Vixen: “…These Girls Are For Real!”
Monday

21Jan

Vixen: “…These Girls Are For Real!”

Δημοσιεύθηκε από:

21/01/2019

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

4299
Γεννημένη στο St. Paul της Minessota το Νοέμβριο του ’53, πριν καν ο Elvis σημειώσει την πρώτη του επιτυχία, η Janice Lynn Kuehnemund δεν ήταν μια ακόμη ξανθιά πιτσιρίκα με μπλε μάτια και γαλλική μύτη.
Μεγάλωσε σε οικογένεια μουσικών κι έμαθε μουσική μέσα από τα πρώτα της μαθήματα πιάνου. Στην τετραμελή της οικογένεια όλοι έπαιζαν τουλάχιστον ένα όργανο, κανείς όμως κιθάρα.  Έναν μήνα αφ’ ότου είχε συμπληρώσει τα 6 της χρόνια, ο πατέρας της άφησε κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μια κλασσική κιθάρα, δώρο για την Jan. «Άνοιξα με λαχτάρα την καφέ δερμάτινη θήκη. Ήταν αυτό που λένε “έρωτας με την πρώτη ματιά”».
Η καλύτερή της φίλη έπαιζε κιθάρα και κείνη. Άρχισαν μαζί να κάνουν τις πρώτες τους εμφανίσεις σαν ντουέτο: Στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν η γιαγιά της. Λίγο αργότερα, στη γειτονιά της, με τη μπάντα του μεγαλύτερου αδελφού της και των φίλων του. Τότε ήταν που της ήρθε για πρώτη φορά η ιδέα. «Ωραίο θά’ τανε νά’ φτιαχνα μια μπάντα μόνο με κορίτσια».

Πριν ακόμη τελειώσει το σχολείο το είχε κιόλας επιχειρήσει και ονόμασε την μπάντα της Vixen. Πιστή στην αρχική της ιδέα, κράτησε το combo με θηλυκό πλήρωμα, κάτι όχι και τόσο εύκολο για την στριφνή πολιτεία των Δίδυμων Πόλεων στις αρχές του '70. Για τουλάχιστον 5 χρόνια οι Vixen είχαν παίξει σε κάθε μέρος της Minnesota που διέθετε πάλκο, ανάμεσά τους και στα θεωρούμενα πρώτης γραμμής  : Cabooze, Duffy’s, Τhe Union. Τα όνειρα της Jan άρχισαν να κάνουν ομόκεντρους κύκλους. Ήταν σίγουρη.
Θα έπαυαν να έχουν νόημα, αν δεν μπορούσε να τα βάλει ν’ αναμετρηθούν με την πραγματικότητα ενός επαγγελματία. Το 1981 τη βρίσκει να μετακομίζει στο L.A., τη γη των ονείρων για κάθε ροκ μουσικό, σε μια σκηνή που έσφυζε από ενέργεια. Κράτησε το όνομα της μπάντας και άλλαξε πολυάριθμες συμπαίκτριες. Έκανε scouting η ίδια, πηγαίνοντας να δει κάθε ροκ μπάντα με έστω κι ένα θηλυκό μέλος.

 

Tο ’83, συναντά την 21χρονη τραγουδίστρια Janet Gardner, κόρη αξιωματικού της αμερικάνικης αεροπορίας. Η Janet, πέρα από μια καλοζυγισμένη φωνή, παίζει κιθάρα και σκαρώνει στίχους. Θα γίνει η βασική της συνεργάτις, καθώς μοιράζεται μαζί της μια αντίληψη για τα πράγματα που η Jan έψαχνε διακαώς να βρει στην ιδανική της συνεργάτη.
«Δεν περνούσε καν από το μυαλό μας η πιθανότητα να μην τα καταφέρουμε».

Η γεννημένη την ίδια μέρα με την Gardner -17/3/62- ντράμερ Roxy Petrucci κόλλησε μαζί τους γύρω στο ’85. Πέρα απ’ το ότι ήταν χωρίς σοβαρό αντίπαλο η πιο αθλητική και επιδέξια ντράμερ στη δυτική ακτή, είχε ήδη τη σημαντική εμπειρία του να έχει δισκογραφήσει για μια κανονική πολυεθνική εταιρία. Ένα χρόνο πριν, το ντεμπούτο των Madame X, όπου έπαιζε με την αδελφή της Maxine στην κιθάρα, είχε κυκλοφορήσει κανονικά από την CBS κι είχε γεννήσει το μικρής εμβέλειας hit “High In Highschool”. Mετά από πολλές αλλαγές προσώπων, τελευταία στη σύνθεση των Vixen μπήκε το ’87 η γεννημένη στις 21 Μαρτίου του ’63 στη Μιννεσότα Share Pedersen στο μπάσο.
«Κάναμε ωντισιόν για πολλές και διάφορες εταιρίες. Κάναμε demo, τα στείλαμε παραέξω, δε βλέπαμε φως από πουθενά. Μας λέγαν “Μας δουλεύετε; Βρείτε άντρες μουσικούς και σεις απλά στηθείτε μπροστά απ’ το μικρόφωνο και τραγουδήστε»”. Από την αρχή τους το ξεκαθαρίζαμε. Εμείς δεν κάνουμε τέτοια».

Τη νοοτροπία αυτή μπορεί κανείς να διακρίνει για μερικά δευτερόλεπτα στο πρόσωπο και της Roxy Petrucci, που εμφανίστηκε ανάμεσα σε δεκάδες φερέλπιδες ροκ ν' ρόλερς της δυτικής ακτής στο -θρυλικό  σήμερα- ντοκυμανταίρ της Penelope Spheeris “The Decline Of Western Civilization Part II: The Metal Years” που προβλήθηκε μέσα στο ’88. «Δεν υπάρχει περίπτωση, θα γίνω ροκ σταρ».
«Περάσαμε από πολλά γραφεία μάνατζερ, αλλά κανείς δεν ήταν ο κατάλληλος για μας. Κανείς στην πραγματικότητα δεν ήθελε να μας αναλάβει. Μετά από πολλά, έρχεται μια τύπισσα, κι αυτή από τη Μιννεσότα, μάνατζερ, και μας λέει: ‘Έχω βρει τον κατάλληλο άνθρωπο για σας” . Μιλούσε για τον Allen Kovac της Left Bank Management, Inc. με έδρα το L.A., που είχε συνεργαστεί και με τον Richard Marx. Τον συναντήσαμε. Μας είπε κατευθείαν “με μένα θα υπογράψετε συμβόλαιο". Δεν ήταν εύκολο, αλλά ο τύπος τα κατάφερε. To καλοκαίρι του ’88 υπογράψαμε με την EMI Manhattan».
«Κατευθείαν αντιμετωπίσαμε μεγάλη πίεση για την ηχογράφηση του πρώτου δίσκου. Οι προθεσμίες για να τον ηχογραφήσουμε και να κυκλοφορήσει ήταν ασφυκτικές. Ήταν στην ουσία η πρώτη εμπειρία μας με ονομαστούς παραγωγούς και ανθρώπους της βιομηχανίας. Νιώθαμε υποχρέωσή μας να ανταποκριθούμε, το θεωρούσαμε αυτονόητο ότι θα υπάρξουν θυσίες και σκληρή δουλειά. Είχαμε καταφέρει να υπογράψουμε συμβόλαιο διάολε ! Θα κάναμε ό,τι χρειαζόταν, θα πηγαίναμε όπου χρειαζόταν, θα βάζαμε τα δυνατά μας».
«Ένα πράγμα δεν άλλαζε: Ήμασταν όλες απλά κορίτσια από την Μοντάνα και τη Μιννεσότα και δεν ξέραμε πολλά πράματα απ’ όλο αυτό το πανηγύρι», θυμάται η Janet Gardner.
Καθώς η ηχογράφηση είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, οι υπεύθυνοι της εταιρίας, αποφάνθηκαν ότι «έλειπε το hit» που θα γινόταν η υπογραφή της μπάντας, αυτό που θα γινόταν η ταυτότητα του ήχου τους. O μάνατζερ Allen Kovac, με το δημιουργικό άγχος της τελευταίας στιγμής, στρέφεται στον διασημώτερο πελάτη του. Τον 25χρονο γιο μαέστρου Richard Marx, φρέσκο από την επιτυχία του πολυπλατινένιου ντεμπούτου lp του. «Μπορείς να φτιάξεις γι’ αυτές τις Vixen ένα κομμάτι στα γρήγορα;». Σε χρόνο μηδέν κάθεται κάτω με τον 38χρονο Fee Waybill των δέκα χρόνια πριν διαβόητων φανκ φρικιών The Tubes και φτιάχνουν το “Edge Of A Broken Heart”. Με τον πρώτο δειγματισμό, η εταιρία πείθεται ότι έχει στα χέρια της χρυσάφι.


Το άλμπουμ με τίτλο το όνομά τους και στο εξώφυλλο τη μπότα της Jan Kuehnemund νά’ χει καβαλήσει ένα αρκούντως bad ass δίτροχο κυκλοφορεί το Σεπτέμβριο του ’88.
Εξαπολύεται ως πρώτο single και με πανίσχυρη προώθηση από τύπο και MTV ξεκινά μια ανοδική κούρσα στα τσαρτ. Μέσα σε λίγες εβδομάδες έχει μπει στα τριάντα πρώτα του Billboard (US#26, 19/11/88) και η μπάντα ρίχνεται κατευθείαν σε ήδη εξελισσόμενες τουρνέ:
στο ευρωπαϊκό σκέλος της περιοδείας των Scorpions, με τους Bon Jovi στη θριαμβευτική New Jersey Syndicate Tour σε Αμερική και Καναδά, καθώς επίσης και με τον Ozzy Osbourne που μόλις έχει κυκλοφορήσει το "No Rest For The Wicked".
Για να γεννήσει η κότα τα αναμενόμενα χρυσά αυγά, μια επίλεκτη ομάδα βρίσκεται πίσω από το υλικό του άλμπουμ. Το “I Want You To Rock Me” είναι μια ιδέα της τραγουδίστριας Janet Gardner, όμως περιποιημένη από τον David Cole, ηχολήπτη της Capitol που μέσα στα χρόνια αναβαθμίστηκε σε παραγωγό με σημαντικές επιτυχίες στα άλμπουμ των Bob Seger, Steve Miller Band και του ίδιου του Richard Marx.
To “American Dream” ανήκει στα περισσευούμενα του blues rocker Jon Butcher που παρά τη συνεπή δισκογραφία του δεν έχει κάνει το μεγάλο άλμα. To “Desperate” είναι μια ιδέα που ανήκει στη Jan Kuehnemund, αλλά της πιστώνεται μόνο κατά το 1/3, καθώς άλλοι δύο επαγγελματίες της πιάτσας φέρονται να έχουν στριμώξει το όνομά τους κάτω από το credit του τελικού προϊόντος. Στo αδρό hard rock του “Hell Raisers” – απ’ τα κομμάτια με τα οποία δεκάδες άσημα γκρουπ του L.A. θα προσπαθούσαν να κρατήσουν ζεστό το κοινό του Roxy μια καθημερινή – έχει συμβεί το ίδιο: στη μπάντα ανήκει το ¼ του συνθετικού credit, αφού άλλα τρία ονόματα, μεταξύ των οπoίων αυτό του παραγωγού Spencer Proffer έχουν πιστωθεί με σύνθεσή του.

Το ακαριαίας επίδρασης  “Love Made Me”, κομμένο και ραμμένο για single, φέρει την υπογραφή του Michael Caruso, ενός από τα μεγαλύτερα συνθετικά πιστόλια της βιομηχανίας και της Marcy Levy που 11 χρόνια πριν είχε δώσει το κομμάτι της στον Eric Clapton για να πετύχει εκείνος μια από τις μεγαλύτερες country επιτυχίες του (“Lay Down Sally”). 



Τα “Charmed Life” – που κατέληξε bonus track στην κασσέττα - και “One Night Alone” είναι γραμμένα από τον Jeff Paris, που άλλοτε με αυτό, το πραγματικό του όνομα, άλλοτε ως Geoff Leib είχε γράψει κομμάτια για κάποια όχι και τόσο επιτυχημένα άλμπουμ των Y&T και της Lita Ford. Πιστωμένα εξ ημισείας στον ίδιο και στον παραγωγό του, Gregg Tripp, περιλαμβάνονταν και τα δύο στο άλμπουμ του “Wired Up” του ’87 – με το οποίο κανείς δεν ασχολήθηκε. Και τί μ’ αυτό;
Ήταν άρτια pop σκευάσματα που πουλήθηκαν στην EMI και κατέληξαν στο δίσκο των κοριτσιών. Το τρίτο κομμάτι του διδύμου Paris και Tripp που έχει περιληφθεί στο άλμπουμ, αρχίζει το πρώτο δίμηνο του ’89 να κερδίζει ραδιοφωνικό χρόνο και MTV. Με κλιπ που αναμενόμενα έχει σαν κύριο όπλο την αστραφτερή φωτογραφία και τέσσερις εκθαμβωτικές κώμες – με κορυφαία τη λεοντή της Jan Kuehnemund – μέσα σε τριάμισι λεπτά δίνει εμφυτεύει μια δόση girl power στη hair metal εποχή. Οι τέσσερις Vixen δίνουν στο φακό τόσα πλάνα ανθολογίας όσα τις μέρες του '89 ενθαρρύνονται να δώσουν και όλοι οι αρσενικοί ομότεχνοί τους, από τον Steven Tyler μέχρι τον Coverdale και τον  Kip Winger. Tο αποτέλεσμα είναι το δεύτερο single του άλμπουμ, το “Cryin’”, να φτάσει ακόμη ψηλώτερα (US#22, 25/3/89).

Τα μόνα κομμάτια που υπογράφονται από δύο μέλη του συγκροτήματος είναι στριμωγμένα στον πάτο της δεύτερης πλευράς: το μελωδικό “Waiting” και το τσαμπουκαλεμένο “Cruising” ανήκουν κατά το μάλλον στην Janet Gardner και την JanKuehnemund. Ακούγονται να αντανακλούν κάποιες δυνατότητες για καλύτερες συνθέσεις στο μέλλον, όμως στην ουσία είναι συνθέσεις της σειράς.


Η EMI προτίμησε τα σίγουρα, «αγοραστά» τραγούδια, πουλώντας από τις τέσσερις Vixen το look και το hype της πρώτης “all girl” hard rock μπάντας, με τη μερίδα του λέοντος από τα κέρδη να έχει σαφή προορισμό: οι τέσσερις παραγωγοί που αναμίχθηκαν με το στήσιμο του άλμπουμ είχαν στην ουσία μοιράσει ανάμεσα στους ίδιους και τους συνεργάτες τους τα credits στα 10 τραγούδια, έτσι ώστε στη μπάντα να αναλογεί κάτι λιγώτερο από το 18% της όποιας προσδοκώμενης εσοδείας. Ο δίσκος, με τόσες τσέπες ανοιγμένες κι έτοιμες να γεμίσουν, έπρεπε, υποχρεωτικά, να γίνει χρυσός. Και έγινε, ξεπερνώντας το μισό εκατομμύριο αντίτυπα σε έξι μήνες κυκλοφορίας (US#41, 15/4/89).
H Jan Kuehnemund, η Janet Gardner, η Share Pedersen και η Roxy Petrucci έβαλαν στο μίγμα την φλογερή επιθυμία τους να τα καταφέρουν, μια στέρεη μουσική ικανότητα, ένα μάτσο όχι δόκιμες μουσικές ιδέες και πάνω απ’ όλα την αγάπη και η ετοιμότητα να παίξουν ζωντανά όποτε και όπου θα χρειαζόταν.

«Έχουμε παίξει μέχρι και στο Guam, ένα νησάκι στη μέση του πουθενά, που ανήκει πάντως στο έδαφος των Η.Π.Α.. Παίξαμε σ’ ένα club, το “Pescador”, γεμάτο bikers και εργαζόμενα κορίτσια. Είχε την πλάκα του».
«Όταν παίξαμε support στον Malmsteen, ήμασταν τρακαρισμένες. Μια ολόκληρη θάλασσα από κιθαρίστες με μαλλιά πιο μεγάλα κι απ’ τα δικά μας είχε καταλάβει τις πρώτες σειρές. Βγαίνουμε στη σκηνή και οι τύποι μας κοιτούσαν με σταυρωμένα τα χέρια. Μερικοί ρωτούσαν ο ένας τον άλλο “Tί θα δούμε, τί είν’ αυτό; Γκρουπάκι με γκομενίτσες;”. Στα πρώτα κομμάτια μας κοιτούσαν ψυχροί. Τους έβλεπες που παρακολουθούσαν τα δάχτυλα της Jan, να δουν αν όντως παίζει η ίδια ή αν έχουμε κανέναν πίσω απ’ τα παρασκήνια που παίζει και μεις απλώς ποζάρουμε. Δεν μπορούσαν να δεχτούν αυτό που είμαστε. Στο τέλος όμως, τους βλέπαμε, αρκετούς απ’ αυτούς, να το παραδέχονται με κάποια ντροπή για την αρχική τους δυσπιστία: “...Dude, these girls are for real !».

Άσχετα αν οι συκοφάντες, σχεδόν πάντα αρσενικού γένους, στοιχημάτιζαν σε κάθε τηλεοπτική τους εμφάνιση ότι θα "αποδειχθούν όλα ένα play back", οι Vixen ήξεραν πραγματικά να παίζουν και μάλιστα δυνατά και δεμένα, εξίσου καλά, αν όχι καλύτερα με τις δεκάδες μπάντες από αγοράκια που την ίδια περίοδο έψαχναν το πολύτιμο δισκογραφικό συμβόλαιο.
«Στη μπάντα μας υπάρχει μαγεία. Όλες μαζί μπορούμε και καταφέρνουμε περισσότερα απ’ ότι η καθεμιά μόνη της. Γι’ αυτό και θα πετύχουμε. Θα πετύχουμε ή θα εξαφανιστούμε, δεν υπάρχει μέση οδός».
Το 1989 ήταν η χρονιά τους, όμως η πρώτη έμελλε να είναι και η καλύτερη. Η ανάγκη τους να περάσουν στον επόμενο δίσκο τα δικά τους κομμάτια ή έστω να διαλέξουν οι ίδιες τους συνθέτες με τους οποίους θα συνεργάζονταν, τις έφερε σε σύγκρουση με τη δισκογραφική. Το -εξίσου καλό με το ντεμπούτο- 2o άλμπουμ “Rev It Up” και οι περιοδείες με Kiss και Deep Purple δεν κατάφεραν να κάνουν αίσθηση. Μέσα στο 1991, η EMI έλυσε το συμβόλαιό τους.
Μετά, ως γνωστόν, ήρθε το grunge. Με το hard rock των ‘80s αφανισμένο από τα τσαρτ και τις μπάντες που το σημάδεψαν υπό συστηματικό διωγμό, τα τέσσερα κορίτσια, έχοντας ήδη περάσει τα τριάντα συν, έθεσαν άλλες προτεραιότητες. Το 1997 όμως, οι Gardner, Pedersen και Petrucci πήραν αδελφή της τελευταίας, Maxine Petrucci στην κιθάρα και ηχογράφησαν ένα καινούριο άλμπουμ. Η Jan Kuehnemund, αντέδρασε προ του ενδεχομένου να της πάρουν το δικό της παιδί, το μοναδικό που απέκτησε ποτέ. Προσέφυγε στα δικαστήρια και κέρδισε, όπως ήταν επόμενο, το πλήρες δικαίωμα στο όνομα “Vixen”. Χωρίς εκείνην, δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν τίποτε που να φέρει το όνομα  που η ίδια σκέφτηκε και κουβάλησε για 25 χρόνια.
Θα παρέμεναν η μοναδική θηλυκή hard rock μπάντα της δεκαετίας του ’80 που σημείωσε συνολικές πωλήσεις μεγαλύτερες από ένα εκατομμύρια αντίτυπα, βρέθηκε με 4 κομμάτια του στο Hot 100 του Billboard και με έξι βίντεο κλιπ του στο Νο 1 σε ζήτηση από το κοινό του MTV.
Πάνω απ’ όλα απέδειξαν, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα, ότι τα κορίτσια μπορούν άνετα να παίξουν κι αυτό, όπως και πολλά άλλα, απ’ τα παιχνίδια που ο μουσικός κόσμος θεωρεί «των αγοριών». Αρκεί τουλάχιστον να τα πιστέψει κανείς.
Η επιρροή των Vixen υπήρξε πολύ μεγαλύτερη από αυτή που έγινε αισθητή σε πρώτο χρόνο. Παρακινημένη από χιλιάδες γράμματα και mail θαυμαστών, στις αρχές του 2013 η αυθεντική σύνθεση των τεσσάρων ξαναβρέθηκε και τα ξαναβρήκε σε όλα. Κι ενώ μέρες απέμεναν μέχρι την δημόσια ανακοίνωση της επιστροφής τους, η Jan Kuehnemund έμαθε τα δυσάρεστα νέα από το ετήσιο τσεκ-απ ρουτίνας: μεταστατικός καρκίνος.



Η μπάντα ανέστειλε κάθε δημόσια δραστηριότητα, μέχρι η κιθαρίστριά τους, η βασική συνθέτης, ιδρύτρια και ψυχή της ομάδας να καταφέρει να συνέλθει. Η Jan αποσύρθηκε στο σπίτι της στο Colorado Springs χωρίς να μιλήσει ποτέ δημόσια για την μάχη που έδινε για δέκα ολόκληρους μήνες. Μέχρι και τις 31 Αυγούστου του ’13, σε μια εκτεταμένη της ραδιοφωνική συνέντευξη στην εκπομπή “80sGasm” της Jen Mitchell, ακουγόταν ήσυχη, αισιόδοξη, ειλικρινής και ακριβοδίκαιη για το παρελθόν και τη χαμένη ευκαιρία της μπάντας της, που η μουσική βιομηχανία στην αρχή της χάρισε απλόχερα, για να της την αποστερήσει εν ψυχρώ, όταν οι αναμενόμενες αποδόσεις δεν έμοιαζαν «εξασφαλισμένες».
Έσβησε ήσυχα στο σπίτι της το πρωϊνό της 10ης Οκτωβρίου 2013, ανάμεσα σε λιγοστά αγαπημένα της πρόσωπα.  
Οι τρεις συμπαίκτριές της την αποχαιρέτισαν δημόσια με μια λιτή ανακοίνωση : «Ήταν ταπεινή, διακριτική, ευγενική και πιστή, η πιο γενναιόδωρη γυναίκα που υπάρχει, με την ήρεμη δύναμη που μόνο μια πραγματική πολεμίστρια διαθέτει».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου