Mike + The Mechanics: Μάθε να μηχανεύεσαι το θαύμα

19/03/2021

Κατηγορία: Old Time Rock

7452

«Πάρε τα παιδιά και κρύψου στο κελλάρι Της μάχης η ώρα θα πλησιάζει τώρα Εκκλησία και Κράτος μην πιστεύεις Όλα αυτά που σου λένε Πίστεψέ με, μιλάω μέσα, από πολύ ψηλά Με ακούς; Με ακούς που τρέχω; Με ακούς; Με ακούς που σε καλώ;»

 

Μάρτιος του ’86 ο πλανήτης γη ήταν όντως ένα επικίνδυνο μέρος. 
 Στον απόηχο της στυγνής δολοφονίας του Σουηδού Πρωθυπουργού Όλαφ Πάλμε, το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου στη Στοκχόλμη, καθώς, χωρίς φρουρά επιστρέφει με τη γυναίκα του από τον κινηματογράφο, η διεθνής κοινή γνώμη νιώθει να την κυκλώνουν φαντάσματα παλιών και επερχόμενων.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ και υποψήφιος για την Προεδρία της Αυστρίας Κούρτ Βαλντχάϊμ φημολογείται ότι στο Δεύτερο Παγκόσμιο ήταν εγγεγραμμένος στα ναζιστικά τάγματα εφόδου. Ο ίδιος το διαψεύδει, αλλά, δεν μας πολυπείθει. Έχουμε δει τον Ντάστιν Χόφφμαν να κυνηγάει με πείσμα τον Λώρενς Ολίβιε στο «Ανθρωποκυνηγητό», κι αυτόν ως Έζρα Λίμπερμαν να καταδιώκει τον Γκρέγκορυ Πεκ στο «Ανθρωποκυνηγητό σε Δύο Ηπείρους».
Από την άλλη, η Ρηγκανική Αυτοκρατορία των Ηνωμένων Πολιτειων, παρά τις διεθνείς αντιδράσεις, έχει κατεβάσει τα αεροπλανοφόρα του 6ου στόλου Coral Sea, Saratoga και Αmerica στον Κόλπο της Σύρτης, μεταξύ Τρίπολης και Βεγγάζης και ξεκινά να βομβαρδίζει τη Λιβύη. Υποτίθεται στόχος είναι ο συνταγματάρχης Καντάφι, όμως οι φωτογραφίες από απανθρακωμένα βρέφη στα εξώφυλλα των εφημερίδων παγώνουν όλον τον κόσμο. Στη δική μας αυλή και συγκεκριμένα στο Παγκράτι, τα αντίποινα «στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό» έρχονται στις 23 Μαρτίου, όταν ισχυρός εκρηκτικός μηχανισμός ξεπατώνει το άγαλμα του 33ου Προέδρου των Η.Π.Α., Χάρρυ Τρούμαν, κάνοντάς το να πέσει σαν κούτσουρο πλάϊ στη μαρμάρινη βάση του. Σε προκήρυξη, ένα ακόμη ναρκισσιστικού τύπου reader’s digest ιστορικόμορφο ραβασάκι, που στέλνεται, ως συνήθως, στην «Ελευθεροτυπία», η «Επαναστατική Οργάνωση Χρήστος Κασίμης», επαίρεται ότι «αναλαμβάνει την ευθύνη»: «Είναι αυτός που διέταξε την ισοπέδωση της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι και συμβολίζει την αρχή της αποικιακού τύπου κυριαρχίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού».
Το άγαλμα του Τρούμαν θα επανασυγκολληθεί με τη βάση του, μερικούς μήνες και κάτι άκαρπες πολιτικές διαφωνίες μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ αργότερα. Οι δε αμερικάνικες βάσεις θα παραμείνουν κι αυτές κολλημένες στο Ελληνικό, κάτι συνομιλίες στον Αστέρα πάνω από αστακούς και δυόμισυ χρόνια αργότερα.
Οι Αμερικάνοι θα εξακολουθήσουν με surgical strikes να ξεπαστρεύουν λυβικά πλοία όσο και μωρά, να μη δίνουν μία για τις άτολμες αντιδράσεις των διεθνών φορέων που κατά το μάλλον ελέγχουν και να εξαπολύουν στον φιλοθεάμονα πλανήτη κινηματογραφικές οβίδες διασποράς με την πιο ξεδιάντροπη πολεμοκάπηλη προπαγάνδα, όπως το “Iron Eagle” και, προς το τέλος της χρονιάς, το “Top Gun”.
Όσο συμβαίνουν όλα αυτά, ένα τραγούδι με δυσοίωνα πλήκτρα στην εισαγωγή και μια αγωνιώδη πρώτη φωνή, θα καταφέρει να τρυπώσει στα ευπώλητα όλου του κόσμου. Ακόμη κι εδώ, στη συλλογή HITS 4 της WEA/Virgin, καθ’ οδόν προς το Πάσχα.
Μέχρι τότε, είχαμε μπουκώσει με Phil Collins. Παντού στα ραδιοκύματα, “Sussudio” στη ντίσκο, “Easy Lover” και πλάκες με το Phil τον Bailey στο «Μουσικόραμα», μέσα στο Live Aid, μέσα στα σάουντρακ, μέσα σε όλα. Εντάξει ο Phil, όμως για ροκ δεν πέρναγε. Ούτε απ’ έξω. Από την άλλη, ο παρανοημένος, σκοτεινός Peter Gabriel, έμοιαζε στα εφηβικά μας αυτιά σαν καθηγητής ενός πολιτισμικού πανεπιστημίου με περισσότερα κρυμμένα παρά φανερά διδάγματα.
Το βέβαιο είναι ότι η μουσική κοιτίδα που είχαμε ακουστά ως Genesis είχε πολύ περισσότερο μουσικό δυναμικό από το “Mama” και το “Turn It On Again”.
Ας πούμε, τoν γεννημένο στις 27 Μαρτίου του 1950 Tony Banks, o οποίος, πίσω από τα τοιχία των πλήκτρων, με ευφάνταστες ακροβασίες και πειραματισμούς είχε βοηθήσει να πάρουν σάρκα και οστά αριστοτεχνήματα του prog rock, όπως τα “Supper’s Ready” και “Ripples”. Και τον γεννημένο στις 2 Οκτωβρίου του 1950 Mike Rutherford, τον λεπτοκαμωμένο και κάπως συνεσταλμένο μουσάτο, ο οποίος κατά την πρώτη (μέχρι το ’75) και την δεύτερη (μέχρι το ’78) περίοδο των Genesis ήταν κατά βάση «απλώς ο μπασίστας». Μπορεί να πλαισίωνε τις ηχογραφήσεις και με ρυθμικές κιθάρες, αλλά μέχρι το “And Then They Were Three”, ο Steve Hackett ήταν μονοκράτορας στην κιθάρα των Genesis.
Banks και Rutherford, ιδρυτικά μέλη των Genesis πριν ακόμη έρθει στους Genesis για ντράμερ ο Phil Collins, είχαν τόσες ιδέες, ώστε, ήδη από την αποχώρηση του Peter Gabriel και μετά, δε δίστασαν να εκθέσουν τις προσωπικές τους αναζητήσεις παράλληλα με ό,τι συνεισέφεραν υπό το λογότυπο των Genesis. Ο Banks με τους δίσκους “A Curious Feeling” (UK#21, 27/1079) και “The Fugitive” (UK#50, 25/6/83).
O δε Rutherford, μετά την αποχώρηση και του Hackett, όταν οι Genesis έμειναν τρεις, άρχισε δειλά – δειλά να δοκιμάζει να παίξει και lead κιθάρα, με τα προσωπικά του άλμπουμ “Smallcreep’s Day” (UK#13, 23/2/80) και “Acting Very Strange” (UK# 23, 18/9/82) να αποκαλύπτουν ότι στις συνθέσεις των Genesis της «μοντέρνας» τους εποχής, από το “Duke” του 1980 και μετά, είχε μεγαλύτερη συμμετοχή απ΄όσο αρχικά φαινόταν.
Μετά το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ (“Acting Very Strange”), ο μετρημένος και αντιεμπορικός από κοψιά Rutherford μέσα και από τις κριτικές του μουσικού τύπου, πήρε το μήνυμα: δεν είναι φτιαγμένος από το υλικό του σόλο καλλιτέχνη.



“Αν γράψεις ένα σπουδαίο τραγούδι, χρειάζεσαι να το πει μια εξίσου σπουδαία φωνή. Κι αυτή δεν είναι η δική μου».
«Το να δουλεύω solo είναι πολύ μοναχική υπόθεση. Νιώθω καλύτερα να αλληλεπιδρώ με ιδέες άλλων, είμαι ομαδικός παίκτης»

Πάντως, μετά τo τέλος της “Mama Tour” των Genesis το Φεβρουάριο του ’84, αρχίζει πάλι να γράφει τραγούδια.
Αυτή τη φορά θα έχει βοήθεια από δύο κρίσιμους συμπαίκτες. Ο Christopher Neil είναι ο 37χρονος Ιρλανδός συνθέτης, ηθοποιός, τραγουδιστής και παραγωγός που είχε γευθεί επανειλημμένα την επιτυχία στα βρετανικά τσαρτ με τραγούδια του που είχαν ερμηνεύσει ποπ σταρ όπως οι Sheena Easton και Shakin’ Stevens. Ο Brian Alexander Robertson, ένας 29χρονος πολυτάλαντος και ήδη διάσημος Σκωτσέζος, ηθοποιός, μουσικός και βραβευμένος συνθέτης. Περισσότερο ακολουθώντας την ανάγκη του να ηχογραφήσει το υλικό που έγραψε μαζί τους, ο Rutherford πετά στα AIR Studios του Montserrat, στην ανατολική Καραϊβική.
Έχει αναθέσει στον Christopher Neil την παραγωγή και πάρει μαζί του στα τύμπανα τον 35χρονο ντράμερ του Van Morrison, Peter Van Hooke και στα πλήκτρα τον 28χρονο ανερχόμενο και με ποικίλο μουσικό πορτφόλιο (από Cliff Richard ως Τοyah Wilcox) Adrian Lee. Δεν έχει όμως ακόμη αποσαφηνίσει τί θέλει να κάνει με το υλικό που θα προκύψει. Θα ηχογραφούσε τα τραγούδια και θα έβλεπε πού και πώς το αποτέλεσμα θα τον οδηγούσε.
Καθώς η ηχογραφήσεις προχωρούν και ο χρόνος που έχει κλείσει στο στούντιο φτάνει προς το τέλος του, ένα κρίσιμο ερώτημα παραμένει: ποιά φωνή θα τους δώσει πρόσωπο; Ο Rutherford δεν έχει κάποιον συγκεκριμένο τραγουδιστή στο μυαλό του. Αρχίζει λοιπόν να καλεί όποιον πιστεύει ότι ταιριάζει με το στυλ της μουσικής που έχει στα χέρια του, και κυρίως όποιον εκείνη την περίοδο είναι διαθέσιμος. Τον αμερικανό καραφλοχαιτά Gene Stashuk, τραγουδιστή των Red 7, στο ντεμπούτο άλμπουμ των οποίων ο Rutherford είχε εκείνη την εποχή κάνει παραγωγή. Με σύσταση του Neil, τον βρετανό John Kirby, τραγουδιστή των άσημων Wavelength.
Ένα από έμπειρα λαρρύγια της βιομηχανίας, τον 38χρονο Paul Young από το Μάντσεστερ, που είχε κάνει κάποια επιτυχία με τους Sad Café λίγα χρόνια πριν. Και τον 34χρονο Paul Carrack, ο οποίος με τους βρετανούς Ace είχε μπει στα τσαρτ από νωρίς στην καρριέρα του (“How Long”, US#3, 31/5/75 & UK#20, 7/12/74), με τους Squeeze έκανε το ίδιο το ’81 (“Tempted”, US#8, 8/8/81 & UK#41, 1/8/81), ενώ την επόμενη χρονιά μπήκε στο αμερικάνικο top-40 με το “I Need You” (US#37, 30/10/82) από το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ. Παράλληλα, η δεινότητά του σε ενορχήστρωση και εκτέλεση τον είχε αναδείξει σε περιζήτητο session μουσικό, καθώς είχε ηχογραφήσει μέχρι τότε με ευρεία γκάμα καλλιτεχνών, από τους Roxy Music και τους Pretenders, ως και τους Smiths.
Mετά τις πρώτες δοκιμές είναι φανερό. Ο Carrack με το ευέλικτο φαλσέττο και ο Paul Young μ’ αυτή την ιδανική για ραδιόφωνο american english εκφορά είναι οι κατάλληλες φωνές για το υλικό των Rutherford, Rοbertson και Neil.  
«Μέχρι εκείνο το σημείο της καρριέρας μου είχα συμμετάσχει σε μουσικό υλικό βασισμένο στον αυθορμητισμό και την ερμηνεία της στιγμής. Ροκ εν ρολ, pub rock, soul, ήχος τύπου γκαράζ με χαμηλές προδιαγραφές.
Εδώ, φόρεσα τα ακουστικά και ένας πλούσιος, μοντέρνος ήχος από
synth με περικύκλωσε. Ενθουσιάστηκα»,
θα πει ο Carrack, αναφερόμενος στο μουσικό προγεφύρωμα του όλου πρότζεκτ, ένα κομμάτι με τον τίτλο "Silent Running” στο οποίο θα γράψει εκείνος την πρώτη φωνή. Από την άλλη, ο Paul Young την πρώτη του μέρα στο Montserrat ηχογραφεί την πρώτη φωνή για ένα άλλο τραγούδι, το "All I Need Is a Miracle".
Τα εννέα τραγούδια που έχει φτιάξει ο Rutherford με την συμμετοχή των Robertson και Neil είναι πράγματι το πιο ενδιαφέρον υλικό που έχει κυκλοφορήσει, συγκρινόμενο άνετα με το υλικό ακόμη και των Genesis αφ’ ότου «Έμειναν Οι Τρεις τους». Όλα με αξιοσημείωτες νύξεις από οργανικά μέρη, μακριά όμως από τη progressive φιλαυτία, τα άλμπουμ τρακ έχουν το καθένα τους μια σινεματική ποιότητα. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι θα ντύσουν δύο επεισόδια του “Miami Vice”.
Το “Par Avion”, μια αισθαντική μπαλλάντα με φωνητικά από τον John Kirby που στέκεται άνετα δίπλα στο αντίστοιχο υλικό του Phil Collins, ακούγεται στο “Yankee Dollar” (πρώτη προβολή στο NBC στις 17/1/86, πριν ο δίσκος αρχίσει να κάνει την όποια αίσθηση): ο Sonny Crockett παραλαμβάνει από το αεροδρόμιο μια κοκκινομάλλα αεροσυνοδό, της οποίας η κατάληξη προκύπτει τραγική πριν ακόμη ξεκινήσει το περίφημο μουσικό σήμα της εισαγωγής του Jan Hammer. Στο δε επεισόδιο με τίτλο “Baby Blues” (πρώτη προβολή 21/11/86), η Gina και η Trudy πρωτοστατούν στην εξάρθρωση ενός κυκλώματος παράνομης υιοθεσίας βρεφών μέσω Κολομβίας, υπό τους ήχους του ψευδοσυμφωνικού, περιπετειώδους “Hanging By A Thread”.



Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με γεύση από Motown στη φωνή του Carrack (“I Get The Feeling”) και συνεχίζει με το power pop, επίσης κινηματογραφικό, “Take The Reins”. Η ρομαντικών προθέσεων μπαλλάντα “You Are The One” (κι αυτό με τη φωνή του άσημου Kirby) είναι εκτελεσμένο κλινικά, σε στυλ Alan Parsons, ενώ ίχνη αντιπολεμικής ανησυχίας περιέχει το “A Call To Arms”, ένα πραγματικό απομεινάρι των sessions των Genesis, το οποίο δεν άρεσε σε κανέναν από τους Banks και Collins και κατέληξε στα χέρια του Rutherford και των συνεργατών του.
Η εύπεπτη σόουλ του “Taken In” ολοκληρώνει το δίσκο.
Ο οποίος, ντυμένος σ’ ένα εκρού εξώφυλλο με την high-tech απεικόνιση ενός ανδρικού αν φας, υποτονίζοντας στο οπισθόφυλλο τα  πρόσωπα των μελών της μπάντας, κυκλοφορεί στις 5 Οκτωβρίου του ’85. Ο Rutherford ονόμασε το project Mike + the Mechanics, σκοπεύοντας να μην παραπέμπει σε προσωπικό του δίσκο και τουλάχιστον μέχρι τον Ιανουάριο του ’86 δείχνει να τα καταφέρνει.
Η πλειοψηφία του κοινού αγνοεί ποιοί επιβαίνουν στο μουσικό αυτό όχημα. Εξ ου και το σκαρφάλωμα στα τσαρτ θα είναι βραδυφλεγές. Με ώθηση όμως από το single “Silent Running” που παίζεται αρκετά από το MTV, μέσα στον αμφίρροπο, χαοτικό και ουκουμενικά κινδυνώδη Μάρτιο του ’86, ο δίσκος, ιδίως στην Αμερική, θα συναντήσει ακροατήριο.
Επειδή το τραγούδι έχει επιλεγεί για το σάουντρακ της ταινίας οικολογικής επιστημονικής φαντασίας με τίτλο “On Dangerous Ground”, θα πάρει και την παρένθεση στον τίτλο. Η ταινία, με έναν αστροφυσικό να τα βάζει με εταιρίες που ρυπαίνουν τη γη με τοξικά απόβλητα, θα κυκλοφορήσει σε παγκόσμια διανομή από το καλοκαίρι και μετά σε Ευρώπη και Αμερική, για να συμπέσει με το πέρασμα του Κομήτη του Χάλλεϋ προς το τέλος του έτους. Το κλιπ του "Silent Running (On Dangerous Ground)" περιλαμβάνει σκόρπιες σκηνές.
Ένας πατέρας που έχει μυστηριωδώς εγκαταλείψει την οικογένειά του προσπαθεί να της στείλει από το μέλλον όπου βρίσκεται ένα μήνυμα, προειδοποιώντας την από κάποια επικείμενη παγκόσμια καταστροφή.
Εκ των υστέρων, ανατριχιαστικά σημαδιακό, καθώς το Μάρτιο εκείνον, ενώ το single άνοιγε δρόμο προς το top-10 του Billboard (US#6, 8/3/86 & UK#21, 15/3/86) ανάμεσα από τους Mr. Mister, τις Heart, τον John Cougar Mellencamp και τον Elton John, κανείς δεν υποπτευόταν ότι η πυρηνική καταστροφή του Τσέρνομπιλ βρισκόταν ενάμισυ μόλις μήνα μπροστά, έτοιμη να καταγραφεί με τρόπο εξαιρετικά επώδυνο στην παγκόσμια ιστορία.



Την εμπορική απήχηση του δίσκου προεκτείνει το αισιόδοξο “All I Need Is a Miracle" (US#5 & UK#56, 7/6/86), με ένα βίντεο κλιπ στη μόδα της εποχής – η πλοκή επί της οθόνης να τρέχει παράλληλα με τους στίχους του τραγουδιού – γυρισμένο από τον Jim Yukich, τον σκηνοθέτη τον υπεύθυνο για τα περισσότερα κλιπ των Genesis. Oι Μechanics παίζουν ζωντανά σ’ ένα μισοάδειο μπαρ και οι κακομούτσουνοι χαρτογιακάδες που «έχουν βάλει τα λεφτά» προειδοποιούν τον αγχωμένο ατζέντη τους ότι καλό θα είναι μέχρι το τέλος της βραδιάς να ξεπληρώσει τα 500 δολλάρια που χρωστάει, αλλιώς μπορεί να «κατάσχουνε ως και το δεξί χέρι του κιθαρίστα». Όμως τελικά, η ενθουσιώδεις «Μηχανικοί» καταφέρνουν ως εκ θαύματος ξεσηκώσουν τον κόσμο, να μαζέψουν όλο και περισσότερο και να σώσουν την παρτίδα.

Το “Mike + The Mechanics” ως εμπορική οντότητα θα σταθεί πολύ ικανοποιητικά. Παρ’ ότι στη Βρετανία ουσιαστικά αγνοείται (UK#78, 29/3/86), θα μπει στο top-30 της Αμερικής (US#26, 15/3/86), θα μείνει στα τσαρτ 53 ολόκληρες εβδομάδες και σύντομα θα γίνει χρυσό, αποτυπώνοντας την χαρακτηριστικά περιποιημένη ραδιοφωνική φόρμουλα που χαρακτηρίζει στη μέση της δεκαετίας του ’80 τα ευπώλητα hit της παγκόσμιας μουσικής αγοράς. Τότε που η δισκογραφία κεντράριζε όποιον τριαντάρη ροκ σταρ είχε κατορθώσει να συμμεριστεί αυτή τη φόρμουλα –και ο Rutherford ήταν ένας απ’ αυτούς- και χρησιμοποιώντας το brand name του, την επέβαλε, ομογενοποιώντας το ροκ για τους καταναλωτές με ηλικία από τα τριάντα και κάτω. Όπως μεγάλο μέρος από τη μουσική που βρίσκεται στα ρετιρέ των τσαρτ αρχές του ’86, το “Mike + The Mechanics” δεν είναι προϊόν μιας μπάντας, αλλά επιμελημένο κολλάζ από άριστα εκτελεσμένες συνθέσεις που ακολουθούν αυτή τη φόρμουλα.
Με έναν επιτυχημένο δίσκο στα χέρια του και έναν δεύτερο, αυτή τη φορά των Genesis (“Invisible Touch”) να κυκλοφορεί τον Ιούνιο, ο Rutherford μάζεψε τους έμπειρους μουσικούς που συμμετείχαν στις ηχογραφήσεις (Carrack, Young, Lee και Van Hooke) και με κάποιες πρόβες τους έκανε να δείχνουν και να ακούγονται σαν μπάντα.
Tόσο, ώστε να πραγματοποιήσουν μια περιοδεία 20 εμφανίσεων σε Η.Π.Α. και Καναδά και ορισμένες τηλεοπτικές εμφανίσεις, μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου του ’86, σα ζέσταμα του Rutherford για την μεγάλη περιοδεία των Genesis “Invisible Touch Tour” την προγραμματισμένη για τον Σεπτέμβριο.
Πριν την οποία, το τελευταίο single από το δίσκο, το “Taken In” (US#32, 9/8/86), μπαίνει κι αυτό στο top-40, μ’ ένα βίντεο κλιπ «για όλη την οικογένεια».


Αποτιμώντας τα γεγονότα με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης, οι νότες που ανάβλυσαν από το brand name των Genesis πλημμύρισαν ολόκληρη τη δεκαετία του ‘80, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που μπορεί κανείς να δει σ΄αυτό. Kάθε χρονιά της δεκαετίας κυκλοφορούσε σε παγκόσμια διανομή τουλάχιστον ένα προϊόν παραγωγής της πεντάδας μουσικών που είχαν ξεκινήσει από το Γυμνάσιο Charterhouse στο Surrey, το 1967.
Το 1980 ο Peter Gabriel κυκλοφόρησε το “ΙΙΙ”, με διαφορά λίγων μηνών οι Genesis το “Duke” και ο Phil Collins το “Face Value”, με το οποίο και κυριάρχησε όλο το ’81. Το ’82 είχαμε το “Abacab” των Genesis, το “IV” από τον Peter Gabriel και το “Hello, I Must Be Going” από τον Phil Collins.
Το ’83, διπλό live από τον Gabriel, “Three Sides Live” και “Genesis” (αυτό με το “Mama”) από τους Genesis. Tο ’84 ο Steve Hackett κυκλοφορεί το τέταρτο σόλο άλμπουμ του σε τέσσερα χρόνια (μια σειρά από ενδιαφέροντα πειράματα με αξιοπρόσεκτη πορεία στη Βρετανία) και ο Phil Collins αρχίζει να μονοπωλεί τα τσαρτ παγκοσμίως, πρώτα με το “Against All Odds” και τον επόμενο ενάμισυ χρόνο με το γεμάτο τεράστιες επιτυχίες “No Jacket Required”.
To άλμπουμ των Mechanics ήρθε ακριβώς πριν από τον επόμενο εμπορικό θρίαμβο των Genesis, το “Invisible Touch”, το οποίο διέτρεξε ολόκληρο το 1986 χέρι - χέρι με τη μεγαλύτερη σόλο επιτυχία του Peter Gabriel (“So”). Το ’87 πέρασε με Genesis και Peter Gabriel να πραγματοποιούν προβεβλημένες παγκόσμιες περιοδείες και το ’88 ο Hackett κυκλοφόρησε το ένατο προσωπικό του άλμπουμ “Momentum”. Τέλος, το ’89 ξεκινά με το δεύτερο άλμπουμ των Mike + The Mechanics (“The Living Years”) να πιάνει και πάλι τον παγκόσμιο ραδιοφωνικό σφυγμό, με το ομώνυμο hit να προτείνεται σε τέσσερις κατηγορίες των Grammy και να κερδίζει ένα Ivor Novello Award και τελειώνει με τον Phil Collins να σαρώνει και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού με το τέταρτο προσωπικό του άλμπουμ “... But Seriously”.
Μάρτιος 1991. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου, του πρώτου που έζησε ολόκληρη η υφήλιος μέσα από τη μικρή οθόνη, σε μια αναμενόμενη επίδειξη υποκρισίας, το BBC συμπεριέλαβε το “Silent Running (On Dangerous Ground)” στη λίστα με τα τραγούδια που είναι απαγορευμένο να ακούγονται, καθώς οι στίχοι του «ενδέχεται να προκαλέσουν εθνικιστική έξαρση, ρατσιστικό μίσος και ένοπλη βία», («Έχει όπλα και πυρομαχικά δίπλα ακριβώς στην είσοδο – Σε περίπτωση ανάγκης, χρησιμοποίησέ τα»).



Μάρτιος 2021. Ο κόσμος εξακολουθεί να παραμένει ένα βάναυσο, επικίνδυνο μέρος, για πρωτοφανείς, σε σχέση με οποιαδήποτε παρελθούσα εποχή, λόγους. Ο Rutherford παρέμεινε ο ευγενής ιππότης από το Surrey, μια φιγούρα πολύτιμου υπασπιστή του Ιβανόη, παραγωγικός, δημιουργικός και στη δημόσια εικόνα του ταπεινός – για πολυεκατομμυριούχος. Οι «Μηχανικοί», με τον Paul Carrack όλο και πιο ενεργό, μπορεί να έχασαν απροσδόκητα το 2000 από καρδιακή προσβολή τον συμπαθέστατο Paul Young, όμως κατά καιρούς, χωρίς εμπορική πίεση, εξακολούθησαν να ηχογραφούν, κυκλοφορώντας άλλα οκτώ άλμπουμ μέχρι το 2019.
Σε όσους μετέρχονται της μουσικής κάπως ιδιότροπα, όχι καταναλωτικά, "οι Μηχανικοί" παραμένουν παράδοξα επίκαιροι.
Όχι μόνον ως κραταιά υποσημείωση μιας εποχής στην οποία η μουσική βιομηχανία ήταν δομημένη πάνω σε κάποια αυτονόητα ποιοτικά στάνταρ, αλλά και για τους στίχους εκείνου του πρώτου τους single.
Οι οποίοι, εξακολουθώντας να παραμένουν συναφείς με κάθε συλλογική δυσκολία, καλούν τον ακροατή, σα ψίθυρος της μουσικής του συνείδησης, να μάθει να μηχανεύεται κάθε φορά ένα θαύμα για να τα βγάλει πέρα.
«Ορκίσου πίστη στη σημαία
Όποια σημαία σου προσφέρουν
Τί πράγματι νιώθεις, ποτέ μην υπαινιχθείς
Δίδαξε τα παιδιά σου σιωπηλά
Γιατί κάποια μέρα, γιοί και κόρες
Θα ξεσηκωθούν και θα πολεμήσουν όσο εμείς θα μένουμε ασάλευτοι».


Παναγιώτης Παπαϊωάννου