AC/DC: The way to rock ’n’ roll, εξ αίματος και μέσω αυτού (est. 1988)
Saturday

30Dec

Σάββατο, 26 Μαρτίου 1988, επτάμιση το απόγευμα. Στην κουζίνα η τηλεόραση παίζει «ΜΟΥΣΙΚΟΡΑΜΑ». Belinda Carlisle, George Michael, αυτό το κομμάτι από το Dirty Dancing που μας έχει κάνει τα μυαλά λιωμένη γρανίτα βερύκοκο.
Αύριο τη νύχτα, επιτέλους αλλάζει η ώρα. Αύριο την ημέρα, πιο συγκεκριμένα, το μεσημέρι, ξεκινά η πολυήμερη ονειρική σεκάνς που κλωθογυρνάει στο μυαλό μας χρόνια. Επιγράφεται «πενταήμερη» και είναι εξ ορισμού προορισμένη να γίνει η επισφράγιση ολόκληρου του σχολείου.
Οι πιο μεγάλοι, φοιτητές πια, μας έχουνε φουσκώσει το μυαλό με τα «της πουτάνας τους». Ξεβιδωμένοι νιπτήρες, βγαλμένες από μεντεσέδες πόρτες, ντίσκο ολονυχτίες, προφυλακτικά γεμάτα μπύρα που σκάνε σε καράφλες καθηγητών, όργια με τσιγάρα και πιώματα μέχρι ανασιθησίας, πίτσες με ανανά να εκτοξεύονται από τον 8ο σε πισίνες και έρωτες αιμοφόρους, σινεμασκοπ, ολετήριους, που καταστρέψανε και τους δύο. Και τώρα είναι η σειρά μας. Εμείς είμαστε η Τρίτη Λυκείου. Με τα πετροπλυμένα Levis’ και τα καρώ πουκάμισά μας και με τα ούλα μας. Κυρίως, με τις μουσικές μας.
Και τότε, κολλητά μετά το νεύρο του “All Day And All Of The Night” από τους Stranglers (που κάτι μου λέει ότι δεν είναι των Stranglers), να και κάτι νότες που με τη μία στέλνουν μικροεκκενώσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Το λογότυπο που τα λέει όλα και σημαίνει τα πάντα, πορτοκαλλοκόκκινο στην γκρίζα οθόνη μιας τεράστιας τηλεόρασης. Το ακκόρντο σκάει με δύναμη.
Η οθόνη τρυπάει, σκίζεται. Από μέσα πετάγεται ο Angus Young με πολιορκητικό κριό την Gibson SG, το μαυρόασπρο ταυράκι που ανατινάζει κάστρα και φρούρια.
O πατέρας μου κάθεται στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο και διαβάζει το χτεσινό «Έθνος». Αστραπιαία, τεντώνομαι και σέρνω το τηλεκοντρόλ της SABA από τη δική του πλευρά του τραπεζιού προς τη δική μου.
«Για δυνάμωσε λίγο!»
Ο φωνακλάς μπετατζής με το αμάνικο τζην πουκάμισο και την τραγιάσκα, εντάξει. Ο μπουλούκος με το γαλάζιο κοντομάνικο πίσω απ΄τα τύμπανα, πάει καλά. Αλλά αυτός ο  δαίμονας ο μακρυμάλλης με το γκρενά σακκάκι, τη γραββάτα, το κοντό παντελονάκι, την άσπρη κάλτσα και την κιθάρα που βγαίνει από τη μύτη του πυραύλου, χτυπιέται κι αφιονίζεται ανάμεσα στο τρελλαμένο κοινό, δε μπορεί. Ακόμη και σε κάποιον που μεγάλωσε περιμένοντας να βάλει το πάρτυ Platters για να διαλέξει ντάμα, αυτή η ενέργεια, τον ανακινεί.
«Τον μπαγάσα !»
Kάθε μέλος της μπάντας έμενε και σε διαφορετική γωνιά του κόσμου. Όταν, αρχές Άνοιξης του ’87, οι πέντε AC/DC συγκεντρώθηκαν στην Αυστραλία, ο 35χρονος Malcolm Young είχε ηχογραφημένα σε κασσέττες ένα σωρό από ριφ.
Πάνω τους, όπως και στα προηγούμενα άλμπουμ, έριξε τη δική του στιχουργική σως ο Brian Johnson, αποτελούμενη από τα γνώριμα, δικά του υλικά υλικά: γυναίκες με βρώμικα μυαλά, αγόρια με βρώμικα όνειρα.
Η μπάντα αναζητεί μια επανεκκίνηση και γι’ αυτό επιλέγει έναν διαφορετικό τόπο για τις ηχογραφήσεις του νέου υλικού της. Εγκαθίστανται στο Château Miraval, στο ηπειρωτικό τμήμα της Κυανής Ακτής στη νοτιοανατολική Γαλλία και ξεκινούν τη δουλειά τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς.



Το στούντιο, εγκαταστημένο σ’ ένα ρουστίκ μεσαιωνικό παλάτι με φυσική λίμνη που περιβάλλεται από ελαιώνες και αμπελώνες δεν έχει  αιρ κοντίσιον, επιφυλάσσοντας κατά τι ασκητικές συνθήκες για μπάντα και τεχνικούς, σε μια περίοδο του χρόνου όπου η ζέστη είναι ανυποχώρητη στην γαλλική Ριβιέρα. Brian Johnson και Cliff Williams κοιμούνταν στρωματσάδα, έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν σμήνη από κουνούπια μεγέθους ντακότας.
«Είχαμε όμως και όμορφες γαλλίδες να μας ξυπνούν με το πρωϊνό έτοιμο», θα σημειώσει ο Johnson σε συνέντευξή του τον Οκτώβριο του ’87, με κείνο το κουτοπόνηρο βραχνό γέλιο, το λες κι είναι φτιαγμένο για ν’ αποδεικνύει ότι οι AC/DC παραμένουν μια σειρά θρανίων ξεχασμένου από την ευταξία γυμνασίου αρρένων που έχει πάρει τη θεόσταλτη άδεια να κάνει ό,τι χοντράδα θέλει, αρκεί να την κρατά σε στενό κύκλο.
Ο δίσκος έχει κυκλοφορήσει στις 18 Ιανουαρίου. Τον περιμέναμε αρκετό καιρό, καθώς το προπέρσινο "Who Made Who" (με τα ξαναμιξαρισμένα παλιά και τα τρία καινούρια που ακούγονταν στην τρομακτική κινηματογραφική φλόμπα “Maximum Overdrive”) δεν μετρούσε ως κανονικό άλμπουμ. Το "Blow Up Your Video", η πρώτη προβεβλημένη hard rock κυκλοφορία του '88, είναι αυτό που σηματοδοτεί την επιστροφή των AC/DC στα κιτάπια των επιτυχιών (UK#2, 13/2/88 και US#12, 26/3/88), βάζοντάς τους γερά και στο μουσικό χρονολόγιο των νεώτερων fan, οι οποίοι, έχοντας διδαχθεί να προσκυνούν το "Back In Black", διψούν, ιδίως σε κείνες τις μέρες της ξενερουά newavοσύνης και της κυριζοπλαστικοποίησης, για φρέσκες αποδείξεις περί την ύπαρξη -και τη βασιλεία- του ηλεκτροφόρου ήχου επί της γης.
«Στον αβέβαιο τούτο κόσμο είναι καλό να ανακαλύπτει κανείς ότι μπορεί να εξακολουθήσει να έχει εμπιστοσύνη στη δύναμη του ροκ. Και ειδικότερα, στη δύναμη αυτή που εξαπολύουν οι πλέον αφοσιωμένοι και αξιόπιστοι εκπρόσωποί του», γράφει ο Chris Welch στο Kerrang. «Εδώ δεν θα συναντήσετε καμία αγωνία για εκμοντερνισμό. Αυτό εδώ το ακρόαμα δεν περιλαμβάνει ομάδες πληκτράδων και προγραμματιστές υπολογιστών, ή ενορχηστρώσεις από ιδιοφυή νεαρούδια που το παίζουν παραγωγοί. Εδώ έχουμε απλώς τα αδέρφια Young και την κουστωδία τους να αποδίδουν επιδέξια τη δική τους δυναμική εκδοχή της ροκ-εν-ρολ ανυπακοής».
 «(…) Ένας πάκος από τραγούδια παιγμένα με σπαρτιατική καθαρότητα, χωρίς φτιασίδια και υπερφόρτωση, με βάση τους την εδραία πεποίθηση ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να δουλέψεις σκληρά για να τα αποδώσεις στο στούντιο, όσο και πάνω στη σκηνή. Αυτό είναι και το μυστικό της επιτυχίας αυτού του δίσκου. Αφ’ ότου το ακούσεις και ευχαριστηθείς κάθε του κομμάτι, νιώθεις ότι βρέθηκες στο Hammersmith Odeon – μόνο που δεν χρειάστηκε να σταθείς για ώρες στην ουρά για να βρεις εισιτήριο»
Ωστόσο υπάρχει κάτι αρκετά χαρακτηριστικό στην όλη παραγωγή. Είναι επιμελημένη από τον μεγάλο αδελφό του Malcolm και του Angus, τον George Young. Μαζί με τον αχώριστο στουντιακό του συνεργάτη Harry Vanda είχαν κάνει αισθητή την επιστροφή τους στα πράγματα της μπάντας με το ρημίξ των τραγουδιών του “Who Made Who”, αφ’ ότου τα δύο προηγούμενα άλμπουμ τoυς, “Flick Of The Switch” (15/8/83) και “Fly On The Wall” (28/6/85), χαμήλωσαν αρκετά τον πήχη, ειδικά όσον αφορά το φινίρισμα του ήχου.
«Ο George κι ο Harry είναι ειλικρινείς. Αν κάτι που παίζουμε είναι για τα σκουπίδια, θα μας το πουν. Επίσης, στοχεύουν στο να κάνουν τα πράγματα λίγο διαφορετικά κάθε φορά, από μουσική άποψη».
«Δηλαδή;», ρωτά τον Angus Young ο Mike Putterford στο τεύχος Οκτωβρίου του ’87 του περιοδικού Kerrang!, «Μήπως αυτή τη φορά θα έχουμε και καμιά… μπαλάντα;»
«Ασφαλώς και όχι. ΚΑΜΙΑ ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ. Έχω μια αποστροφή για τα σλόου κομμάτια. Πέρα απ’ όλα τα άλλα έχει γεμίσει ο κόσμος από δαύτα. Δεν έχω πρόβλημα ν’ ακούω καμιά μπαλάντα πότε – πότε, ας πούμε, περίπου …μια φορά το χρόνο. Και τότε όμως, μετά από δύο λεπτά τσαντίζομαι. Οπότε, ό,τι και να δοκιμάσουμε στο στούντιο, μπαλάντα δεν θα είναι».
 
Τελικά, τέλη Σεπτεμβρίου του ’87 βρέθηκαν να έχουν ηχογραφήσει συνολικά 19 κομμάτια, από τα οποία θα διαλέξουν περίπου τα μισά για να μπουν στο δίσκο.
«Ο δίσκος τα σπάει και θα στο πώ: το ξέραμε κι εμείς οι ίδιοι ότι θα βγει καλός», θα πει με το ακατάληπτο Geordie γρύλισμά του στον Chris Welch του Kerrang! Ο Brian Johnson. «Ο George έχει αυτή την πατρικού τύπου προσέγγιση, άσε που ξέρει για το ροκ-εν-ρολ πολύ περισσότερα από τον κάθε μαλάκα. Κι έχεις και τον Angus και τον Mal, χαρούμενους που θα δουλέψουν με τον αδερφό τους. Και με τον Harry, δηλαδή, το ίδιο. Ναι, αμέ».  
Όντως, ο ήχος του δίσκου είναι πιο ψωμωμένος και στιβαρός. Ξεκινά με το "Heatseeker" (UK#12, 23 & 30/1, με έξι συνολικά εβδομάδες στα τσαρτ), ένα από τα πιο γρήγορα κομμάτια τους μετά το “Riff Raff”, που δεν αφήνει περιθώρια να λαθέψεις ποιοί είναι αυτοί που ακούς και τί μουσική παίζουν.
 


Ο Brian Johnson στα 41, με ανέπαφη τη φωνή από ατσαλόπροκες, οι υπόλοιποι μέσα στα τριάντα (μόνον ο χοντρούλης Simon Wright στα 25, αλλά ήδη πέντε χρόνια πίσω από τα τύμπανά τους), μια μπάντα στρωμένη σαν αγωνιστική Triumph, ψημένη στη γύρα του ροκ-εν-ρολ, έτοιμη για παγκόσμια περιοδεία. Ο δίσκος, παρ' ότι απ' αυτούς με τα λιγώτερα ανθεκτικά στο χρόνο κομμάτια στη δισκογραφία τους, έχει αναμφισβήτητα τις στιγμές του. Μια απ’ αυτές είναι σίγουρα το  δεύτερο single, “Τhat’s The Way I Wanna Rock ‘N’ Roll” (UK#22, 9/4/88), ένα Τσακμπέρειο ροκάκι που κραυγάζει την πρόσκληση για συμμετοχή του κοινού στο ρεφραίν, με βίντεο που πατάει στο δρόμο που χάραξε το “Who Made Who”.
Με τις live σκηνές να είναι γυρισμένες στο NEC του Birminghamι φανς μπαίνουν μέσα στο ρυθμό, ο ενθουσιασμός τους γίνεται το ίδιο τραγούδι. Μέχρι και ο κωμικά μπανταρισμένος φαν πετάει τα καλώδια που τον συνδέουν με τα μηχανήματα και σηκώνεται να πάει στη συναυλία. Ένα μεταδοτικό «πάμε να τα σπάσουμε όλα απόψε» από τον μάστορα σκηνοθέτη David Mallet – ήδη διακριθέντα από τα μεγάλα και μικρά βίντεο των Bowie και Tina Turner.
  


 
Κάπου πάνω στο τέταρτο κατά σειρά κομμάτι ("Go Zone") έχει ήδη επέλθει στον ακροατή η γνώριμη air-guitar επίδραση "χτυπάω πόδι στο πάτωμα και το δεξί χέρι κατεβάζει βιαίως πενιές στον αέρα", που παρατείνεται και ενισχύεται με τα "Kissing Dynamite" (ένα από τα πιο πωρωτικά ριφ του Malcolm), “Nick Of Time” (με τα τύμπανα του Wright σε κάπως ιδιότυπα κοψίματα), "Some Sin For Nothin'", "Ruff Stuff" (επίμονο, για χτύπημα, άνετα θα μπορούσε να γίνει κι αυτό single) και το δαιμονισμένο "Two's Up". Ειδικά το τελευταίο, ενδεχομένως το πιο υποτιμημένο κομμάτι της περιόδου Johnson, είναι ένας λάγνος μεταλλικός κόλαφος με τίτλο που μπορεί να παραπέμψει μόνον τον εξοικειωμένο με τους AC/DCικούς ιδιωματισμούς στο ψητό. Ναι, είμαστε στην εποχή του τρόμου για το AIDS, όμως ποιος άλλος ροκ σταρ θα τολμούσε να αψηφήσει την κρατούσα υποκρισία της μονογαμίας παρά το συγκρότημα των λεξιπενήτων της αληταμπουρίας, το συγκρότημα της μπετόν αρμέ αρσενικοκίνητης μουσικής ταραχοπληξίας, εκθειάζοντας το από παντού και με δύο;



 
Στο εξώφυλλο, ο φωτοσοπικός υπερρεαλισμός της εποχής, με τον Angus να βγαίνει από την τηλεοπτική οθόνη με προτεταμένη τη γροθιά και την SG ζαλωμένη ως ημιαυτόματο. Εικόνα που, χωρίς δεύτερη σκέψη, εμάς, που είναι η εποχή μας, που το '88 είναι η χρονιά των πανελλαδικών μας, που είναι οι τελευταίοι μας μήνες στο σχολείο, μας πάει σε μία και μόνον ατάκα: «κι όποιος δε γουστάρει, να του καεί το βίντεο, του πούστη» από τον δίσκο «Τίποτα» του Χάρρυ Κλυνν, που έχει απ’ έξω τον ίδιο ντυμένο Σαρτζετάκη.
H περιοδεία τους θα ξεκινήσει την 1η Φεβρουαρίου του ’88 από το Entertainment Center του Perth της Αυστραλίας, με τους γονείς του Bon Scott, Isa και Chick να βρίσκονται για πρώτη φορά ανάμεσα στο κοινό μετά το θάνατο του γιου τους.
Τα εισιτήρια για την πρώτη συναυλία στην πατρίδα down under προπωλήθηκαν σε λιγώτερο από μια ώρα, με αποτέλεσμα ατέλειωτες ουρές για ένα εισιτήριο, ταραχές, 63 συλλήψεις και μια δεύτερη βραδιά να κλείνεται στο ίδιο μέρος την αμέσως επόμενη μέρα.
Γράφει ο Steve Mascord, ανταποκριτής του Kerrang! σε κείνη την πρώτη συναυλία στο Perth:
«Τα φώτα χαμηλώνουν και μέσα σε δευτερόλεπτα σβήνουν εντελώς. Ίσα που βλέπεις το εντυπωσιακό ασημί σκηνικό, με σκάλες και μεταλλικά δοκάρια, εφάμιλλο με κείνα που σκαρφίζονται τα αμερικάνικα σούπεργκρουπ, καθώς υποφωτισμένο από λάμπες φθορίου, υποδέχεται τους πέντε AC/DC. To σκοτάδι σπάει ξαφνικά από έναν εκτυφλωτικό προβολέα που πέφτει πάνω στη γνώριμη φιγούρα, τον μακρυμάλλη με τη σχολική στολή και την βιαστικά μισολυμένη γραβάτα, που στέκεται στην κορυφή του στενού διαδρόμου που μπαίνει μέσα στο κοινό των πρώτων σειρών. Είναι ο Angus Young. Και παίζοντας τις πρώτες νότες του “Who Made Who”, προκαλεί κύματα εξαλλοσύνης στους 13.000 στριμωγμένους στο Entertainment Center. Η συναυλία αρχίζει…».
 
Τις 16, τελικά, εμφανίσεις της θραμβευτικής επιστροφής στην Αυστραλία, της οποίας το σετ-λιστ είναι γεμάτο από τραγούδια της περιόδου Bon Scott, θα ακολουθήσει το ευρωπαϊκό σκέλος. Έξι βραδιές στην Βρετανία με support τους Dokken και ακολουθούν Βρυξέλλες, Αμβούργο, Μάλμε, Ντράμεν, Ελσίνκι, Στοκχόλμη, Γκέτεμποργκ. Στις 28 Μαρτίου φτάνουν στη Δυτική Γερμανία. Με πρώτη συναυλία στο Eissportshalle του Βερολίνου και συνεχίζουν : Γαλλία, Ελβετία, πάλι Γερμανία και ολοκληρώνουν στις 13 Απριλίου 1988 στο Λονδίνο, σ’ ένα sold out Wembley Arena.
 


 
Ο συντάκτης του Kerrang! Dave Reynolds έχοντας παρακολουθήσει τη βραδιά εκείνη στο Λονδίνο, γράφει:
«Αυτή η μπάντα θα μπορούσε να παίξει το οποιοδήποτε κομμάτι της δισκογραφίας της, εισπράττοντας από το κοινό τον ίδιο παράφορο ενθουσιασμό. Ο Angus είναι πλέον ένας λαϊκός ήρωας, ο Peter Pan του heavy metal. Αυτό το παιδί (σ.σ.: 33, τότε, Μαρτίων) είναι σίγουρο πλέον ότι δεν πρόκειται να γεράσει ποτέ – θα μείνει παγιδευμένος σ΄αυτή τη σχολική στολή για πάντα !»
 
Θα ακολουθήσει σε έναν περίπου μήνα, το υπερατλαντικό ταξίδι για τις Η.Π.Α.. Όμως όχι χωρίς απώλειες. Στις 7 Μαίου, η λιτή ανακοίνωση του μάνατζμεντ των AC/DC προς τον μουσικό τύπο έχει ως εξής: «Ο κιθαρίστας Malcolm Young δεν θα ακολουθήσει το συγκρότημα στην επερχόμενη αμερικανική του περιοδεία, εξαιτίας της «πίεσης του περιοδεύειν».
Είναι η πρώτη φορά που ο ολιγόλογος Mal, το εξάχορδο ρυθμικό δυναμό θα πρέπει να μπει στην αποτοξίνωση από το αλκοόλ.
Ποιος όμως να πάρει τη θέση του; Μόνον ένας συγγενής. Ο 32χρονος Stevie, ανηψιός των αδελφών Young, κι αυτός οστεώδης, με ξεκούμπωτα χείλη υγρά μάτια και ακούρευτο μαλλί, αναλαμβάνει τη ρυθμική κιθάρα για τις 127 συναυλίες που θα ακολουθήσουν μέχρι τις 13 Νοεμβρίου σε Αμερική και Καναδά. Το ροκ-εν-ρολ έχει απώλειες, ενίοτε οδυνηρές, μα το βασικό του στοιχείο είναι ότι είναι προορισμένο να προχωρά ακάθεκτο. Με μια δύναμη εξ αίματος και δια του αίματος μεταδιδόμενη.



Rewind.
Τρίτη 29 Mαρτίου 1988. Δεύτερη μέρα «πενταήμερης». Ξυπνάω στο αναστατωμένο δωμάτιο του πιασμένος. Πρώτος και μόνος απ’ το πλήρωμα του τρίκλινου δωματίου -Τζώνης και Σπύρος έχουν ξεραθεί με το στόμα ανοιχτό- στο ξενοδοχείο, καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα έξω απ’ τα Χανιά, όπου έχουμε καταλύσει για τις δύο πρώτες μέρες της εκδρομής. Ανεβαίνω τις σκάλες για την αίθουσα του πρωϊνού. Είναι ούτε οχτώ, κάποια ησυχία. Κάτι ξεπλυμένοι τουρίστες περιφέρονται με δίσκους φορτωμένους δημητριακά και μπέϊκον που κολυμπάνε σε μικρές πισίνες από αυγά μάτια. Σωριάζομαι σ’ ένα τραπέζι μόνος και για να ισιώσω από τη χθεσινή κυριζολαίλαπα που γάνωσε τ’ αυτιά μου στη ντίσκο “Αgora”.
 
Ψαχουλεύω το σακίδιό μου. Βγάζω το γουώκμαν –το πρώτο δίδυμο από μπαταρίες τα φτύνει σιγά – σιγά, πρέπει το γρηγορότερο να πάρω άλλες πριν αρχίσει να με καταδιώκουν από τα γύρω μου οι Τέρενς Τρεντ Ντ’ Άρμπυ-  και από τις έξι κασσέττες που έχω πάρει μαζί μου, πιάνω αυτήν. Μου την έχει πάρει ο αδερφός μου δώρο γενεθλίων, δέκα μέρες πριν («μαλάκα, όλο το χαρτζηλίκι μου πήρε, ελπίζω να αξίζει»). Είναι η φάση που την ακούω στο φουλ, να την αφήσω να με διαποτίσει. Τη φερμάρω στα καβλιτζέκια του γουώκμαν, κλείνω το πορτάκι, πατάω το play και παίρνω τη δόση αδρεναλίνης που ζητάω.
Εξ αίματος και μέσω αυτού.
 
I DONT NEED NO LIFE PRESERVER, I DONT NEED NO ONE TO HOSE ME DOWN – ΤΟ ΗΟSE ME DOWN !!!”.
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites