Wishbone Ash: Τα δέκα κλασσικά έτη (1970 – 1980)
Wednesday

2Sep

Wishbone Ash: Τα δέκα κλασσικά έτη (1970 – 1980)

Δημοσιεύθηκε από:

02/09/2020

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

5856
Η στήλη αγγελιών επιγραφόταν «Musicians Wanted». Βρισκόταν σε στήλη πληρωμένων καταχωρήσεων στην εφημερίδα “Melody Maker” και υπήρξε για τρεις περίπου δεκαετίες η κύρια αφορμή για τη συνάντηση χιλιάδων μουσικών και τη δημιουργία ακόμη περισσότερων συγκροτημάτων στο νησί. Όποιος νεαρός Jeff Beck αναζητούσε έναν νέο Roger Daltrey ή έναν αφανή John Bonham για να επανδρώσει το μουσικό του όχημα, έστελνε στην εφημερίδα τη δική του αγγελία.
Έχοντας παίξει την τελευταία τους συναυλία στο Hampstead Country Club του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1969 ως τρίο με το όνομα Tanglewood (σαν σαπόρτ στους Yardbirds του Keith Relf), o μπασίστας MartinTurner (1/10/1947, Torquay) και ο ντράμερ Steve Upton (24/5/1946, Wrexham) αποχαιρέτησαν τον κιθαρίστα τους, τον αδελφό του πρώτου, Glenn, που προτίμησε την νηφάλια ζωή της γενέτειράς του από την ανασφάλεια ενός περιπλανώμενου μουσικού. Ο μπασίστας και ο ντράμερ έπρεπε να βρουν έναν «δημιουργικό lead κιθαρίστα» για να συνεχίσουν τη μουσική τους Οδύσσεια. Αυτό ακριβώς και έγραψαν στην αγγελία τους στη “Melody Maker”.
Λίγο καιρό μετά, οι Turner και Upton βρέθηκαν με ένα ευχάριστο δίλημμα: Δύο απ’ τους ενδιαφερομένους που ήρθαν στις οντισιόν, ο David “Ted” Turner (2/8/1950) από το Birmingham – απλή συνωνυμία με τον Martin - με θητεία στους KingBiscuit και o Λονδρέζος AndyPowell (8/2/1950) ακούγονταν εντυπωσιακά αφοσιωμένοι στο όργανο και με δικό του ύφος ο καθένας.

Παρ’ ότι είχαν στο μυαλό τους έναν μόνο κιθαρίστα και κάποιον που να παίζει πλήκτρα, τελικά κανόνισαν μια κοινή πρόβα, να δουν πώς ακούγονται και οι δύο κιθαρίστες μαζί. Πήγε τόσο καλά, που η αρχική ιδέα για πλήκτρα εγκαταλείφθηκε. Έτσι γεννήθηκε ένα από τα σημαντικώτερα κιθαριστικά δίδυμα στην ιστορία του ροκ.
Το σχήμα προβάρει εντατικά, υιοθετεί το βαρέως συμβολικό όνομα Wishbone Ash [«Στάχτη (απ’ το) Γούρικο Κόκκαλο»] και σφυρηλατεί έναν κιθαριστικό ήχο που ακροβατεί μεταξύ ψυχεδέλειας, φολκ μελωδίας και βαρέως λευκού blues. Το συναπάντημα με τον 26χρονο φιλόδοξο αμερικάνο οικονομολόγο Miles Copeland, γιο πράκτορα της CIA και γεννημένου κοσμοπολίτη, που έψαχνε τότε να μπει στη μουσική βιομηχανία, υπήρξε μοιραίο. Ο Copeland, που στα ‘70s κατεύθυνε τις τύχες μιας ομάδας “progressive” σχημάτων όπως οι Curved Air, οι Renaissance -και αργότερα το newwaveεικόνισμα τω Police, στους οποίους έπαιζε ντραμς ο αδελφός του Stewart- έβαλε τους Wishbone Ash κατευθείαν σε μια σειρά από περιοδείες, να ανοίγουν για ονόματα όπως οι Slade, οι T-Rex, οι Caravan, οι Mott The Hoople καθώς και μια άγνωστη τότε μπάντα, οι Smile, που αργότερα μετονομάστηκε σε Queen.
Σε μια περιοδεία το Μάϊο του ’70 ως support στους DeepPurple, oAndyPowell είχε το θράσος να κουμπώσει το βύσμα στην κιθάρα και να τζαμάρει στο soundcheck με τον Ritchie Blackmore. Σε μια σπανιώτατη επίδειξη γενναιοφροσύνης, ο “ManInBlack” συστήνει τη μπάντα στον παραγωγό των Purple, Derek Laurence.
Στις 20 Αυγούστου του ’71 οι Wishbone Ash παίρνουν μια προκαταβολή 250.000 δολλαρίων και υπογράφουν συμβόλαιο με την MCA (Decca Records στην Αμερική) και το Σεπτέμβριο, μέσα σε δέκα μέρες, ηχογραφούν πυρετωδώς το ντεμπούτο τους στο στούντιο De Lane Lea του Λονδίνου. Το αποτέλεσμα κυκλοφορεί λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ’70.
Είναι το Wishbone Ash, με το τυχερό κόκκαλο στο εξώφυλλο να αποσυντίθεται σε στάχτη στο οπισθόφυλλο (UK#34, Ιανουάριος ’71). Ένα από τα άλμπουμ που θα δοξάζουν εσαεί το βινύλιο, εγκολπώνει με μοναδικό τρόπο μια νεαρή μπάντα στα καλύτερά της και συγκεράζει το βρετανικό λευκό, σκληρόηχο blues των μέσων των ‘60s, με μια μοναδική μέχρι τότε αίσθηση μελωδίας προερχόμενη από τις διπλές lead κιθάρες των Turner και Powell, στοιχείο τολμηρό για την εποχή. To “Blind Eye” είναι ένα μονολιθικό boogie που σπάει το σαγώνι του χρόνου, το “Lady Whiskey” ο προπάτορας του heavy metal - οι κιθαριστικές αρμονίες θα τρυπώσουν στο μυαλό κάποιου Steve Harris για πάντα -  το “Errors Of My Ways” μια μυσταγωγία με το ένα πόδι βυθισμένο στην αγγλική φολκ και το “Phoenix” ένα δεκάλεπτο, ολιγόστιχο έπος για την ανά(σ)ταση του πνεύματος, με κιθάρες που γεννούν έναν ολόκληρο κόσμο.
Οι Grateful Dead θα μοιάζουν έκτοτε με μια αποπροσανατολισμένη παρέα φλύαρων potheads μπροστά στο συμφωνικά δομημένο αυτό κομμάτι, που παραμένει μέχρι τις μέρες μας στο σετ-λιστ του συγκροτήματος, σε όλες τις μεταμορφώσεις του.


Το Φεβρουάριο του ’71 κάνουν την πρώτη τους Αμερικάνικη περιοδεία, ενώ ψηφίζονται ως η «Καλύτερη Νέα Μπάντα» στο ετήσιο δημοψήφισμα της “Melody Maker” και του “Sounds”. Το Μάϊο ξαναμπαίνουν στο De Lane Lea για να ηχογραφήσουν το δεύτερο άλμπουμ τους. Χαρακτηριστικό για τη δημοτικότητά τους, ότι ο Ted Turner καλείται να παίξει στο lp “Imagine” του John Lennon. Ακολουθεί δεύτερη τουρνέ, σαν support των Who, των Ten Years After και των Black Sabbath, για συνολικά έξι εβδομάδες. ToPilgrimage (και πάλι σε παραγωγή Lawrence) κυκλοφορεί το φθινόπωρο (UK#14, US#169, Οκτώβριος ’71) και περιέχει τέσσερα instrumental-το μεγαλεπήβολο “Pilgrim” και το με τζαζ χρώμα “Vas Dis” ξεχωρίζουν - που φανερώνουν ακατανίκητη αυτοπεποίθηση και μεταξύ άλλων το ευθύ barroomboogie του “Jailbait” (“I'm wonderin' why, your face no longer shines - I' m wonderin' why, you're always on my mind - I'm still wonderin', give me a little more time”), άφθαρτο στο χρόνο.
Ζεστοί από συνεχόμενες περιοδείες σε Βρετανία και Γερμανία, κλείνουν το χρόνο στα ολοκαίνουρια Wembley Studios και αρχές του ’72 ηχογραφούν αυτό που έμελλε να είναι το άλμπουμ της καρριέρας τους. Στο δημιουργικό απόγειό τους, σε παραγωγή και πάλι του Derek Laurence και με ηχολήπτη τον νεαρό Martin Birch-με συστατικές επιστολές μέχρι εκείνη τη στιγμή τα πρώτα των Fleetwood Mac και τα σφιχτοδεμένα άλμπουμ των Deep Purple - οι Wishbone Ash κυκλοφορούν αυτό που έμελλε να γίνει για πάντα το αριστούργημά τους, το Argus” (20/5/1972, UK#3, US#44).
Ντυμένο με ένα από τα υποβλητικώτερα εξώφυλλα της ιστορίας, δημιούργημα της κορυφαίας καλλιτεχνικής ομάδας των ’70s, της Λονδρέζικης Hipgnosis -υπόμνηση τα δεκάδες αξέχαστα εξώφυλλα των Zeppelin, Floyd, Genesis, U.F.O., Scorpions, Alan Parsons-, στο οποίο δεσπόζει ένας σκοτεινός ιππότης που παραπέμπει στον Άργο τον Πανόπτη, το γιγαντιαίο «φρουρό με τα χίλια μάτια» της ελληνικής μυθολογίας, το άλμπουμ είναι ένα συνθετικό και ηχητικό αρχέτυπο που συνδυάζει progressive δομές, hardrock χρωματισμούς και folk περάσματα, μέσα σε επτά κομμάτια.
Με στίχους και μελωδίες προερχόμενες κατά κύριο λόγο από τον μπασίστα Martin Turner, θίγει θέματα όπως το πέρασμα του χρόνου, η ένωση με τη φύση, η υπαρξιακή αγωνία, η μάχη σαν δίοδος προς τη δικαίωση και την προσωπική ανεξαρτησία, μέσα από εικόνες μεσαιωνικού ρομαντισμού. Οι διπλές lead κιθάρες και η αυτόνομη, βαθιά μελωδική, μπασογραμμή του Martin Turner -που μοιράζεται τα φωνητικά με τον Powell και τον Ted Turner- γεννούν μια μουσικότητα ανεπανάληπτη, ιδίως στα “Sometime World”, “Warrior”, “The King Will Come” και στο μεγαλειώδες εξόδιο, το επικό “Throw Down The Sword” (“Throw down the sword - The fight is done and over - Neither lost, neither won/ To cast away the fury of the battle - And turn my weary eyes for home/ There were times when I stood at death's own door - Only hoping for an answer...”).


Το “Argus” μένει 20 εβδομάδες στα τσαρτς και ψηφίζεται στην Αγγλία δίσκος της χρονιάς, γεγονός που αποκτά τη σωστή του διάσταση, αν θυμηθεί κανείς κάποιους άλλους δίσκους που κυκλοφόρησαν το 1972 :
“Machine Head”, “Exile On Main Street”, “Demons And Wizards”, “The Rise And Fall of Ziggy Stardust”, “Vol.4”, “Harvest”, “Close To The Edge”, “Foxtrot”.
Ολόκληρη την υπόλοιπη χρονιά το γκρουπ βρίσκεται στο δρόμο. Τρίτη περιοδεία στις Η.Π.Α., όπου ηχογραφείται για λόγους προώθησης ένα e.p. (“Live From Memphis») με τρία ζωντανά κομμάτια (“Phoenix”, “Jailbait”, “The Pilgrim”), που ανεβάζει κατακόρυφα τη δημοτικότητά τους. Το τέλος της χρονιάς, με την βρετανική περιοδεία των 19 συναυλιών, είναι θριαμβευτικό. Αναγνωρίζονται από κοινό και τύπο ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζωντανά σχήματα, παρ’ ότι χωρίς τον επιβεβλημένο φωτογενικό frontman, με όπλο τρεις εύπλαστες φωνές και την επί σκηνής αφοσίωσή τους στην ατμοσφαιρική και περιπετειώδη κιθαριστική τους πρόταση, καταφέρνοντας να πρωταγωνιστούν σε επίπεδο πωλήσεων, περιοδειών, αναγνωρισιμότητας και επιρροής σε μια εποχή στην οποία είναι ακμαία τα «μεγαθήρια» -Stones, Zeppelin, Purple- το “progressive” ρεύμα ανθεί -Yes, Genesis, E.L.P.- τα αμερικάνικα rawck σχήματα βαράνε αλύπητα -Grand Funk, Black Oak Arkansas, Alice Cooper- και το “glam” κατακλύζει την γενέτειρά τους -Τ-REX, Bowie, Slade.
Το να κυκλοφορήσει το επόμενο έργο μετά τον ογκόλιθο του “Argus” είναι εγχείρημα δυσβάστακτο, ειδικά για ένα συγκρότημα που βρίσκεται σχεδόν τέσσερα χρόνια ασταμάτητα στο δρόμο. Νοικιάζουν μια απομονωμένη αγροικία στο Anglesey της Βόρειας Ουαλλίας και γράφουν καινούριο υλικό.
Οι ηχογραφήσεις γίνονται μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου του ’73 στο Λονδίνο και αυτή τη φορά το γκρουπ αποφασίζει να κάνει μόνο του την παραγωγή, για πρώτη φορά χωρίς τον Derek Lawrence. Η εύλογη κόπωση δεν εμποδίζει το τέταρτο lp τους Wishbone Fourπου κυκλοφορεί το Μάϊο του ’73 (26/5/1973, UK#12, US#44) λαμβάνοντας ανάμικτες κριτικές, να έχει τις δυνατές στιγμές του, αν και αυτή τη φορά κλίνουν προς πιο straight δρόμους (“Rock N’ Roll Widow”, “Doctor”, “Ballad Of A Beacon”), μακριά από τη μυστηριακή ατμόσφαιρα του “Argus”.


Ο δρόμος τους περιμένει και πάλι. Βρετανικά και Αμερικάνικα σκέλη περιοδειών αποδίδουν αρκετό υλικό για να έρθει, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ‘73, το διπλό live Live Dates. Συνδυάζοντας εμφανίσεις από το Reading, το Newcastle, το Portsmouth και το Croydon και με τον Lawrence και πάλι να ελέγχει την παραγωγή, αποτελεί το επιστέγασμα μιας λαμπρής έως τότε πορείας, ένα περιεκτικό ζωντανό ντοκουμέντο με αποκορύφωμα το 17λεπτο “Phoenix” και τις πυρετώδεις εκτελέσεις των “Lady Whiskey” και “Jailbait”.


Όμως η επιτυχία δεν έρχεται χωρίς απώλειες. Δηλώνοντας «καμένος» από τις συνεχείς περιοδείες και δυσαρεστημένος από τη «βιομηχανοποίηση» του συγκροτήματος, ο κιθαρίστας Ted Turner ανακοινώνει το Μάϊο του ’74 την αποχώρησή του από το σχήμα και από τη μουσική γενικά, «για να ακολουθήσει το δικό του πνευματικό μονοπάτι». Η πίεση μεγάλη, καθώς το γκρουπ έχει ήδη αρχίσει να δουλεύει νέο υλικό, προγραμματισμένο μάλιστα να ηχογραφηθεί για πρώτη φορά στο περίφημο Criteria Sound Studios του Μαϊάμι, υπό την καθοδήγηση του Bill Szymczyk, παραγωγού των Eagles -που τότε ακόμη είναι ένα ραφιναρισμένο country rockσχήμα. Πράγματι, ο Andy Powell αναλαμβάνει να ψάξει τον άνθρωπο που θα κληθεί να συμπληρώσει τον κιθαριστικό ήχο των Ash και τον βρίσκει στο πρόσωπο του νεαρού Laurie Wisefield (27/8/1952, Λονδίνο), που έχει πριν μερικούς μήνες παίξει support στην περιοδεία τους με το progressive σχήμα των Home.
Τον Αύγουστο είναι ήδη μαζί τους και φεύγουν για το Μαϊάμι. Τον Οκτώβριο, το Theres The Rub” (UK#16, US#88 Δεκέμβριο του ’74) φέρει ένα ακόμη χαρακτηριστικό εξώφυλλο – παραίσθηση της Hipgnosis (το «τρίψιμο» από έναν παίκτη του κρίκετ μιας μπάλας στο παντελόνι, αφήνει περιέργως χρώμα) και έξι κομμάτια με πιο «στρωτό», mid-tempo ήχο. Ο Wisefield έχει ένα πιο ρυθμικό, φρέσκο, ήχο και καταφέρνει να δέσει με τον Powell αμέσως. Ξεχωρίζουν μακράν η στοιχειωμένη μπαλάντα “Persephone” και το 9λεπτο κιθαριστικό ινστρουμένταλ “F.U.B.B.” (ακρωνύμιο για το “F##cked Up Beyond Belief”), που εγκαθίσταται για τα καλά στο ζωντανό τους σετ. Περιοδείες σε Ευρώπη, Ιαπωνία, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία και φυσικά Αμερική ακολουθούν.


Ο γκρίζος, δύσθυμος αγγλικός ουρανός δεν φημίζεται για τα κύματα νοσταλγίας που προκαλεί. Ενθουσιασμένοι από τα θέλγητρα του ηλιόλουστου Μαϊάμι, οι Ash αποφασίζουν να εγκατασταθούν στις Η.Π.Α. και σαν άλλοι έποικοι, επιλέγουν τo κοσμοπολίτικο Westport του Connecticut, ούτε 80 χιλιόμετρα μακριά από τη Νέα Υόρκη, στην περιοχή που ονομάζεται «Νέα Αγγλία».
Μετά από μια ανοιξιάτικη περιοδεία με τους ραγδαία ανερχόμενους Aerosmith, μεγαλεπήβολα σχέδια ακολουθούν. Ο αεικίνητος Miles Copeland βάζει μπροστά μια μακρά περιοδεία πολλών αστέρων. Υπό τη φίρμα “Startrucking Tour”, οι Ash εμφανίζονται σε Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ισπανία, Γαλλία, Ελβετία και Αυστρία μαζί με Mahavishnu Orchestra, Soft Machine, Caravan, Climax Blues Band και Rory Gallagher. Όμως το μεγάλο όνομα είναι ο Lou Reed, που αποσύρεται τελευταία στιγμή, υπό τις αποδοκιμασίες της ροκ κοινότητας για το “Metal Machine Music”. Η περιοδεία πάει άπατη και ο Copeland υποχρεώνεται σε πτώχευση. Μια συνάντηση με τον μάνατζερ καλείται εκτάκτως και από το Σεπτέμβριο του ’75 οι δρόμοι τους χωρίζουν, με τον ντράμερ Steve Upton να χειρίζεται πλέον και το management του γκρουπ. Τον Νοέμβριο μπαίνουν στα Atlantic Studios της Νέας Υόρκης με παραγωγό τον Tom Dowd, διάσημο ήδη από τη δουλειά του με τον Eric Clapton και τους αλητήριους λάτρεις του bourbon με το όνομα Lynyrd Skynyrd.
ToLocked In” (Απρίλιος 1976, UK#36, US#136) όμως, είναι απογοητευτικό. Στο εξώφυλλο, το γκρουπ «κλειδωμένο» μέσα σε ένα φινιστρίνι, με φόντο τους ουρανοξύστες του Νέου Κόσμου, δεν θα μπορούσε να είναι πιο εύγλωττο. Με νερωμένο, χλιαρό, ήχο και ανέμπνευστα mid-tempoκομμάτια (μετά βίας ξεχωρίζει το “Rest In Peace”), οι κριτικοί το απαξιώνουν δίκαια και το κοινό το αγνοεί. Μετά από μια μικρής κλίμακας περιοδεία στην Αμερική, γρήγορα έρχεται η ώρα της ανασύνταξης. Στα τέλη του ίδιου καλοκαιριού, στο στούντιο που έχει φτιάξει στο σπίτι του στο Connecticuto Martin Turner, με φορητό εξοπλισμό ηχογράφησης και με παραγωγούς τους Ron και Howie Albert, προσπαθούν να γράψουν όλοι μαζί.


Τον Οκτώβριο του ’76 ζεσταίνονται με μια περιοδεία στην Ιαπωνία που πάντα υποδέχεται τους δυτικούς ροκ ήρωες με μια παραδοσιακά ετεροχρονισμένη beatlemania και με την πρώτη τους περιοδεία στην Αγγλία εδώ και δύο χρόνια. Όμως το New England” (Δεκέμβριος ’76, UK#22, US#154), πέρα από ένα ακόμη υπαινικτικό, επικίνδυνο μαυρόασπρο εξώφυλλο από την Hipgnosis, είναι το ίδιο –αν όχι περισσότερο- βαλτωμένο σε άτονες slow απόπειρες –σαν Eagles υπό hangover (τo βαρυκόκκαλο “Runaway”, το ονειρικό "In All Of My Dreams You Rescue Me" και το fan favourite “Lorelei” καταφέρνουν με κόπο να περισώσουν την κατάσταση). Μια ακόμη εκτεταμένη περιοδεία ακολουθεί, για να αποδειχθεί ότι ακόμη παραμένουν δημοφιλείς στο αγγλικό κοινό, παρ’ ότι το πανκ, αγριεμένο, αρχίζει να σηκώνει κεφάλι.

Τον Μάϊο του ’77 η MCA κυκλοφορεί ένα “best” με τίτλο “Classic Ash” που προσπαθεί ατυχώς να συγκεντρώσει «επιτυχίες» μέσα σε 9 επιλογές από 7 τόσο διαφορετικά άλμπουμ, ενώ μάνατζερ του γκρουπ αναλαμβάνει ο John Sherry, ατζέντης των περιοδειών τους για χρόνια. Το καλοκαίρι του ’77, μπαίνουν πάλι στα Criteria Sound Studios (παραγωγοί και πάλι οι Ron και Howie Albert) και ηχογραφούν το όγδοο άλμπουμ τους. Στα διαλείμματα, εμφανίζονται στις 11 Ιουνίου στο Pink Pop Festival στην Ελβετία μπροστά σ’ ένα κοινό 30.000 ατόμων, το μεγαλύτερό τους μέχρι τότε σαν headliners, καθώς και σε επιλεγμένες πόλεις σε Αγγλία και Ευρώπη. Το Front Page News” (Νοέμβριος 1977, UK#31, US#166), με εξώφυλλο σαν tabloid και οπισθόφυλλο που παραπέμπει στο κλίμα χαλάρωσης και απόλαυσης μέσα στο οποίο οι Αγγλάρες είναι πλέον απορροφημένοι στον ηλιόλουστο Νέο Κόσμο, είναι συνεπές στον «Αμερικάνικο» ήχο του, αλλά με πιο σαφή τραγουδοποιία, τον καλύτερο ήχο από τότε που εγκαταστάθηκαν στην Αμερική και ποικιλία στην ενορχήστρωση.
Ο Wisefield γράφει το μελιστάλαχτο yachtrock “Goodbye Baby, Hello Friend”, ο Turner το “Come In From The Rain”, ενώ το ομώνυμο, το “Heartbeat” και το “Diamond Jack” είναι διαμαντάκια στη δισκογραφία τους. Με νέα συμφωνία παγκόσμιας διανομής με την MCA, κάνουν περιοδεία στην Αγγλία, με αποκορύφωμα ένα sold out Wembley Empire Pool. Παρά ταύτα, παραμένουν ένα πολύ διαφορετικό συγκρότημα από τα μυστηριώδη έπη της αρχής της δεκαετίας.


Την Άνοιξη του ’78, το γκρουπ, έχοντας ολοκληρώσει έναν τριετή κύκλο ζωής στην Αμερική και μην έχοντας κατορθώσει να κερδίσει τους γιάνκηδες στο βελούδινο παιχνίδι τους, επανεγκαθίσταται στα πάτρια εδάφη, ενώ μόλις λίγους μήνες αργότερα οι Sex Pistols τινάζουν τα πέταλα κάπου στο Τέξας.
Ο νέος δίσκος, το No Smoke Without Fire” (11/11/1978, UK#43), έχει – για πρώτη φορά μετά το “Argus”- στο πηδάλιο της παραγωγής τον Derek Lawrence, ένα ακόμη φευγάτο Hipgnosis εξώφυλλο και ακραιφνώς «βρετανικό», στιβαρό, ήχο. Το κλασσικό “You See Red” ανήκει στον Wisefield, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ, οι κιθαριστικές αρμονίες επανεμφανίζονται, ενώ συνειδητά επιστρέφουν και οι πιο σύνθετες φόρμες (“Stand And Deliver”), με αποκορύφωμα το “The Way Of The World (Part 1 & Part 2)” που πατά χωρίς συμπλέγματα στα χνάρια του “Phoenix”. Παρά την περιδίνιση του μουσικού τύπου και της βιομηχανίας στον μετα-πανκ ανεμοστρόβιλο (μέχρι και ο Miles Copeland, που ανανήπτει οικονομικά αρχίζει να εκπροσωπεί και να προωθεί μέσα από τη νέα του εταιρία τον «νέο» ήχο, με τη μπάντα του αδελφού του, τους Police), οι Ash κάνουν sold-out περιοδεία στην Αγγλία και στην Ιαπωνία (Μάρτιο του ’79), όπου γράφονται οι εμφανίσεις που αργότερα θα αποτελέσουν το “Live In Tokyo”.

Αναλώνουν τους επόμενους έξι μήνες ηχογραφώντας το 10ο άλμπουμ τους στο Surrey Sound Studios, σε παραγωγή του Martin Turner, του μάνατζερ JohnSherry  και της μπάντας συλλογικά. Το Just Testingκυκλοφορεί την αυγή της νέας δεκαετίας (Φεβρουάριος 1980, UK#41, US#179) και είναι η φυσική συνέχεια του “No Smoke…”.
Ένα ακόμη κλασσικό κομμάτι του Wisefield (σε συνεργασία με την Claire Hammil, που έκανε και guest φωνητικά στο άλμπουμ) ανοίγει το δίσκο (κυκλοφόρησε και σαν single), το “Lifeline” υπενθυμίζει ποιοί εφηύραν τις διπλές κιθάρες, με τα “Hunting Me” (του Turner) και “Helpless” να φανερώνουν μια ευσύνοπτη μελωδική φλέβα που θα τους ήταν χρήσιμη στους αλλαγμένους μουσικούς καιρούς που ξεκινούσαν.


Όμως, το 1980, χρονιά που το heavy metal κάνει την αναπότρεπτη απόβασή του στην Γηραιά Αλβιόνα, οι Wishbone Ash, άρτι τριανταρήσαντες, είναι πια μια μουσική υποσημείωση. Οι εμφανίσεις σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ παραμένουν μεν ικανοποιητικές (τελευταία εμφάνισή τους στο φεστιβάλ του Colmar στη Γαλλία, 20 Σεπτεμβρίου του 1980), αλλά η φαεινή ιδέα του μάνατζερ να βρουν –μετά από δέκα χρόνια καρριέρας- έναν κανονικό frontman βρίσκει απήχηση σε όλα τα μέλη πλην του Martin Turner, στον οποίο σερβίρεται ως τετελεσμένη. Αρνούμενος να περιοριστεί σε καθήκοντα μπασίστα και νιώθοντας προδομένος από τους συνοδοιπόρους του, ο Martin Turner αποχωρεί από το γκρουπ, δηλώνοντας αρχικά ότι θα ασχοληθεί με την παραγωγή. Αντικαθίσταται προσωρινά από τον πολύπειρο John Wetton (γνωστό μεταξύ άλλων γνωστό από τους King Crimson, Uriah Heep και Roxy Music), ενώ η MCA δεν λέει όχι για ένα δεύτερο live (Live Dates 2”, τον Οκτώβριο του ’80, με ζωντανό υλικό από την περιοδεία της ίδιας χρονιάς).
Κάπου εκεί, η κλασσική σύνθεση ολοκλήρωσε την πορεία της. Παρ’ ότι οι τέσσερις αρχικοί Wishbone Ash ξαναβρέθηκαν για τρία ακόμη άλμπουμ στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο πλούτος του υλικού των 10 πρώτων τους στούντιο άλμπουμ σπάνια συναντάται σε μπάντες που μεσουράνησαν στην κοιτίδα του κλασσικού ροκ, τη δεκαετία του ’70, την εποχή του δεύτερου κύματος του ροκ ν’ ρολ. Ακόμη και μισόν σχεδόν αιώνα αργότερα, οι συνθέσεις από αυτά τα άλμπουμ, άλλες πασίγνωστες, άλλες καλά κρυμμένες στα αυλάκια των βινυλίων με τα παραισθησιογόνα εξώφυλλα της Hipgnosis, όλες πάντως παιγμένες με σφρίγος, αναδεικνύουν τον πραγματικό λόγο για την εμβέλεια της απήχησης του hard rock σε όλες τις γενιές των ροκ ακροατών.   

Παναγιώτης Παπαϊωάννου