Emerson Lake & Powell: Touch And Go, τo τελευταίο prog-πύργιο
Thursday

2Dec

Emerson Lake & Powell: Touch And Go, τo τελευταίο prog-πύργιο

Δημοσιεύθηκε από:

02/12/2021

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

2469
Για το αυτοκρατορικό τρίο των progressive δεινοσαύρων της δεκαετίας του ’70, το ρολόϊ της εξέλιξης είχε σταματήσει, αρκετά άδοξα, στα τέλη του 1978.
Τότε, με το δίσκο “Love Beach”, που είχε στο εξώφυλλο τους τρεις μουσικούς σε μια παραλία με φοινικόδεντρα να μοστράρουν τα ανοιχτά τους πουκάμισα ως γκεστ σταρ ζιγκόλια στην τηλεοπτική σειρά «Το Πλοίο της Αγάπης» (το, κατά σατανική σύμπτωση, συγγενόηχο “Love Boat”), είχαν για πρώτη φορά προσαράξει. Οι μόδες τους περιθωριοποίησαν και οι ίδιοι, μετά από μια πενταετία τρομερής επιτυχίας, χωρίς περιστροφές, στέρεψαν.  
Αυτό δεν σημαίνει ότι η βιομηχανία τους ξέχασε. Στα 32 του, ο ντράμμερ Carl Palmer με τη βοήθεια του John Kalodner, συνδέθηκε με τον John Wettοn των King Krimson και των πρώην κιθαρίστα των Yes, Steve Howe για να φτιάξουν τους Asia, το πρώτο σούπερ γκρουπ της δεκαετίας του ’80 που συνέγραψε μια σελίδα ανεξίτηλης ραδιοφωνικής ιστορίας με το οικουμενικά αναγνωρίσιμο “Heat Of The Moment” το καλοκαίρι του ‘82. Όμως τα πράγματα δεν πήγαιναν το ίδιο καλά για τους άλλους δύο. Ο 41χρονος Keith Emerson, ένα σόλο άλμπουμ (“Honky”, ’81) και δυό σάουντρακ αργότερα (για ένα b-movie του Dario Argento και για το πιο mainstream “Nighthawks”, με Sylvester Stallone και Rutger Hauer) έφτασε στο ’85 καλλιτεχνικά παραπαίοντας.
«Μου έδωσαν από τη Geffen 10 χιλιάδες για να γράψω 10 demo, χωρίς καμιά περαιτέρω δέσμευση ή προορισμό. Τα πήρα. Λέω, γιατί όχι; Μόλις τα άκουσαν, άρχισαν να μου βάζουν ιδέες. Keith, ξέρεις κάτι; Θα ήταν ωραίο να ξαναβρισκόσουν με τον Greg και τον Carl».
Ερωτώμενος από τους Los Angeles Times (φύλλο 29ης Οκτωβρίου 1986) για την επανασύνδεση των 2/3 των E.L.P. με διαφορετικό “P”, o 39χρονος Greg Lake μισοαστειευόμενος δηλώνει ότι «ο Keith κι εγώ είπαμε να βγάλουμε λίγα λεφτά», ομολογώντας πάντως ότι ούτε η δική του σόλο καρριέρα πήγαινε πουθενά. «Οι δίσκοι μου ήταν προς τη λάθος κατεύθυνση. Παρά το ότι ασχολήθηκα με τα πλήκτρα τα τελευταία χρόνια, κατά βάση είμαι κιθαρίστας. Οπότε, θεώρησα ότι είναι ευκαιρία να συνεργαστώ με άλλους κιθαρίστες. Η απόφαση αυτή δεν ήταν, τελικά, η καλύτερη για την καρριέρα μου».
Προφανώς έχει κατά νουν την επί δύο χρόνια συνύπαρξή του με τον Gary Moore, η οποία μπορεί να βοήθησε τον τελευταίο να βρει ένα συμβόλαιο για σόλο καρριέρα με την Virgin, όμως άφησε τον ίδιο τον Lake να μη μπορεί να χαράξει συγκεκριμένη κατεύθυνση με την δική του, την Greg Lake Band.   
 


Οι Emerson και Lake αποδέχονται την πρόταση της Geffen, μόνο που ο Palmer, ακόμη δεσμευμένος με συμβόλαιο –στην ίδια εταιρία, την Geffen- με τους Asia, δεν προσεγγίζεται, ή –το πιθανότερο- δε συμφωνεί ν’ αφήσει μια ασφαλή καρριέρα σ’ ένα επιτυχημένο σούπεργκρουπ για ν’ αναβιώσει από το μηδέν το παλιό του.
«Δε θέλαμε να αναβιώσουμε την παλιά μπάντα»,  θα πει ελάχιστα πειστικά ο Lake στην ίδια συνέντευξη. «Δε θα είχαμε πιθανότητες για το μέλλον αν συνεργαζόμασταν ξανά με τον Carl», θα δηλώσει, κάπως σιβυλικά.
Η αλήθεια είναι ότι, καθώς το ’85 πλησιάζει προς το τέλος του, οι δύο τους χρειάζονται οπωσδηποτε έναν ντράμμερ, για να δώσουν σχήμα στο καινούριο υλικό, για το οποίο έχει γράψει σχεδόν ολόκληρη τη μουσική ο Emerson και ο Lake βάζει σιγά – σιγά στίχους. Στις ωντισιόν δοκιμάζονται διάφοροι, όμως με το που εμφανίζεται ο 38χρονος Cozy Powell, ο άνθρωπος με το προσωνύμιο “Octopus”, πρώην ντράμμερ των Jeff Beck, Rainbow, Μ.S.G., με πέντε ήδη σόλο δίσκους στο ενεργητικό του και άρτι αποδεσμευθείς από μια τριετή θητεία στους Whitesnake, δεν άργησαν να το καταλάβουν: δε θα έβαζαν στη μπάντα μόνον τον πιο δυνατό ντράμμερ που είχε μείνει στο ροκ κόσμο μετά την αδόκητη φυγή του John Bonham, αλλά κι έναν συμπαίκτη του οποίου το όνομα άρχιζε από …”P”.
Ο Keith Emerson θα συνοψίζει τους λόγους για τους οποίους ο Cozy υποσκέλισε τον ανταγωνισμό εύκολα.
«Φυσικά και τον γνώριζα, από χρόνια. Μας εντυπωσίασε στα δοκιμαστικά. Σκεφτόμουν όμως ότι είναι ένας …heavy metal ντράμμερ, θα μπορούσε άραγε να χειριστεί το υλικό που παίζαμε μεις; Τον κάλεσα και μιλήσαμε προσωπικά. Πολύ ωραίος τύπος. Είχαμε και κοινά ενδιαφέροντα. Γουστάραμε κι οι δύο τρελλά τις μοτοσυκλέττες».
Kάπως έτσι οι Emerson, Lake & Powell πήραν σάρκα και οστά. Με τον βετεράνο παραγωγό Tony Taverner (παρόντα σε ηχογραφήσεις ευρύτατης γκάμας, από τους Monty Python και τους Nazareth ως και τους Wham!) να τους συμβουλεύει, οι τρεις βετεράνοι μπήκαν προς το τέλος του ’85  στο Maison Rouge του Λονδίνου και στη συνέχεια στο Fleetwood Mobile του Sussex για να ηχογραφήσουν και να μιξάρουν το υλικό τους.

«Αν χρησιμοποιούσαμε κάποιο άλλο όνομα, το κοινό θα αγνούσε ότι είμαστε μια ανανεωμένη εκδοχή της παλιάς μπάντας. Όσα γκρουπ από τον progressive χώρο επιβίωσαν στη δεκαετία μας, το γύρισαν σε μια μοδάτη εκδοχή της ποπ. Αν κάναμε κι εμείς το ίδιο, οι μουσικοκριτικοί θα έπεφταν πάνω μας να μας ξεσκίσουν. Αν συνεχίζαμε από εκεί που είχαμε σταματήσει στα seventies, πάλι θα μιλούσαν για “επιστροφή των δεινοσαύρων”. Οπότε, κάναμε το αυτονόητο. Χρησιμοποιήσαμε τα ονόματα και των τριών μας. Τί κι αν πούν ότι τρώμε και πάλι από τα έτοιμα; Έχουμε κάθε δικαίωμα. Δουλέψαμε πολύ για να φτιάξουμε το όνομα των E.L.P.. Καλύτερα να μας απορρίψουν επειδή παίζουμε τη μουσική που αγαπάμε». 


Σε επίδειξη μουσικής ακεραιότητας η οποία εν έτει 1986 ισοδυναμούσε με δυσεξήγηση ρετρότητα, το τρίο δεν υπέπεσε στον πειρασμό να απλοποιήσει τις συνθέσεις του. Το υλικό ήταν ανανεωμένο, περιπετειώδες, γεμάτο από τα πλήκτρα του Emerson που απλώνονταν σ’ όλον τον ηχητικό ορίζοντα, με τη φωνή του Lake ώριμη, γήϊνη, τα τύμπανα του Cozy να θυμίζουν πώς είναι τα ανθρώπινα κρουστά σε μια εποχή όπου τα διάφορα «κουτιά» drum machine είχαν σφετεριστεί το ρόλο του μετρονόμου, ακόμη και στο ροκ. Εντελώς ξένο με τις εμπορικές φόρμουλες των Asia, καπως πιο κοντά στον εκσυγχρονισμένο ήχο των Yes του “90125”, το άλμπουμ προσφέρει μέσα σε κάτι λιγώτερο από 43 λεπτά ένα ταξίδι με σάουντρακ από άλλη διάσταση.
Το εννιάλεπτο εναρκτήριο "The Score" συνδέει άμεσα παρελθόν και παρόν, αφού περιλαμβάνει τη φράση welcome back my friends to the show that never ends”, την ταυτισμένη με την κλασσική τους σουίτα “Karn Evil 9: First Impression” και τα τετράωρα σόου των E.L.P. ανά τον κόσμο, μια δεκαετία νωρίτερα.
“What's your game - Alright you've got it
Take your aim - Alright you shot it

It's been so long your welcome back my friends
To the show that never ends”



Υπάρχει χώρος για μπαλάντες όπως το πλήρες συναισθήματος “Love Blind”, για ευάερη τζαζ “Step Aside”, ως και φιλόδοξη, γεμάτη στόμφο κλασσική ενορχήστρωση. Η οχτάλεπτη διασκευή στο γραμμένο εβδομήντα χρόνια νωρίτερα κονσέρτο για δύο πιάνα του βρετανού συνθέτη Gustav Holst "Mars, the Bringer of War που κλείνει τη δεύτερη πλευρά, αφήνει στον μέσο prog ακροατή έντονη την αίσθηση ότι το μουσικό ρολόϊ του Keith Emerson βρίσκεται μεταξύ 1916 και 1973, αλλά με πολύ μεγαλύτερη δυναμική και ευκρίνεια στην εκτέλεση κι από τις δύο εποχές. Το “Lay Down Your Guns” είναι μια μεγαλεπήβολη αντιπολεμική μπαλάντα όπου τα πλήκτρα του Emerson αναδίδουν τη συμφωνική ανάταση από τις καλύτερες στιγμές της δισκογραφίας τους.


O πραγματικός άσσος του άλμπουμ έρχεται στο ξεκίνημα της δεύτερης πλευράς. Αξιοποιώντας έναν παραδοσιακό αγγλικό σκοπό, το "Lovely Joan", ο Emerson προσθέτει μια απλή, ακαριαία απομνημονεύσιμη συγχορδία στο συνθεσάϊζερ για να δημιουργήσει έναν αναπτερωτικό, ψυχοκινητήριο mini παιάνα: Όσο κι αν η πρόθεσή τους ήταν να αποφύγουν τις radio ready ευκολίες, το "Touch and Go" -που θυμίζει τη μεγάλη τους επιτυχία “Fanfare For The Common Man”- θα κυκλοφορήσει σε single και θα φτάσει στις 19/7/86 στο Νο 60 του Hot-100 Billboard. 26 Μαίου του 1986 θα κυκλοφορήσει στις Η.Π.Α. -μία εβδομάδα αργότερα στη Βρετανία- και ο δίσκος, που θα σημειώσει όχι ευκαταφρόνητη πορεία στα τσαρτς (US#23, 26/7/86 και UK#35, 14/6/86).
Δυστυχώς, η επιστροφή του σχήματος στο προσκήνιο υπήρξε βραχύβια και πάντως δυσανάλογη της μουσικής αξίας εκείνου του ενός και μοναδικού δίσκου στην όλη δισκογραφία των E.L.P.. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση μιας περιοδείας 46 εμφανίσεων στις Η.Π.Α. ανάμεσα σε καλοκαίρι και φθινόπωρο του ‘86, η οποία δεν πέρασε απαρατήρητη, το τρίο ανακοίνωσε παύση εργασιών.
Ο Lake, σε δηλώσεις του στον μουσικό τύπο επικαλέστηκε ότι ο Powell ήταν αδύνατο να αναπληρώσει τη χημεία που ο Palmer είχε μ’ αυτόν και τον Emerson. Ο τελευταίος, από την άλλη, έκανε λόγο για την παλιά καλή διαβρωτική τριβή ανάμεσα σε «μεγάλα παιδιά», που ξεπροβάλει με μαθηματική ακρίβεια όταν η συνθήκη της καθημερινής συνύπαρξης στην περιοδεία βγάζει από τον καθέναν τον χειρώτερο εαυτό του.
«Κάποια στιγμή ξύπνησα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου από μια έντονη λογομαχία. Άνοιξα την πόρτα και είδα τον Cozy έξω φρενών. “Θα τον σκοτώσω τον καργιόλη!”, έλεγε  ψάχνοντας τον Greg. Δεν έχει σημασία η αφορμή.Κάθε φορά που φτάνεις σ’ αυτό το κεφάλαιο, ξέρεις τί κατάληξη θα έχει η όλη ιστορία».
Κατ’ ειρωνεία της τύχης, ενώ ο Lake αναπολούσε δημοσίως τον Palmer, ήταν ο Emerson εκείνος που τον προσέγγισε πρώτος. Μαζί με τον πολυσχιδή Richard Berry και βοήθεια από την Geffen Records έφτιαξαν τους “3”, άλλο ένα τριμελές, μοντέρνο pomp rock σχήμα που επιχείρησε μ’ άλλον έναν εκλεπτυσμένο δίσκο να μπει το 1988 στο mainstream, χωρίς να καταφέρει πολλά πράγματα.
Το καρουσέλ των γερόλυκων του prog rock της δεκαετίας του ’70 (Genesis, Yes, E.L.P., GTR, Mike & The Mechanics, Asia, 3), κάπου εκεί σταμάτησε τις γεμάτες στόμφο και ποικιλία περιστροφές του. Όμως στα αυλάκια αυτής της μοναδικής συνύπαρξης των τριών μουσικών δεν θα παύει να κυλάει αναγνωρίσιμη αρκετή από την ασυμβίβαστη προς εποχικές μουσικές τάσεις παράλογη έπαρση.
Στο δε “Touch & Go”, επιλεγομένο εφεξής ως ζωντανή ή και τηλεοπτική επένδυση για μακρά σειρά από ανταγωνιστικά αθλητικά δρώμενα, από παγκόσμια πρωταθλήματα κλειστού στίβου, ως world series του baseball, το progressive rock πιθανότατα βρήκε το έσχατο απομνημονεύσιμο αποτύπωμά του στο στερέωμα της ποπ μουσικής.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου