούδι απεικονίζει τους αγώνες των λιγότερα τυχερών ανθρώπων, όχι μόνο για να επιβιώσουν, αλλά για να διατηρήσουν το πνεύμα και τη βούλησή τους να παραμείνουν ζωντανοί και ενεργοί.
"Well now some folks are born into a good life,
And other folks get it anyway, anyhow,
Well now I lost my money and I lost my wife,
Them things don't seem to matter much to me now.
Tonight I'll be on that hill 'cause I can't stop,
I'll be on that hill with everything I got,
With lives on the line where dreams are found and lost,
I'll be there on time and I'll pay the cost,
For wanting things that can only be found
In the darkness on the edge of town.
In the darkness on the edge of town."
 
 
                                                ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Για τους περισσότερους οπαδούς του Bruce, το "Darkness on the Edge of Town" παραμένει μια αξεπέραστη και συγκλονιστική ακρόαση. Ο ήχος, ο ρυθμός, οι ερμηνείες ενός καλλιτέχνη που ακονίζει την τέχνη του και λέει τις ιστορίες με μία εκλεπτυσμένη ωριμότητα καθώς ασχολείται με θέματα που σχετίζονται κυρίως με την απώλεια της δύναμης και της ψυχής της εργατικής τάξης. Αυτό είναι ένα άλμπουμ με αίμα, ιδρώτα, δάκρυα και πολύ καρδιά. Ένα αριστούργημα που αξίζει το ίδιο επίπεδο προσοχής με το ονειρικό "Born To Run", το πολιτικοποιημένο "Born In The USA", ακόμη και με το ποιητικό "Nebraska".
Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Springsteen, "μέχρι το τέλος του σκοταδιού, βρήκα την φωνή της ενηλικίωσης μου".
 
Υ.Γ.: Η Επανέκδοση σετ κουτιού με τίτλο "The Promise: The Darkness on the Edge of Town Story" κυκλοφόρησε στις 16 Νοεμβρίου 2010.  Το σετ 6 δίσκων περιλαμβάνει 3 CD και 3 δίσκους DVD ή Blu-ray. Περιέχει μια αναδιαμορφωμένη έκδοση του άλμπουμ "Darkness on the Edge of Town", ένα νέο άλμπουμ 2 CD, με τίτλο "The Promise", το οποίο περιέχει 22 προηγουμένως ακυκλοφόρητα κομμάτια και ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο "The Promise: The Making of Darkness on the Edge of Town" και δύο DVD ζωντανών παραστάσεων. Το σετ της πολυτελής επανέκδοσης περιέχει επίσης ένα βιβλιαράκι 80 σελίδων από τα πρωτότυπα σημειωματάρια του Springsteen που περιλαμβάνουν άγνωστες λεπτομέρειες και προσωπικές του σημειώσεις.
Το  The Promise: The Darkness on the Edge of Town Story" κέρδισε το βραβείο Grammy 2012 για το πακέτο Best Boxed ή Special Limited Edition. 
 
Φώτης Μελέτης