Wishbone Ash: "Everybody's talking, front page news" (μέρος 2ο)
Thursday

15Jan

Wishbone Ash: "Everybody's talking, front page news" (μέρος 2ο)

Δημοσιεύθηκε από:

15/01/2015

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

5505
Είναι αλήθεια το ροκ μαγνήτισε εκατομμύρια ανά την υφήλιο μέσα από τις εκτυφλωτικές προσωπικότητες των τραγουδιστών, των σαμάνων που γίνονταν παρανάλωμα πάνω στη σκηνή και οδηγούσαν τα πλήθη σε θρησκευτικού τύπου εμπειρίες. Όμως την ίδια στιγμή, το αναπόδραστο ηχητικό γράπωμά του στον ακροατή καθώς και η μακροβιότητα της ταυτότητας του ήχου του οφείλεται πρωτίστως στις κιθάρες.
Τις άλλοτε δυνατές, εξωστρεφείς και καλπάζουσες, άλλοτε φευγάτες, κελαηδιστές, αχνές, οραματικές. Αυτή είναι μια ματιά στην ιστορία ενός συγκροτήματος χωρίς frontman, ενός συγκροτήματος ενορχηστρωτών και μουσικών, υπεύθυνων -πολύ περισσότερο απ΄ότι συνήθως αναφέρεται- για την βαθιά εντύπωση αυτής της ηχητικής ταυτότητας στο υποσυνείδητο ολόκληρων γενεών. Των Wishbone Ash.
Ο γκρίζος, δύσθυμος αγγλικός ουρανός δεν φημίζεται για τα κύματα νοσταλγίας που προκαλεί. Ενθουσιασμένοι από τα θέλγητρα του ηλιόλουστου Μαϊάμι, οι Ash αποφασίζουν να εγκατασταθούν στις Η.Π.Α. και σαν άλλοι έποικοι, επιλέγουν τo κοσμοπολίτικο Westport του Connecticut, ούτε 80 χιλιόμετρα μακριά από τη Νέα Υόρκη, στην περιοχή που ονομάζεται «Νέα Αγγλία».
 Μετά από μια ανοιξιάτικη περιοδεία με τους ραγδαία ανερχόμενους Aerosmith, μεγαλεπήβολα σχέδια ακολουθούν. Ο αεικίνητος Miles Copeland βάζει μπροστά μια μακρά περιοδεία πολλών αστέρων. Υπό τη φίρμα "Startrucking Tour", οι Ash εμφανίζονται σε Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ισπανία, Γαλλία, Ελβετία και Αυστρία μαζί με Mahavishnu Orchestra, Soft Machine, Caravan, Climax Blues Band και Rory Gallagher.
Όμως το μεγάλο όνομα είναι ο Lou Reed, που αποσύρεται τελευταία στιγμή, υπό τις αποδοκιμασίες της ροκ κοινότητας για το "Metal Machine Music".
Η περιοδεία πάει άπατη και ο Copeland υποχρεώνεται σε πτώχευση. Μια συνάντηση με τον μάνατζερ καλείται εκτάκτως και από το Σεπτέμβριο του '75 οι δρόμοι τους χωρίζουν, με τον ντράμερ Steve Upton να χειρίζεται πλέον και την εκπροσώπηση του γκρουπ. Τον Νοέμβριο μπαίνουν στα Atlantic Studios της Νέας Υόρκης με παραγωγό τον Tom Dowd, διάσημο ήδη από τη δουλειά του με τον Eric Clapton και τους αλητήριους λάτρεις του bourbon με το όνομα Lynyrd Skynyrd.
To "Locked In" (Απρίλιος 1976, UK#36, US#136) όμως, είναι απογοητευτικό. Στο εξώφυλλο, το γκρουπ «κλειδωμένο» μέσα σε ένα φινιστρίνι, με φόντο τους ουρανοξύστες του Νέου Κόσμου, δεν θα μπορούσε να είναι πιο εύγλωττο.
Με «νερωμένο», soft, ήχο και ανέμπνευστα mid-tempo κομμάτια (μετά βίας ξεχωρίζει το "Rest In Peace"), οι κριτικοί το απαξιώνουν δίκαια και το κοινό το αγνοεί.
Μετά από μια μικρής κλίμακας περιοδεία στην Αμερική, γρήγορα έρχεται η ώρα της ανασύνταξης. Στα τέλη του ίδιου καλοκαιριού, στο στούντιο που έχει φτάξει στο σπίτι του στο Connecticut o Martin Turner, με φορητό εξοπλισμό ηχογράφησης και με παραγωγούς τους Ron και Howie Albert, προσπαθούν να γράψουν όλοι μαζί.
 
 
 

Τον Οκτώβριο του '76 ζεσταίνονται με μια περιοδεία στην Ιαπωνία που πάντα υποδέχεται τους δυτικούς ροκ ήρωες με εκτός τόπου και χρόνου beatlemania και με την πρώτη τους περιοδεία στην Αγγλία εδώ και δύο χρόνια.
Όμως το "New England" (Δεκέμβριος '76, UK#22, US#154), πέρα από ένα ακόμη υπαινικτικό μαυρόασπρο εξώφυλλο από την Hipgnosis, είναι το ίδιο -αν όχι περισσότερο- βαλτωμένο σε άτονες slow απόπειρες -σαν Eagles υπό hangover (τo βαρυκόκκαλο "Runaway" και το τετριμμένο "Lorelei" δεν αρκούν για να περισώσουν την κατάσταση). Μια ακόμη εκτεταμένη περιοδεία ακολουθεί, για να αποδειχθεί ότι ακόμη παραμένουν δημοφιλείς στο αγγλικό κοινό, παρ΄ότι το πανκ, αγριεμένο, αρχίζει να σηκώνει κεφάλι.
 
 
 

 Τον Μάϊο του '77 η MCA κυκλοφορεί ένα "best" με τίτλο "Classic Ash" που προσπαθεί ατυχώς να συγκεντρώσει «επιτυχίες» μέσα σε 9 επιλογές από 7 τόσο διαφορετικά άλμπουμ, ενώ μάνατζερ του γκρουπ αναλαμβάνει ο John Sherry, ατζέντης των περιοδειών τους για χρόνια. Το καλοκαίρι του '77, μπαίνουν πάλι στα Criteria Sound Studios (παραγωγοί και πάλι οι Ron και Howie Albert) και ηχογραφούν το όγδοο άλμπουμ τους.
Στα διαλείμματα, εμφανίζονται στις 11 Ιουνίου στο Pink Pop Festival στην Ελβετία μπροστά σ΄ένα κοινό 30.000 ατόμων, το μεγαλύτερό τους μέχρι τότε σαν headliners, καθώς και σε επιλεγμένες πόλεις σε Αγγλία και Ευρώπη.
Το "Front Page News" (Νοέμβριος 1977, UK#31, US#166), με εξώφυλλο σαν tabloid και οπισθόφυλλο που παραπέμπει στο κλίμα χαλάρωσης και απόλαυσης μέσα στο οποίο οι Αγγλάρες είναι πλέον απορροφημένοι στον ηλιόλουστο Νέο Κόσμο, είναι συνεπές στον «Αμερικάνικο» ήχο του, αλλά με πιο σαφή τραγουδοποιία, τον καλύτερο ήχο από τότε που εγκαταστάθηκαν στην Αμερική και ποικιλία στην ενορχήστρωση.
Ο Wisefield γράφει το μελιστάλαχτο yacht rock "Goodbye Baby, Hello Friend", ο Turner το "Come In From The Rain", ενώ το ομώνυμο, το "Heartbeat" και το "Diamond Jack" είναι διαμαντάκια στη δισκογραφία τους. Με νέα συμφωνία παγκόσμιας διανομής με την MCA, κάνουν περιοδεία στην Αγγλία, με αποκορύφωμα ένα sold out Wembley Empire Pool. Παρά ταύτα, παραμένουν ένα πολύ διαφορετικό συγκρότημα από τα μυστηριώδη έπη της αρχής της δεκαετίας.
 
 
 

 
  Την Άνοιξη του '78, το γκρουπ, έχοντας ολοκληρώσει έναν τριετή κύκλο ζωής στην Αμερική χωρίς να κατορθώσει να κερδίσει τους γιάνκηδες στο βελούδινο παιχνίδι τους, επανεγκαθίσταται στα πάτρια εδάφη, ενώ μόλις λίγους μήνες αργότερα οι Sex Pistols τινάζουν τα πέταλα κάπου στο Τέξας.
Ο νέος δίσκος, το "No Smoke Without Fire" (11/11/1978, UK#43), έχει - για πρώτη φορά μετά το "Argus"- στο πηδάλιο της παραγωγής τον Derek Lawrence, ένα ακόμη φευγάτο Hipgnosis εξώφυλλο και ακραιφνώς «βρεττανικό», στιβαρό, ήχο. Το κλασσικό "You See Red" ανήκει στον Wisefield, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ, οι κιθαριστικές αρμονίες επανεμφανίζονται, ενώ συνειδητά επιστρέφουν και οι πιο σύνθετες φόρμες ("Stand And Deliver"), με αποκορύφωμα το "The Way Of The World (Part 1 & Part 2)" που πατά χωρίς συμπλέγματα στα χνάρια του "Phoenix". Παρά την περιδίνιση του μουσικού τύπου και της βιομηχανίας στον μετα-πανκ ανεμοστρόβιλο (μέχρι και ο Miles Copeland, που ανανήπτει οικονομικά αρχίζει να εκπροσωπεί και να προωθεί μέσα από τη νέα του εταιρία τον «νέο» ήχο, κυρίως, δε, το συγκρότημα του αδελφού του, τους Police), οι Ash κάνουν sold-out περιοδεία στην Αγγλία και στην στην Ιαπωνία (Μάρτιο του '79), όπου γράφονται οι εμφανίσεις που αργότερα θα αποτελέσουν το "Live In Tokyo".
 
 
 

Αναλώνουν τους επόμενους έξι μήνες ηχογραφώντας το 10ο άλμπουμ τους στο Surrey Sound Studios, σε παραγωγή του Martin Turner, του μάνατζερ John Sherry  και της μπάντας συλλογικά. Το "Just Testing" κυκλοφορεί την αυγή της νέας δεκαετίας (Φεβρουάριος 1980, UK#41, US#179) και είναι η φυσική συνέχεια του "No Smoke".
Ένα ακόμη κλασσικό κομμάτι του Wisefield (σε συνεργασία με την Claire Hammil, που έκανε και guest φωνητικά στο άλμπουμ) ανοίγει το δίσκο (κυκλοφόρησε και σαν single), το "Lifeline" υπενθυμίζει ποιοί εφηύραν τις διπλές κιθάρες, με τα "Hunting Me" (του Turner) και "Helpless" να φανερώνουν μια ευσύνοπτη μελωδική φλέβα που θα τους ήταν χρήσιμη στους αλλαγμένους μουσικούς καιρούς που ξεκινούσαν.
 
 
 

Όμως, το 1980, χρονιά που το heavy metal έκανε την αναπότρεπτη απόβασή του στην Γηραιά Αλβιόνα, οι Wishbone Ash, άρτι τριανταρήσαντες, είναι πια μια μουσική υποσημείωση. Οι εμφανίσεις σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ παραμένουν ικανοποιητικές (τελευταία εμφάνισή τους στο φεστιβάλ του Colmar στη Γαλλία, 20 Σεπτεμβρίου του 1980), αλλά η φαεινή ιδέα του μάνατζερ να βρουν -μετά από δέκα χρόνια καρριέρας- έναν κανονικό frontman βρίσκει απήχηση στα υπόλοιπα μέλη και σερβίρεται στον Turner ως δεδομένη. Αρνούμενος να περιοριστεί σε καθήκοντα μπασίστα και νιώθοντας προδομένος από τους συνοδοιπόρους του, ο Martin Turner αποχωρεί από το γκρουπ, δηλώνοντας αρχικά ότι θα ασχοληθεί με την παραγωγή.
Αντικαθίσταται προσωρινά από τον πολύπειρο John Wetton (γνωστό μεταξύ άλλων γνωστό από τους King Crimson, Uriah Heep και Roxy Music), ενώ η MCA δεν λέει όχι για ένα δεύτερο live ("Live Dates 2", τον Οκτώβριο του '80, με ζωντανό υλικό από την περιοδεία της ίδιας χρονιάς).
 
 
 
To be continued...


Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites