Ramones: Brain drained στο «ΡΟΔΟΝ», 13.5.89
Tuesday

14May

Ramones: Brain drained στο «ΡΟΔΟΝ», 13.5.89

Δημοσιεύθηκε από:

14/05/2019

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

5106
«Έβγα έξω να παίξεις ρε μπέκραααααα !!!». Ο Μήτσος ο Μανιτάρης είχε περάσει με τη δεύτερη Φαρμακευτική, αλλά δεν έχει πατήσει από την αρχή της χρονιάς στου Ζωγράφου.
Σηκώνεται απόγεμα με τα ρούχα της προπροηγούμενης, βγαίνει από την τρύπα του στο ημιϋπόγειο της Τσαμαδού και τα σέρνει στο περίπτερο της πλατείας για Άσσο φίλτρο και μία Άμστελ ψηλή, πεντακοσάρα.
Την έχει κατεβάζει μέχρι να περάσει απέναντι, να διασχίσει την πλατεία και να στηθεί στην ουρά έξω απ’ τον Κάββουρα, για το ένα και μοναδικό γεύμα της ημέρας: Δύο διπλές με απ’ όλα.
Τώρα, Σάββατο 13 Μαίου του ’89, εντεκάμιση το βράδυ, ο Μήτσος, κάθιδρος, αξύριστος, με την αφάνα – μανιτάρι πατικωμένη από ορδές αλαλαζόντων πασχόντων κι ομοιοπαθών, στριμωγμένος στο κάγκελο της πρώτης σειράς του «ΡΟΔΟΝ», φώναζε στον Joey Ramone να γυρίσει να παίξει κι άλλο, μετά το τέλος ενός χαοτικού 70λεπτου σετ, στο οποίο ο Μήτσος έριξε κι έφαγε περισσότερες αγκωνιές απ’ όσες είχαν ρίξει ο Φαμπιάτος κι ο Βονόρτας μαζί, από το ξεκίνημα της καρριέρας στους. Και τώρα, αυτός, ο Μήτσος ο Μανιτάρης, ο αριστούχος της Δεύτερης Δέσμης, μέχρι να του κάτσει εκείνη η στραβή με το θέμα με τ’ αγάλματα των προγόνων δηλαδή, πρόπερσι, φώναζε κατάμουτρα στον Joey τον Ramone ότι είναι μπέκρας και γιατί δε βγαίνει να παίξει κι άλλο, λέει. Ο Μήτσος ο Μανιτάρης. Που εκείνη την ημέρα, Σάββατο, 13 Μαίου, είχε κάνει δύο πακέτα Άσσο από το απογευματινό του ξύπνημα μέχρι που περπάτησε στην ουρά έξω απ’ το «ΡΟΔΟΝ».
Είχε τσακίσει μία ποικιλία ολόκληρη κι είχε πιει δυόμισυ καραφάκια «Βαρβαγιάννη» στο Τηνιακό. «Μπέκρα» τον είπε τον Joey. Και πώς είμαι ‘γω τόσο σίγουρος; Μα, το ενάμισυ καραφάκι το’ χα πιεί εγώ. Κι άλλα δύο, ο συμφοιτητής του Μήτσου, ένας σωσίας του Slash, o Ζήροζήρο (Γιουεφόου), ο κατά κόσμον Ζήνωνας Ζαρκαδόπουλος.


Τους τελευταίους δύο μήνες κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει. Κάτι η Άνοιξη που σκάει με πάταγο στα μάρμαρα της Ακαδημίας Αθηνών, κάτι η ανάγκη για απαλλαγή από τα εξαρτησιογόνα σύνδρομα προκληθέντα από κάποια αμείλικτη σωσία της Τζάνετ Τζάκσον, κάτι οι παρέες, οι πιο πολλές συναπαντήματα της μιάμισης φοράς, από ούζα στην κατηφόρα της Δεξαμενής μέχρι τα γεμιστά σε πλαστικό κεσεδάκι στη φοιτητική λέσχη στην Αθηνάς, κι από τους φραπέδες το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων μέχρι τα ξεγυρισμένα δίπιττα στου Μπαϊρακτάρη, ξεβγάζομαι συνέχεια σε ωραία ξέφωτα. Καινούρια πρόσωπα, καινούρια τοπία, καινούριες μουσικές.

Η τυχαία βραδιά στο «ΡΟΔΟΝ» υπό τη σκοτοδίνη του NickCave, μου έχει βάλει στο μυαλό και κάτι άλλο. Πολλά παιδιά της πόλης δε βλέπω ν’ ακούνε heavy metal. Δεν είναι το ίδιο όπως για μας τους μετοίκους. Προτιμάνε πιο απλά και σαφή πράματα, χωρίς πολλές προεκτάσεις.
‘Όχι κατ’ ανάγκην απ’ αυτά που σε κάνουνε να να κουνάς το σβέρκο σαν τα ψεύτικα σκυλάκια - μινιατούρες που κολλάνε στο βολάν κάτι λεωφορειατζήδες. Αλλά μουσικές που σε βάζουνε στο σημάδι με το ρυθμό, άλλοτε σε υπνωτίζουν, άλλοτε σε κάνουνε να ιδρώνεις, άλλοτε με ριφ σαν τσίγκινα πριόνια, άλλοτε με στίχο που να σε χτυπάει εκεί που πονάς, που μπορείς να τον ουρλιάζεις την ώρα που καταθλίβεσαι. Cure και NickCave περιβάλλονται από την αυτάρεσκη ποιητική σκοτεινιά της αυθεντίας. Οι διαλυμένοι εδώ και καιρό Clash θεωρούνται οι πραγματικοί punk, όμως κάτω απ’ αυτούς βλέπω ότι υπάρχει κοινό που ψάχνει και ακούει, τις πιο πολλές φορές γραμμένα σε κασσέττες, μπάντες σαν τους Green On Red, τους Wipers, τους Triffids. Και πολλά ελληνικά: «Τρύπες», «Γενιά του Χάους», «Γκουλάγκ», «Γκρόβερ», Last Drive, Panx Romana.

Ειδικά οι τελευταίοι, θεωρούνται οι αδιαμφισβήτητοι ηγέτες της περί τα Εξάρχεια ζωντανής σκηνής με ομφαλό του κόσμου το «ΑΝ Club». Έχοντας προσαρμόσει ελληνικό στίχο σε φόρμες Clash και Ramones, διακατέχονται από έναν επιθετικό, οργισμένο αέρα με γρήγορα κομμάτια κι επαγγέλλονται live γεμάτα ιδρώτα και κουτουλιές.


Μέσα Απριλίου, λίγο πριν το Πάσχα, πέφτω πάνω σε Μανιτάρη και Ζήνωνα στο Μουσείο και μου το λένε. «Μ@λάκα, τα νέα είναι ότι 12 με 15 έρχονται «ΡΟΔΟΝ» οι Ραμόνες και θα γίνει πουτανιστήριο». Δίπλα του ο Ζήνωνας, ο άνθρωπος που σύμφωνα με τον Μήτσο είναι το μόνο ανθρώπινο ον που μπορεί να ζήσει μια βδομάδα με φασολάκια Μπαρμπαστάθη και Κάμελ δε μπορεί να συγκρατήσει ένα χαμόγελο 50% - 50% δέος κι  ευτυχία: «Οι κανονικοί Ραμόνες, μ@λάκα...».
Απίστευτο ότι οι μύθοι του CBGB, αυτοί που έβγαλαν τον πρώτο πανκ δίσκο, αυτοί που με τα δίλεπτα εξοντωτικά γρήγορα κομμάτια τους βαρέσανε μια ένεση στο εξασθενημένο μπράτσο του ροκ πριν από 15 χρόνια, έρχονται στην Αθήνα και μάλιστα όχι για μία, αλλά για 4 συναυλίες κολλητά. Οι τύποι είναι θεσμός για το underground και παραμένουν ενεργοί, βγάζουνε νέο δίσκο κάθε δύο χρόνια.
Ο καινούριος τους είναι ο 11ος και λέγεται “Brain Drain”. Έχω ακούσει την πρώτη πλευρά στον πρώτο όροφο του “Happening” από τον Κώστα, το βραχύσωμο, νευρικό πωλητή που στραβοκοιτάει κάθε κυρίζι που κάνει το λάθος όροφο ζητώντας του «τον καινούργιο Νταλάρα». Μήτσος και Ζήνων έχουν πάρει μυρωδιά με νυχτερινά σέσσιον στην υπόγα της Τσαμαδού, με αντιγραμμένη κασσέτα. Ένα καινούργιο κομμάτι λέγεται “Zero ZeroUFO” και φωνάζει ότι είναι φτιαγμένο για να δώσει στο Ζήνωνα το παρατσούκλι, για το οποίο θα πρέπει να νιώθει μια ζωή περήφανος.

Την Άνοιξη του ’89, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το “Brain Drain” οι Ramones ήταν πράγματι οι μακροβιώτεροι punk. Δεκαπέντε χρόνια αφ’ ότου συγκροτήθηκαν στο Queens, έχοντας σπείρει σε όλη την ανθρωπότητα μυριάδες λυσσασμένα ακκόρντα παντρεμένα με δεκάδες αξιομνημόνευτα σλόγκαν για τίτλους, ο Jeff “Joey Ramone” Hyman, ο κιθαρίστας John “Johnny Ramone” Cummings, ο μπασίστας Douglas “Dee Dee Ramone” Colvin και ο εκάστοτε ντράμερ που παίρνανε μαζί τους, φορώντας του μαζί με τη «στολή» της τετράδας – το πολυκαιρισμένο μαύρο δερμάτινο-  και το οικογενειακό επίθετο «Ραμόν», είχαν επιβιώσει από κάθε γνωστό στον μουσικό κόσμο εμπόδιο : αδιαφορία για τη μουσική τους, χλεύη από τους κριτικούς, μετρημένα λεφτά βγαλμένα με ατέλειωτα χιλιόμετρα περιοδειών πακτωμένοι σε άθλια βαν.

Κοινό γι’ αυτούς υπήρχε. Το είχαν κερδίσει, του είχαν δώσει υπόσταση οι ίδιοι με την επιμονή τους, σπάζοντας την punk κρούστα και διευρύνοντας την απήχησή τους σε όλα τα είδη του ροκ. Όμως το κοινό αυτό δεν ενδιαφερόταν ν’ αγοράσει τους δίσκους τους.
Η καθιέρωση δεν είχε έρθει ακόμη, παρά τη συνέπειά τους με μΊα δισκογραφική προσπάθεια ανά περίπου έναν χρόνο. Tους ψάρεψε ως project ο μεγάλος Phil Spector, τους έβαλαν να συνεργαστούν με τον Graham Gouldman των 10cc, τους σύστησαν τον Dave Stewart των Eurythmics, κατάφεραν να συνεργαστούν μέχρι και με τον Jean Beauvoir των Plasmatics δημιουργώντας τα ραδιοφωνικά “Something To Believe In” και “My Brain Is Hanging Upside Down”. Όλες οι δισκογραφικές πρoσπάθειές τους τα τελευταία χρόνια μετά βίας έξυναν τον πάτο των πρώτων 100 του Billboard. Το 1987 έδωσαν όγκο στον ήχο τους κι άρχισαν να συνεργάζονται με τον συνθέτη Daniel Rey, βετεράνο πανκ κιθαρίστα από το NewJersey, σε μια προσπάθεια να δώσουν συνοχή στην μουσική κατεύθυνσή τους, στοχεύοντας να προτάσσουν 2-3 κομμάτια ως δόλωμα κάθε νέου δίσκου προς το mainstream. Τον Αύγουστο του ’87, ο ντράμερ τους από το ’83, Ritchie “Ramone” Reinhardt, εγκατέλειψε το σκάφος, απηυδισμένος που ο Johnny δεν έπαψε να τον μεταχειρίζεται με την διαβόητη έλλειψη αβρότητάς του, ρίχνοντάς τον μάλιστα στα λεφτά.
Ποιό το όφελος που εκείνος σπηντάρισε ακόμη περισσότερο τα live τους; Ποιό το όφελος που εκείνος είχε γράψει το κολοσσιαίο “Somebody Put Something In My Drink”;

Το γιατρικό ήταν έτοιμο, καθώς, εβδομάδες μόλις αργότερα, υποδέχονται στις τάξεις τους έναν παλιό γνώριμο. Τον “Marky Ramone”, κατά κόσμον Marc Bell, τον εμπειρώτερο ίσως μουσικό που είχε περάσει από τις τάξεις τους. Ο “Marky”, πριν αντικαταστήσει τον “Tommy Ramone” πίσω από τα ντραμς το 1978, ήταν ήδη καθιερωμένο όνομα στην punk σκηνή της Νέας Υόρκης, ως μέλος των Voidoids του Richard Hell.
Η τεχνική και η εμπειρία του είχαν αμέσως ταιριάξει με τον ήχο τους. Πιο δυνατός και αξιόπιστος από τον προκάτοχό του, είχε βοηθήσει στο να διατηρηθεί το ακάθεκτο ρυθμικό μπαράζ στα άλμπουμ “End of the Century” και “Pleasant Dreams”. Όμως και σ’ αυτόν είχε επιδράσει ο αυτοκαταστροφικός κανόνας της ζωής των Ramones. Στα τέλη του ‘82, υποφέροντας από συμπτώματα βαρέως αλκοολισμού, δεν ήταν σε θέση να ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις για το “Subterranean Jungle” και είχε δει από τον Johnny την πόρτα της εξόδου.
Από τότε όμως, είχε καταφέρει να «καθαρίσει» και να ξαναμπεί σταδιακά στη μουσική σκηνή. Όταν το Φθινόπωρο του ’87 επανήλθε στην τετράδα, ήταν έτοιμος να προσδώσει στους Ramones ό,τι καλύτερο είχε.
Με τον Marky να έχει επιστρέψει, η μπάντα βρέθηκε πάλι εκεί που ήταν επί τουλάχιστον 7-8 μήνες κάθε χρόνο, επί 15 συναπτά χρόνια: στο δρόμο. Το 1988, η Sire Records, η εταιρία που έθαλψε, με όλα τα υπέρ και όλα τα κατά, τους Ramones από την αρχή, για να γιορτάσει τη δεκαετή τους συνεργασία κυκλοφορεί το “Ramones Mania”, έναν διπλό δίσκο με 30 κομμάτια απ’ όλη τη δισκογραφία τους, γυρίζοντας μάλιστα κι ένα καινούριο βίντεο κλιπ για ένα παλιό τραγούδι, το “I Wanna Be Sedated”. Ακουγόταν ολοκαίνουριο, ακόμη κι αν είχε ηλικία 10 χρόνια ετών.


Προς το τέλος του ‘88 έρχεται στα χέρια τους μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση. Για δεύτερη φορά, 9 χρόνια μετά το “RockN’ Roll Highschool”, το Hollywood τους καλεί. Μετά από επίμονη σύσταση του ίδιου του Stephen King, του  διάσημου 41χρονου συγγραφέα ιστοριών τρόμου που δηλώνει ισόβιος θαυμαστής των Ramones, τους προσφέρεται η ευκαιρία να συνθέσουν ένα κομμάτι που θα γίνει το εμπορικό κλειδί του δίσκου με το soundtrack.
Θα είναι άραγε αυτό το διαβατήριό τους για την καθολική αναγνώριση; Μη χάνοντας χρόνο, μπαινουν στο στούντιο Quad Recordings στη Νέα Υόρκη με τον Daniel Rey και τον Jean Beauvoir σαν παραγωγούς και ηχογραφούν ένα κομμάτι που έχει γράψει ο Dee Dee, με τίτλο αυτόν της ταινίας: “Pet Sematary”. Η μελωδία έχει μια πένθιμη ποπ ευαισθησία, ο Joey ακούγεται εύθραυστος και αποξενωμένος, η μπάντα βαράει φορμαρισμένη. Τίποτε δεν προοιωνίζει ότι η νέα δεκαετία θα τους βρει απαρχαιωμένους. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη ακριβώς τη χρονική στιγμή, ενώ ετοιμάζονται για μια ακόμη απόπειρα να απευθυνθούν στο ευρύ κοινό, το ηθικό στις τάξεις των Ramones βρίσκεται σε μια από τις χαμηλώτερες στάθμες στην ιστορία τους.
Ο καθένας τους βρισκόταν σε διαφορετική διάσταση. Ο Joey ήταν στις σκόνες, όχι όμως τόσο όσο ο Ο Dee Dee που είχε εξελιχθεί σ’ έναν ολοένα και λιγώτερο λειτουργικό τοξικοεξαρτημένο. Υπήρχε διάχυτη ανησυχία, καθώς το συμβόλαιο παγκόσμιας διανομής με την Warner είχε μόλις τελειώσει, όπως και το συμβόλαιο με τη Sire. Το τραγούδι για την ταινία έμοιαζε μια πραγματική ευκαιρία, αλλά εξακολουθούσαν να βλέπουν τί συνέβαινε τριγύρω.
Το heavy metal κυριαρχούσε στις μουσικές προτιμήσεις των ακροατών του ροκ, ενώ το punk παρέμενε εγκλωβισμένο στο περιθώριο.
Η κατάσταση στις σχέσεις μεταξύ Joey και Johnny παρέμενε βαλτωμένη επί έβδομο συνεχή χρόνο, από τότε που ο πρώτος επέστρεψε στο σπίτι του νωρίτερα ένα βράδυ το καλοκαίρι του ’82 και βρήκε τον Johnny καβάλα στον έρωτα της ζωής του, τη Linda. Μέχρι τότε, κοντινοί του και μη άνθρωποι προσπαθούσαν να τον προειδοποιήσουν, όμως εκείνος δεν το πίστευε.  Από κείνη την ημέρα, οι δύο συνιδρυτές των Ramones δεν αντάλλαξαν κουβέντα ποτέ. Κατά έναν αδιανόητο για το μέσο άνθρωπο τρόπο, λειτουργούσαν σε παράλληλους κόσμους κάθε μέρα της αναγκαστικής τους συνεύρεσης, στο στούντιο, στις περιοδείες και πάνω στη σκηνή. Όταν το καλοκαίρι του 1988 ο Daniel Rey συνάντησε τους Ramones στα S.I.R. studios της Νέας Υόρκης για να ξεκινήσουν την προπαραγωγή για το άλμπουμ που θα διαδεχόταν το “Halfway To Sanity”, η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Joey και Johnnyαπεχθάνονταν σε τέτοιο βαθμό ακόμη και την φυσικη παρουσία ο ένας του άλλου, ώστε δεν ανέχονταν ούτε καν να βρίσκονται ταυτόχρονα στο ίδιο δωμάτιο. Ο Daniel Rey είχε μια δουλειά να κάνει, πριν όμως ξεκινήσει, έπρεπε να μάθει να διαχειρίζεται αυτή την παγιωμένη, εξαιρετικά ιδιόμορφη κατάσταση.

«Κατέληξα στο ότι ήταν καλύτερο να δουλεύω κάθε πρωί με τον Joey κάποια demo, στο στούντιο που είχα στο σπίτι μου. Έτσι, μπορούσε πρώτα εκείνος να μάθει τα κομμάτια. Τα απογεύματα πρόβαρα τα κομμάτια με την υπόλοιπη μπάντα στα S.I.R.. Όταν όλοι ήταν έτοιμοι και είχαν μάθει τα μέρη τους, βρισκόμασταν αναγκαστικά όλοι μαζί μία ή δύο φορές και προβάραμε, ξεκινώντας απ’ ό,τι είχαν μάθει πιο καλά και οι τέσσερις. Τότε, η μπάντα ηχογαφούσε τη μουσική το πρωί και το βράδυ ερχόταν στο στούντιο ο Joey μόνος του και έκανε τα φωνητικά».
   
Ο Marky ζούσε και ανέπνεε μέσα σε όλη αυτή την ένταση. «Συνυπήρχαμε συνήθως μέσα στην απόλυτη σιωπή. Δεν άντεχα, πέταγα πού και πού κανένα χοντρό αστείο, για να τους κάνω να γελάσουν». Του ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι στην εξάχρονη απουσία του, το μίσος μεταξύ Joey και Johnny παρέμενε αναλλοίωτο. Ο τραγουδιστής κι ο κιθαρίστας ήταν σαν πυγμάχοι που πλησίαζαν ο ένας τον άλλο χωρίς να κοιτιούνται, κι αποσύρονταν άπραγοι ο καθένας στην γωνία του, καταφεύγοντας στο προπονητικό του τημ ο καθένας για οδηγίες στρατηγικής. Ο Dee Dee ήταν μονίμως κομμάτια. Όταν έμοιαζε σχετικά νηφάλιος, έλεγε διάφορα για το πόσο είχε βαρεθεί την όλη ιστορία και το πόσο θα γούσταρε να κάνει καρριέρα σαν ράππερ, όπως «οι φίλοι του τον διαβεβαίωναν ότι μπορούσε». Ανέκαθεν πιο κοντά στον μπασίστα, ο Marky καταλάβαινε ότι η ντρόγκα είχε κάνει κάποια βίδα του Dee Dee να λασκάρει ύποπτα. Σύντομα, θα σταματούσε να είναι ένας Ramone.


O Dee Dee αποκνύοντας ότι η φλυαρία του περί ραπ είχε βάση, αρχές του ’89 κυκλοφορεί στην ίδια την Sire Records έναν ραπ δίσκο με τον τίτλο Standing in the Spotlight”. Ο ίδιος έχει τον κεντρικό ρόλο, επιχειρώντας μια συνολική ανασκευή της περσόνας του. Είναι πλέον ο “Dee Dee King”. Ο Daniel Rey, γνωρίζοντας ότι η παράδοξη στροφή συνδέεται και με την νιοστή προσπάθειά του να απεξαρτηθεί, τον βοηθά στα demo, ελπίζοντας ότι έτσι θα συμβάλει στο να καθαρίσει το μυαλό του και να νιώσει ότι ο προορισμός του είναι να γίνει ένας πλήρης Ramone ξανά.

Και πράγματι, συνθετικά τουλάχιστον η οντότητα Ramones τον είχε ανάγκη. Με τον Rey να μην καταφέρνει να ανταπεξέλθει στην τόσο σύνθετη διαπροσωπική σαπουνόπερα της συνύπαρξης των τριών Ramones, η παραγωγή του άλμπουμ που στο μεταξύ είχε πάρει τον τίτλο “Brain Drain” ανατίθεται στον γνωστό για τα crossover πειράματά του Bill Laswell. Εξέχουσα φιγούρα στη μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης, ο 33χρονος Laswell έχει δουλέψει, υπό διάφορες ιδιότητες, ως μουσικός, παραγωγός, συνθέτης και επιμελητής ηχογράφησης με μια ετερόκλητη γκάμα μουσικών, που καθένας είναι πασίγνωστος στο είδος του – από τον Afrika Bambaata ως τους thrashers Warfare, από τους PiL του John Lydon μέχρι τη Whitney Houston και τους Motorheαd.

Ο Rey θα καταθέσει χρόνια αργότερα τη δική του εκτίμηση. «Τότε, ακόμη, ο Joey επιθυμούσε να κυνηγήσει το μεγάλο single. Αντίθετα, ο Johnny ήταν σε άλλη ρότα: “Ας κάνουμε αυτό που ξέρουμε καλά. Έχουμε τη βάση των οπαδών μας κι είμαστε εντάξει. Έτσι κι αλλιώς, δε θα πουλήσουμε περισσότερους δίσκους, ό,τι κι αν δοκιμάσουμε”. Ο Joey, αντίθετα, πάντα ανήσυχος, έψαχνε να δει ποιός παραγωγός είναι στα πάνω του τη συγκεκριμένη περίοδο. Ο Laswell είχε μόλις τελειώσει το δίσκο του Iggy Pop, “Instict”. Πιστεύοντας ότι θα κάνει το δίσκο να ταιριάζει στην ηχητική παλέτα της εποχής, ο Joey δεν δυσκολεύτηκε να πείσει τους ανθρώπους της Sire να προσλάβουν τον Laswell».

Όταν ο γόνιμος σε νέες προσεγγίσεις, αλλά πάντα εντός χρονοδιαγράμματος Laswell φτάνει στα S.I.R. studios, εκπλήσσεται ευχάριστα από τη στρατιωτική πειθαρχία των τεσσάρων βετεράνων πανκ που, πάντως δε μιλάνε σχεδόν καθόλου μεταξύ τους.  «Ήταν φανερό ότι είχαν κάνει αρκετή δουλειά πριν πατήσω το πόδι μου στο στούντιο. Με το που άκουσα τί είχαν ήδη κάνει στην προπαραγωγή, τους λέω “εντάξει, παιδιά, έχετε αρκετό υλικό και μου μοιάζει αρκετά Ramones για να προχωρήσουμε. Τί περιμένουμε;».

Όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα. Ο Dee Dee που έχει γράψει μεγάλο μέρος από το υλικό είναι ήδη πνευματικά φευγάτος. Δεν θα παίξει σχεδόν τίποτε στο “Brain Drain”, το μπάσο του ίσως να διακρίνεται σε ένα ή δύο κομμάτια, ασχέτως αν το δικό του όνομα μπήκε στα credits. Ο ίδιος ο Dee Dee πάει στον Laswell με τη λύση έτοιμη. Ο φίλος του Andy Shernoff, μέλος των Rey and the Dictators ευχαρίστως θα έπαιζε τα μέρη του μπάσου. «Δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Γιατί δεν παίζεις εσύ το μπάσο; Οποιοσδήποτε μπορεί να το κάνει. Θα τα παίξεις μάλιστα και πιο γρήγορα», λέει στον Laswell. Το μυαλό του έχει καεί από τις πρόβες και την αναμονή; Πιο πιθανό να τον έχει απορροφήσει η προοπτική της rap καρριέρας που έχει πειστεί ότι τον περιμένει με ανοιχτές αγκάλες.

Ως προς τις κιθάρες, το καινούριο άλμπουμ θα επωφεληθεί από μια αφανή, αλλά κρίσιμη βοήθεια. Δεν είναι κάτι που συνέβαινε πρώτη φορά με τους Ramones. Ο Johnny δεν ήταν ποτέ ιδιαιτερα ικανός να παίξει σόλο και δεν είχε ποτέ πρόβλημα να δεχθεί τη συμμετοχή κιθαριστών που θα έβαζαν τα κατάλληλα καρυκεύματα  στο τελικό αποτέλεσμα. Στους τελευταίους δίσκους αυτό το ρόλο είχε παίξει με άψογα αποτελέσματα ο πρώην κιθαρίστας των Heartbreakers, Walter Lure. Τώρα, το ρόλο αυτόν ανέλαβε ο ίδιος ο Daniel Rey, μαζί με τους session κιθαρίστες Artie Smith και Robert Musso, δίνοντας πρόσθετο κιθαριστικό χρώμα  στο υλικό του “Brain Drain”.
«OJohnny συνήθως έπαιζε τη βασική γραμμή της ρυθμικής κιθάρας σ' ένα take. Εγώ την αναδιπλασίαζα, με τα μηχανήματα του στούντιο κι έκανα τον ήχο ν’ ακούγεται πιο γεμάτος. Ήταν μια tμέθοδος που έδινε ασφάλεια, που διόρθωνε και κολάκευε το παίξιμο του Johnny. Όλα τα υπόλοιπα, ό,τι άλλο ακούγεται, μελωδίες, φράσεις, μικρά σόλο, τα έπαιξαν άλλοι, με την πρώτη ή τη δεύτερη, χωρίς πολλή επεξεργασία και με τον Johnny πάντοτε παρόντα».

Υπό την εποπτεία του Laswell, οι Ramones ηχογραφούν το πιο heavy δίσκο της μέχρι τότε δισκογραφίας τους. Κάποιοι κριτικοί γράφουν, προφανώς υπερβάλλοντας, ότι ήταν «το καλύτερο άλμπουμ που οι Motorhead δεν κυκλοφόρησαν ακόμη». Πιο κοντά στην αλήθεια είναι ότι πατώντας πάνω στη σκληράδα του “Halfway To Sanity” οι Ramones βάδισαν πλησιέστερα στην περιοχή του νεοϋορκέζικου hardcore, ξεμακραίνοντας από το στυλ “Beach Boys στις 78 στροφές” απ’ όπου είχαν ξεκινήσει. Τα ντραμς του Marky, εντελώς κόντρα στη αντίληψη των ηχογραφήσεων του 1989, ηχογραφήθηκαν κολλητά σε έναν πέτρινο τοίχο, αποκτώντας μια οξύτητα και μια ζωντάνια που έπιανε τον ακροατή με την πρώτη.
 «Ο Johnny έλεγε συνέχεια “χρειαζόμαστε πιο πολλά γρήγορα κομμάτια. Χρειαζόμαστε πιο πολλα σκληρά κομμάτια. Από την άλλη, ο Joey πάντα τραβούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση, την ποπ μελωδία. Ο Johnny παρακινούσε τον Dee Dee να γράφει πιο σκληρά κομμάτια. Ο heavy metal ήχος ήταν τότε στα πάνω του και ήθελαν να δουν πόσο heavy μπορούν να γίνουν. Ο Dee Dee ήταν ο πιο ενστικτώδης συνθέτης από τους τρεις. Μπορούσε να γράψει πέντε τραγούδια σε δύο μέρες. Τα δύο συνήθως ήταν για πέταμα. Από τα υπόλοιπα τρία όμως, το ένα πάντα φώναζε από μακριά ότι θα γινόταν κατευθείαν “κλασσικό”. Από την άλλη, ο Joey μπορεί να είχε μια μουσική ιδέα στο μυαλό του επί βδομάδες ολόκληρες. Έγραφε λοιπόν έναν στίχο. Μετά από δύο βδομάδες ένα κουπλέ. Το πήγαινε πιο αργά».


Ο Joey, πάντως, είναι αυτός που στο πρώτο κομμάτι του δίσκου, ανοίγει στιβαρός δρόμο ανάμεσα από την ογκώδη δόνηση των ριφ του "I Believe in Miracles", σκορπίζοντας την ελπίδα με παράλογη, παιδική αφέλεια: I believe in a better world, for me and you”. Είναι ένα από τα αυτοστιγμεί «κλασσικά» του Dee Dee, γραμμένο με τη βοήθεια του Daniel Rey. Στον Dee Dee εξάλλου πιστώνεται το μεγαλύτερο μέρος του υλικού. “Zero Zero UFO”, το κομμάτι που έδωσε στο Ζήνωνα το παρατσούκλι του, “Learn To Listen”, “Punishment Fits TheCrime”, “Don’t Bust My Chops” - γραμμένο μισό – μισό με τον Joey.
Στον Joey ανήκουν τα πιο μελωδικά “Ignorance Is Bliss”, "Can’t Get You Out of My Mind", “All Screwed Up” και το  γλυκόπικρο "Μerry Christmass (I Don’t Want to Fight Tonight)" που κλείνει το δίσκο. To διαμάντι του Dee Dee, βέβαια, δεν είναι άλλο από το “Pet Sematary”.
Με ανανεωμένο το ενδιαφέρον του MTV και με μια ταινία τρόμου να βγαίνει στις Η.Π.Α. τον Απρίλιο του ’89 και να σπάει ταμεία, όλα έμοιαζαν πιο ευνοϊκά από κάθε άλλη φορά. To single "Pet Cemetery" δεν αργεί να γίνει κάτι σαν μικρό hit, φτάνοντας στο Νο 4 των ανεξάρτητων chart. Όμως για μια ακόμη φορά, σύντομα το πράγμα χάνει το momentum και βαλτώνει. Οι ημερομηνίες της περιοδείας είναι και πάλι πυκνές και οι αίθουσες, τουλάχιστον σε Ευρώπη και Νότια Αμερική, γεμάτες. Όμως το άλμπουμ φρακάρει και πάλι στο Νο 122 του Billboard και το συμβόλαιο με την Sire δεν ανανεώνεται ποτέ. Έχοντας χάσει από τις τάξεις τους τον Dee Dee (πλέον “King”), ο Johnny – πάντα αδίστακτος - αποφασίζει να προσλάβει στη θέση του έναν «κλώνο του Dee Dee, απλώς νεώτερο», όπως λέει, τον 24χρονο Chris “CJ Ramone” Ward, πρώην πεζοναύτη. Και προχωρούν. Μη μιλώντας μεταξύ τους. Μην κάνοντας σχέδια. Βάζοντας το κεφάλι κάτω και κακοποιώντας με ισοπεδωτικό ήχο 30 και 35 από τα τραγούδια τους, κάθε φορά που ανεβαίνουν σε οποιαδήποτε σκηνή του κόσμου.



Ακριβώς όπως εκείνο το βράδυ του Σαββάτου στο «ΡΟΔΟΝ».
Με την εισαγωγή του «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος» να προκαλεί παράκρουση, οι τέσσερις Ραμόνες ανεβαίνουν στο πάλκο με πίσω τους το οικόσημο με τον αετό. Ο Joey με το ατσούμπαλο σουλούπι και το πρόσωπο πνιγμένο σε μια μάζα από μαλλιά, ο Johnny αριστερά όπως κοιτάμε, με τα χείλη σφιγμένα σα φονιάς με κούρεμα Ρίνγκο Σταρ του '65, δεξιά ο αποστεωμένος Dee Dee με μαύρα ρέϊμπαν και μαλλί μακρύ για τα δικά του δεδομένα.
Χωρίς καλά – καλά ν’ ανταλλάξουν τις τυπικές ευγένειες με το κοινό, «1-2-3-4-!!!», αρχίζουνε να κοπανάνε απνευστί: “Durango 95”, “Teenage Lobotomy”, “Psycho Therapy”, “Blitzkrieg Bop” “Rock N’ Roll Radio”, κάπου κει αρχίζω να τα χάνω αφού όλα ακούγονται ίδια, ένας θόρυβος που ξεκουφαίνει, ενώ τα κλωτσομπουνίδια στις μπροστινές σειρές με αναγκάζουν να πισωπατήσω με χίλια ζόρια στο πίσω κεφαλόσκαλο του «ΡΟΔΟΝ», όπου όμως βλέπω κάπως καλύτερα, διατηρώντας μια αμυδρή ελπίδα ότι η ολική ρήξη τυμπάνων μπορεί και να αποφευχθεί.
“Beat On The Brat”, “Rock N’ Roll High School”, “Rockaway Beach”, “Mama’s Boy”, “Bonzo Goes To Bitburg”, χάνω το Μήσο και τον Ζήρο, άφαντοι, ένας ημίγυμνος με μπλε μοϊκάνα ξερνάει κάτι μπύρες στο πάτωμα, μια κοντή γκόμενα με δεμένο ένα φούτερ στη μέση ανοίγει χώρο να πάει προς τα πίσω, το δεξί της ρουθούνι τρέχει αίμα, “Cretin Hop”, “Pinhead”, σφαγή. Οι Ραμόνες δε νιώθουνε. Ο Joey σπρώχνει το μικρόφωνο, άλλοτε στηρίζεται πάνω του, πάει με τη φωνή να προλάβει τα κομμάτια, που φεύγουν σα σφαίρες με ασύλληπτη ταχύτητα, το ένα μετά το άλλο, με μόνο το «One,  two, three, fo’» του Dee Dee να τα διαχωρίζει. Encore με “Chinese Rocks”, “Somebody Put Something In My Drink”, “Palisades Park” και “We’re A Happy Family”.
«Τί, τελείωσε; Έβγα έξω ρε μπέκρααααααα !!!»
Περνάω πρώτος απέναντι τη Μάρνη, κάθομαι στα σκαλάκια του σουβλατζίδικου και τους περιμένω. Κι οι δύο λουσμένοι στον ιδρώτα, ο Μήτσος με την αφάνα τσιγαρισμένη ο Ζήρο σα νά’ χει βγει από κλίβανο πιστοποιημένης γλιτσοποίησης. Ανηφορίζουμε προς πλατεία και σταματάμε στο περίπτερο. «Κάββουρας ή καραφάκι;».
Ο Ζήρο έχει ανακτήσει αισθήσεις. «Ιτ’ς δη εντ οβ δη έϊτιζ, ιτ’ς δη εντ οβ δε σέντσιουρυ, ρεμαλάκες. Καραφάκι».
Στο γωνιακό παγκάκι Σολωμού και Σπύρου Τρικούπη, ο Μήτσος ο Μανιτάρης, σε μια έκλαμψη των όχι και τόσο παλιών ημερών, τότε που έγραφε έκθεση 19 ακόμη και στον ύπνο του, στραγγαλίζοντας το λαιμό ενός «Μίνι», δογμaτίζει: «Ραμόνες, μαλάκα. Ποτέ στο ροκ ο αναλφαβητισμός δεν υπήρξε τόσο λειτουργικός».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου