Eagles: “You can check out anytime you like, but you can never leave”

13/02/2024

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

11493

Το ξέσκεπο Mustang φωτίζει το πηχτό σκοτάδι της ερήμου με μόνο βοηθό τους προβολείς του. Ο αέρας φέρνει στο πρόσωπο του μοναχικού οδηγού μια ανεπαίσθητη μυρωδιά σπιτικού Tex-Mex.

 

Κάπου στο βάθος αχνοφαίνονται φώτα. Όλο και πλησιάζουν, καθώς ο ανήσυχος ταξιδιώτης οδηγεί το convertible προς το μέρος τους, αναζητώντας άσυλο να ξαποστάσει. Η πολυόρωφη έπαυλη μοιάζει με ξενοδοχείο. Στην είσοδο, τον υποδέχεται μια εκθαμβωτική ξανθιά. Πιάνει τον ταξιδιώτη από το χέρι και μ’ ένα καντήλι αναμμένο τον οδηγεί στα ενδότερα. Εκείνος νιώθει την αδρεναλίνη να ρέει στις φλέβες του καθώς προαισθήματα κινδύνου μπερδεύονται με μεθυστικές οσμές και μελωδίες. Άραγε τον περιμένει μια εμπειρία παραδείσια ή καταχθόνια; Ζεστό φως τον τυλίγει, καθώς οι μπότες του βυθίζονται στο παχύ καρπέτο του διαδρόμου. Πρόσωπα γυρίζουν προς το μέρος του, χίλια βλέμματα με χαμόγελα άδεια. “Welcome…”. “Welcome…”. Συριχτοί ψίθυροι διαπερνούν το μυαλό του. “Welcome to the Hotel California”.
Η περιπλάνηση του ταξιδιώτη είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν. Για τον γεννημένο το ’47 σε μια κωμόπολη του Texas Don Henley, ο δρόμος είχε μία και μόνη κατεύθυνση: την Καλιφόρνια. Μετά την εμφάνιση των Crosby, Stills και Nash στο Woodstock και τους αδόκητους θανάτους της αγίας τριάδας Jimi, Janis και Jim, ο ακουστικός ήχος με τις φωνητικές αρμονίες άρχισε να γίνεται κοινή πεποίθηση ότι θα οδηγούσε το ροκ ν΄ρολ στον εξαγνισμό. Το συλλογικό σωτηριακό αφήγημα της γενιάς του ’60, που προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της, καθώς έναν – έναν έχανε τους ήρωές της, έλεγε ότι ο νέος ήχος, της αναγέννησης των ονείρων, θα μπορούσε να προέρχεται μόνον από έναν τόπο παραδείσιο.


Κάπως έτσι, στην αυγή της δεκαετίας που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι στην πορεία θα έριχνε τις κάθε λογής μάσκες με βίαιο τρόπο, το L.A. είχε ανακηρυχθεί σε Μέκκα του ροκ ν’ ρολ. Και ήταν επόμενο, φιλόδοξοι στιχουργοί, μουσικοί και ποιητές που μόλις είχαν καβαλήσει τα είκοσί τους χρόνια, να κατευθύνονται, από κάθε γωνιά της νέας γης, προς την Δυτική Ακτή. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Glen Frey από το Michigan, ο Bernie Leadon από τη Minnesota (που πρώτος συνάντησε τα πατήματά του, εντασσόμενος στη δημιουργική κολλεκτίβα των Flying Burrito Brothers του Gram Parsons), ο Randy Meisner από τη Nebraska και ο Don Felder από το Gainsville της Florida. Όλοι γεννημένοι με διαφορά μηνών μεταξύ τους.
Μέσα σε λιγώτερο από 4 χρόνια, η μπάντα που έφτιαξαν οι τέσσερις πρώτοι (ο Felder εντάχθηκε τελευταίος), οι Eagles, ενώνοντας country και bluegrass επιρροές με rhythm & blues, rock n’ roll και pop αρμονίες προελεύσεως Motown, είχε πιστωθεί έναν ιδιαίτερα θελκτικό, ευρύ ήχο, που κατάφερνε να παρακάμπτει την ένταση, το δράμα και την οξύτητα του ροκ της «επαναστατημένης» δεκαετίας που προηγήθηκε, σαν να μην είχε συμβεί ποτέ. Ήταν ακριβώς η εποχή όπου, προσπαθώντας να ανασύρει τον εαυτό της από τα συντρίμμια του Βιετνάμ, η πολιτισμική βιομηχανία των Η.Π.Α. επιδίωκε να παρασύρει τον καταναλωτή σε ανανεωμένες ουτοπίες. Καταρχήν, έβαλε στόχο να ξεμπερδεύει με τους αντιήρωες.
Ο
Kowalski του “Vanishing Point” «έπρεπε» να δώσει τη θέση του στον, συμμορφωμένο στο «σωστό δρόμο» και ήρωα μόνον από φόβο, Chief Martin Brody του “Jaws”. Καθώς το φανκ ντύθηκε ντίσκο και ξεκίνησε την κυριαρχία του, η δημοφιλής τέχνη άρχισε να επαγγέλλεται εξωστρέφεια, απενοχοποίηση και ηδονή, εξοστρακίζοντας τις «σύνθετες» σκέψεις. Στις 17 Φεβρουαρίου του 1976 κυκλοφορεί το μονό άλμπουμ – συλλογή Eagles – Their Greatest Hits 1971-1975”, με τα πιο γνωστά κομμάτια από τα πρώτα τέσσερα άλμπουμ τους (“Take It Easy”, “Take It To The Limit”, “One Of These Nights”, “Desperado”, Witchy Woman”). Γίνεται πλατινένιο μετά από μόλις μια εβδομάδα κυκλοφορίας. To κοινό δεν είχε δισταγμό να ταυτιστεί με είδωλα που πάνω στη σκηνή τραγουδούσαν σαν άγγελοι και κάτω απ’ αυτήν γλεντούσαν σαν διάολοι. 
Γιατί πράγματι, οι πέντε «Αετοί», πολιτογραφημένοι ως μουσικά σύμβολα της Καλιφόρνια χωρίς κανείς τους να κατάγεται από κει, ελάχιστη σχέση είχαν, τόσο ο καθένας σαν άτομο, όσο και μεταξύ τους, με το "peaceful easy feeling" που εξέπεμπε η μουσική τους.
Ο ντράμερ και βασικός συνθέτης Don Henley, ένας από τους πλέον περιζήτητους εργένηδες στο jet set του Hollywood, μετά από έναν συναισθηματικά εργώδη χωρισμό με την ηθοποιό Suzannah Martin, στα τέλη του ’74 συναντά την 22χρονη μούσα της ροκ σκηνής Loree Rodkin. Στην αρχή εκείνη τον αγνοεί επιδεικτικά, αφού –του λέει- προσπαθεί να ξεπεράσει το χωρισμό της με τον Bernie Taupin, τον μουσικό συνέταιρο του Elton John. Σύντομα όμως μαθαίνει ποιός είναι ο τύπος με τον οποίο βγαίνει και ακόμη συντομώτερα δέχεται να διαλέξει μαζί του έπιπλα για το καινούριο σπίτι του Henley στο Malibu, όπου με πρωτοβουλία του αποφασίζουν να συζήσουν. H ματαιοδοξία και η ελαφρότητα της εντυπωσιακής νεαρής που κέρδισε τον Henley υπάρχει στη δική του περσόνα σε αφθονία. Δε σταματά ούτε μια μέρα να κυνηγάει το εφήμερο σεξ, πρώτη ύλη κάθε ροκ θεότητας στην προ AIDS εποχή, της «σεξουαλικής απελευθέρωσης». Παρ’ όλα αυτά, όταν μια μέρα του καλοκαιριού του ’75 η Rodkin τον εγκαταλείπει, δεν μπορεί να το χωνέψει. Προσπαθεί να την βρει, να της πει για ένα καινούριο κομμάτι πού’ χει γράψει. Την πετυχαίνει στο τηλέφωνο μετά από μερικές μέρες. Είναι, της λέει, ένα κομμάτι «αποχαιρετιστήριο», θέλει να της το αφιερώσει. Εκτός αν … εκτός αν τό’ χει ξανασκεφτεί και θέλει να γυρίσει πίσω «στο σπίτι τους». Λέγεται Wasted Time”. «Αδύνατον», απαντά η Rodkin κοφτά. «Έχω δεσμό με άλλον». «Μα πότε πρόλαβες; Με ποιόν;» σαρκάζει ο Henley. «Με τον Bernie Taupin». Ο Henley παρά λίγο να σπάσει το ακουστικό.
Τις επόμενες μέρες ο Henley γράφει κάτι στίχους, βάζοντας λίγο δηλητήριο στον εσκεμμένο, αυτή τη φορά, αποχαιρετισμό του. Her mind is Tiffany twisted, She’s got the Mercedes bends – She’s got a lot of pretty pretty boys she calls friends”.
Τον Δεκέμβριο του ’75, με την υπεροψία του άτρωτου ροκ ειδώλου, σηκώνει το τηλέφωνο και παίρνει την Stevie Nicks, με την οποία δεν έχει γνωριστεί καν μέχρι τότε. Οι Fleetwood Mac με το ομώνυμο άλμπουμ τους, είναι ραγδαία ανερχόμενοι. Τον ενδεχόμενο να προσεγγίσει, για αλλαγή, μια πραγματικά εμπνευσμένη γυναίκα τον ενθουσιάζει. Μετά από μια σειρά πολύωρων τηλεφωνημάτων, η Nicks δείχνει να ενδιαφέρεται. Έχει και κείνη μόλις χωρίσει από τον Lindsay Buckingham και μοιράζεται μαζί του πόσο βασανιστικό είναι να πρέπει κάθε βράδυ να συνυπάρχει μαζί του πάνω στη σκηνή. Ο Henley εφαρμόζει πλήρες το μενού με τα σαγηνευτικά τρυκ. Λουλούδια. Εξωτικά δείπνα υπό το φως κεριών. Μεταμεσονύκτια ιδιωτικά jam με ακουστικές κιθάρες σε φολκ τραγούδια που αρέσουν και στους δύο.
Λιμουζίνες και lear jet σταλμένα να την παραλάβουν και να την μεταφέρουν μέσα στη νύχτα από το Παρίσι στο L.A., μόνο και μόνο για «να του πει τη γνώμη της για ένα demo». Ο δεσμός τους γεννά αναρίθμητα πρωτοσέλιδα. Πόσο είναι εφικτό όμως ένας ροκ ημίθεος εν έτει ’76 να αψηφήσει τη φύση του. Όταν η Nicks του ανακοινώνει ότι είναι έγκυος, ο Henley γυρίζει το διακόπτη στο «πολυάσχολος – άφαντος – φευγάτος». H κουστωδία των Eagles γνωρίζει τόσο καλά τις συνήθειές του, που έχει δώσει και όνομα στη μεθοδολογία του αυτή: “Love ’em and Lear ’em”.
«Δεν μου το είπε με αυτά ακριβώς τα λόγια, όμως κατάλαβα πολύ καλά αυτό που εννοούσε. Δεν τον ενδιέφεραν οι ‘σοβαρές’ σχέσεις». H Nicks διακόπτει την κύηση, αλλά δεν το ξεπερνά ποτέ. Λίγα χρόνια μετά γράφει το σπαρακτικό “Sara”, για το αγέννητο κορίτσι που θα αποκτούσε, αν ο Henley εννοούσε έστω ένα μικρό κλάσμα από τα λόγια αγάπης που συνήθιζε να της αφιερώνει.
Στο μεταξύ, μέσα του ’75, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες δολλάρια από τις πωλήσεις του “Their Greatest Hits” ρέουν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των Αετών, ο Glen Frey, το έτερο συνθετικό ήμισυ του Henley και η φωνή σε hits και album cuts πάνω στα οποία έχει χτιστεί η μουσική τους αξιοπιστία (“Tequila Sunrise”, “Outlaw Man”, “Take It Easy”, “Good Day In Hell”, “Lyin’ Eyes”, “After The Thrill Is Gone”) έχει τα δικά του προβλήματα. Χρειάζεται πλέον μικρά βουνά κοκαΐνης καθημερινά για να μπορεί να λειτουργήσει. Και όσο περισσότερο τα χρειάζεται, τόσο περισσότεροι πρόθυμοι ντήλερ βρίσκονται για να του τα πλασσάρουν. Η κόντρα του με τον Henley για το ποιός είναι ο «αρχηγός» του γκρουπ έφτανε μέχρι και σε ανταγωνισμό ποιός θα ρουφήξει περισσότερη σκόνη. Το πρόβλημα του Frey είναι ότι ο Henley, για κάποιον άδικο λόγο, παρά την υπερκατανάλωση, παραμένει πολύ περισσότερο λειτουργικός από τον ίδιο στο στούντιο. Ο Henley τον πικάρει ανοιχτά :  «Ένας τύπος από το Μίτσιγκαν σαν και σένα, δεν μπορεί ποτέ να παραβγεί με την κράση ενός νότιου».
Ο κιθαρίστας Bernie Leadon ήταν από τη σύστασή τους η bluegrass ραχοκοκκαλιά του ήχου των Eagles. Είχε γράψει και τραγουδήσει κομμάτια όπως τα “Twenty One”, “Bitter Creek”, “My Man”, ενώ το μπάντζο, το μαντολίνο και η κιθάρα του κρατούσαν στέρεα τη μπάντα στις ρίζες του παραδοσιακού αμερικάνικου ήχου.


H αντιπαλότητα μεταξύ Henley και Frey τον αποξενώνει όλο και περισσότερο, ενώ ήδη μετά το 2ο άλμπουμ, οι συζητήσεις για να παραμερίσουν σταδιακά το country στοιχείο και να προσχωρήσουν στην πιο κατανοητή «ροκ» τάση, τον κάνουν να νιώθει παρείσακτος. Εκείνος είχε συνασπιστεί με την μπάντα για να συμβάλει σε έναν αυθεντικό, δικό τους ήχο, δεν είχε καμία όρεξη να εξυπηρετήσει τη ροκ ν’ ρολ ζήτηση, την οποία έβλεπε τυχοδιωκτική και αγοραία. Η αποσάθρωση της συντροφικότητας ανάμεσά στα μέλη της μπάντας τον ενοχλεί ακόμη περισσότερο κι απ’ την «ξεδιάντροπη» εμπορική τροχιά που έχουν χαράξει. Ένα βράδυ προχωρημένου χειμώνα του ’75 στο Cincinnati, σε ένα session προπαραγωγής για το καινούριο άλμπουμ, αφού παρακολουθεί επί ώρα τους Henley και Frey να καυγαδίζουν για το σημείο κάποιας ενορχήστρωσης, σηκώνεται, παίρνει μια Coors από το δάπεδο του προβάδικου όπου έχουν καταλύσει, πλησιάζει τον Frey και του την χύνει μεγαλοπρεπώς στο κεφάλι, λέγοντάς του με σφιγμένα δόντια : «Εντάξει, μας τα είπες, σε ακούσαμε, ηρέμησε τώρα». Παίρνει την κιθάρα του κι εξαφανίζεται.
Στις 20 Δεκεμβρίου του ’75, o μάνατζερ των Eagles, Irving Azoff, εκδίδει μια ανακοίνωση που αποδεικνύει ότι η αποχώρηση του Leadon ήταν προδιαγεγραμμένη. Μέσα σε λίγες γραμμές, ανακοινώνει ότι το γκρουπ υποδέχεται στις τάξεις του τον Joe Walsh. Σε πλήρη αντίθεση με τα ήθη της εποχής, όπου γκρουπ διαλύονται γιατί το πιο προβεβλημένο μέλος αποφασίζει να ακολουθήσει σόλο καρριέρα, εδώ ένας καταξιωμένος κιθαρίστας – τραγουδοποιός, με σημαντική δισκογραφία και δικό του κοινό, διαλέγει να κάνει ένα βήμα πίσω από τους προβολείς και να προσχωρήσει σε μια έτοιμη, ιεραρχικά δομημένη μπάντα. Ο Azoff είδε κι έπαθε να πείσει τον Henley ότι ο Walsh είναι ο κατάλληλος κιθαρίστας για το «ροκ άνοιγμα» που έχουν σχεδιάσει. Ναι μεν η δεξιότητά του και η συνθετική του ικανότητα είναι αποδεδειγμένες, αλλά ο Henley αντιδρά. O ίδιος, μόνιμα οχυρωμένος πίσω απ’ τα ντραμς, σαν βιδωμένο στη γη quarterback που οργανώνει το παιχνίδι από πίσω, έχει επιβάλλει το επί σκηνής δόγμα της μπάντας: οι Eagles δεν «δίνουν παράσταση», αρκούνται να παίζουν, κρατώντας τη θέση τους πάνω στη σκηνή. Ένας αυτοφυής περφόρμερ που οργώνει το σανίδι, σταρ από μόνος του όπως ο Walsh, θα αλλοιώσει, λέει ο Henley, την «φυσιογνωμία» τους. Το πράγμα γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκο, επειδή ο Glen Frey σπεύδει να υπογραμμίσει ότι πιστεύει ακριβώς το αντίθετο από τον Henley: ο Walsh έχει τη hard rock κοψιά που λείπει όχι μόνον απ’ τον μονόχνωτο Leadon αλλά τόσο από τον ίδιο, όσο και από τον άλλο κιθαρίστα της μπάντας. Τον «ξανθό άγγελο» Don Felder.
O Felder, τύπος που λέει λίγα, ενώ γνωρίζει και μπορεί πολλά, παγιδευμένος στις συμπληγάδες Henley και Frey από το ’74 όταν και μπήκε στο συγκρότημα, επιλέγει κατά κανόνα να κάνει ένα βήμα πίσω σε όλες τις διαμάχες. Έχει πολλές φορές τζαμάρει με τον Walsh στο παρελθόν, καθώς μοιράζονται μια μεγάλη αγάπη για το slide. Η συνύπαρξη τους θα είναι εξαρχής παραπάνω από ομαλή και σύντομα θα οδηγήσει σε εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Ο πέμπτος Αετός, Randy Meisner δεν ήταν υπό καμία έννοια ένας διεκπεραιωτικός μπασίστας. Έχει γράψει και τραγουδήσει τη μεγάλη επιτυχία της μπάντας, “Take It To The Limit”, όπως και αρκετά deep cuts του καταλόγου τους (“Is It True”, “Midnight Flyer”, “Too Many Hands”, “Certain Kind Of Fool”). Όμως και κείνος έχει αρχίσει να δυσκολεύεται να διαχειριστεί το πώς ο Henley και ο Frey, αδέλφια του στις δυσκολίες που συνάντησαν στο μουσικό τους ταξίδι, από καιρό του συμπεριφέρονται σαν σε ανεπιθύμητο συγγενή. Δικά του κομμάτια με μεγάλη δυσκολία έφταναν να περιληφθούν στα άλμπουμ κι ακόμη πιο δύσκολα συναινούσαν οι δύο να κυκλοφορήσουν ως σινγκλ, τουλάχιστον όχι χωρίς μερικές «τροποποιήσεις», ώστε ν’ αποκτήσουν κι εκείνοι συνθετικά δικαιώματα. Το χρήμα έχει πια μπει για τα καλά ανάμεσά τους.
«Όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε το Hotel California”, στην πραγματικότητα η μπάντα που είχαμε δημιουργήσει δεν υπήρχε. Δεν ήταν πια δυνατόν να καθίσουμε γύρω από ένα τραπέζι, να πιούμε μπύρες και να συζητήσουμε. Όχι μόνο δεν ήμασταν φίλοι όπως παλιά, μετά βίας μπορούσαμε να θεωρηθούμε συνεργάτες. Τα ναρκωτικά και το χρήμα είχαν δηλητηριάσει και τον αέρα που αναπνέαμε - θυμάται ο Meisner.

Μετά από επτά δύσκολους μήνες γεμάτους εντάσεις στα Criteria Studios του Miami, οι Eagles επιστρέφουν στα Record Plant Studio του L.A. τον Οκτώβριο του ’76 για να προσθέσουν, υπό την εποπτεία του 33χρονου παραγωγού Bill Szymczyk, τις τελευταίες λεπτομέρειες στο δίσκο. Με τίτλο “Hotel California”, κυκλοφορεί λίγο πριν τα Χριστούγεννα του ’76 και γίνεται μέσα σε μερικούς μήνες ένα δισκογραφικό φαινόμενο, από τα κορυφαίας εμπορικής απήχησης για το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Όλα αρχίζουν με το ομώνυμο κομμάτι, που ανοίγει την πρώτη πλευρά. Η μουσική του ανήκει εξ ολοκλήρου στον μη ανταγωνιστικό, «ήσυχο» Don Felder. Το έχει γράψει μέσα στο καλοκαίρι του ’76, χαλαρός με την ακουστική του κιθάρα σ’ έναν καναπέ στο παραθαλάσσιο εξοχικό του στο Malibu, με τον ήλιο της Καλιφόρνια να κάνει τη θάλασσα να λαμπυρίζει και τον μικρό γιο του να παίζει ανέμελα με την άμμο. Το ηχογραφεί πριν το ξεχάσει σ’ ένα κασσετόφωνο, όπως κάνει πάντα, προσθέτει latin και reggae ρυθμούς βοηθούμενος από ένα πρωτόλειο, φτηνό drum machine και δίνει το demo στους Henley και Frey.
Ο Frey είναι αυτός που επινοεί το κινηματογραφικό σενάριο του μοναχικού ταξιδιώτη, κάτι αξημέρωτα βράδια που βολτάρει με το αυτοκίνητο στους λόφους του L.A.. Τα καρέ ξεδιπλώνονται σαν από επεισόδιο της «Ζώνης του Λυκόφωτος», με τον άγνωστο να περιπλανάται, να επισκέπτεται ένα μυστηριώδες πανδοχείο, η πόρτα να του ανοίγεται και κείνος πρόθυμα να εισχωρεί σε μιαν άλλη διάσταση, γεμάτη χαρακτήρες απροσδιόριστα θελκτικούς κι επικίνδυνους.
O Henley, κατεβάζοντας μπουκάλια Beefeater μόνος στο στούντιο, περνά στο στίχο μια μεταφορά που απηχεί λίγο – πολύ την ιστορία όλων τους: έχουν έρθει στη δυτική ακτή από τις τέσσερις γωνιές της Αμερικής κυνηγώντας το όνειρο. Έχουν βυθιστεί στη γοητεία καλειδοσκοπικών προκλήσεων και στην παραφορά της επιτυχίας. Επίλεκτοι θαμώνες σ’ ένα πανδοχείο απολαύσεων χωρίς τέλος, θείο και διαβολικό μαζί, το οποίο, με τρόμο διαπιστώνουν ότι δεν διαθέτει πίσω πόρτα, δεν έχει έξοδο διαφυγής (“You can check out any time you like, but you can never leave”). Η πολυεπίπεδα ακουστική εισαγωγή (με κείνη την ανεπαίσθητη νότα από αέρα της ερήμου να σέρνεται πίσω της), η διήγηση των κουπλέ χτισμένη πάνω σ’ έναν “mexican reggae” –έτσι τους άρεσε να τον λένε- ρυθμό, το αμφίσημα νοσταλγικό ρεφραίν κι ο περίφημος κιθαριστικός διάλογος μεταξύ Felder και Walsh σφραγίζει απ’ άκρη σ’ άκρη το Hotel California, ένα road movie εξήμισυ λεπτών, που όμοιό του δεν έχει γραφτεί ποτέ.

Ο δίσκος συνεχίζει με το “New Kid In Town” με καίρια τη μουσική συμβολή του έκτου και αφανούς μέλους των Αετών, του συνθέτη και τραγουδιστή J.D. Souther. Μια ονειρική μπαλάντα με country γεύση, φωνητικά γεμάτα ελεγχόμενη πίκρα από τον Frey και θέμα στη στιγμή αναγνωρίσιμο, για όποιον έχει συνειδητοποιήσει ότι η αγάπη του τον έχει αντικαταστήσει με κάποιον άλλο (“Hopeless romantics, here we go again).
Στο Life In The Fast Lane αναλαμβάνει ο Joe Walsh με το σκληρό φανκ ριφ κι ένα slide σόλο φτιαγμένο να προκαλεί ίλιγγο. Ένα τραγούδι γραμμένο από και για την λευκή σκόνη, το πρωϊνό των πρωταθλητών για τα μέλη των Eagles, τραγουδισμένο από -τον υπερπρωταθλητή τους- Don Henley.
(«Όταν το ηχογραφούσαμε, δεν άντεχα καν να το ακούσω. Με ανακάτευε κυριολεκτικά, έτσι σπηνταρισμένος που ήμουν συνέχεια σε σημείο αρρώστιας. Η κοκαΐνη, όπως θα καταλαβαίναμε αργότερα, δεν είναι τόσο ‘fun’. Σου τη φέρνει πισώπλατα. Μου χάλασε το στομάχι, μου κατέστρεψε τους ραχιαίους, μου διέλυσε το νευρικό σύστημα, μ’ έκανε ένα παρανοϊκό τύπο»  - θα πει ο Henley χρόνια αργότερα).    
To σπαρακτικό Wasted Time με την coda των εγχόρδων να το μετατρέπει στο ύστατο σάουντρακ για τον απολογισμό ενός χωρισμού, αυτού του Henley με την Loree Rodkin, ρίχνει κι άλλο αλάτι στις πληγές. Η «διασημότητα» ενός σταρ έχει σαν πρώτο θύμα την ειλικρίνεια στον έρωτα,  καθώς του την υποκαθιστά με την ευχέρεια να απολαμβάνει ετεροβαρώς τη θηλυκή λατρεία μέχρις εξουθενώσεως. Όμως και οι γυναίκες τον ξεπληρώνουν με το ίδιο νόμισμα. Δεν είναι εκείνες το τρόπαιο, είναι εκείνος.


Η δεύτερη πλευρά ξεκινά με το πιο δυνατό κομμάτι, το Victim Of Love. Ανάμεσα απ΄τα κοφτά ριφ του Felder (ο οποίος στη μέση ρίχνει κι ένα γερό slide σόλο), αφηγητής συνεχίζει να είναι ο Henley, που παλεύει να βρει άκρη αν, ως καταχρήστης των πάντων, ουσιών, συντρόφων, φίλων και χλιδής, είναι περισσότερο θύμα από θύτης.
Το Pretty Maids All In Α Row μπήγει το μαχαίρι ακόμη πιο βαθιά, καθώς ο Joe Walsh, συνθέτης και αφηγητής εκείνος αυτή τη φορά, μέσα από ένα ημισυμφωνικό κομμάτι, αρκετά ασυνήθιστο για τα δικά του "στρέϊτ" συνθετικά στάνταρ, εκθέτει κυνικά την αίσθηση αποπροσανατολισμού που κληροδοτεί στο μουσικό του δρόμου η αντικαταστατότητα των γκρούπις και οι ψεύτικες σχέσεις μαζί τους.
Ο Randy Meisner, εν μέσω κι εκείνος ενός θυελλώδους διαζυγίου, προσθέτει τη μελαγχολική υποσημείωση του Try And Love Again (“One by onethe lonely feelings comeday by day they slowly fade away (…) right or wrong, whats done, its doneits only moments that we borrow), έχοντας σαν αντίβαρο ένα καλοδουλεμένο σόλο -από τον Frey αυτή τη φορά – που αφήνει ελπίδες για ένα νέο ξεκίνημα.

Το εξόδιο 7μισυ λεπτών που προσφέρει το The Last Resort, είναι μια από τις πιο παραστατικές συνεργασίες Henley και Frey. Μια ανώνυμη γυναικεία φιγούρα εμφανίζεται, έρχεται από μακριά και καταφθάνει σ’ έναν τόπο μύθου και υποσχέσεων (“And they called it paradiseI dont know whysomebody laid the mountains low, while the town got high”), του οποίου όμως το μέλλον διαγράφεται αβέβαιο (who will provide the grand design? - what is yours and what is mine?”). Μια παραβολή για την Αμερική, καθώς η δεκαετία οδεύει φορτωμένη συλλογικές πληγές και ενοχές (οι βετεράνοι επιστρέφουν απόβλητοι, η καχυποψία του Γουώτεργκεϊτ σκεπάζει τα πάντα, τα ιδανικά και οι συλλογικότητες εκπίπτουν) προς το τέλος της (“We satisfy our endless needs and justify our bloody deedsin the name of destiny and in the name of God). 
Τί είναι τελικά αυτό το Ξενοδοχείο Καλιφόρνια, πέρα από ένας σημαντικός δίσκος, στον οποίο μια από τις διασημώτερες μπάντες της δεκαετίας του ‘70 εξάντλησε τον μουσικό συντονισμό των μελών της; Είναι ένα ανύπαρκτο, μυθικό μέρος; Ένα σύμβολο για την απατηλή λάμψη της διασημότητας; Ένας κλειστός κώδικας της νομενκλατούρας των αστέρων του Hollywood, των οποίων η ακόλαστη ζωή περιστρεφόταν γύρω από το Beverly Hills Hotel που φιγουράρει στο εξώφυλλο; Ένα επιμελώς σχεδιασμένο εμπορικό προϊόν βαλτωμένο στο hangover των ζάμπλουτων, ομφαλοσκόπων δημιουργών του; Πιθανόν όλα αυτά μαζί, σε δοσολογία που βλέπει ο καθένας ανάλογα με την οπτική του γωνία.
Ο
Henley, δίνει τη δική του απάντηση: «Χωρίς να το συνειδητοποιούμε, είχαμε αποκαλύψει το ίδιο το σκοτεινό υπογάστριο της Αμερικάνικης κουλτούρας της εποχής».
Όσο κι αν μέσα στα χρόνια επιχειρήθηκε να εκτοπιστεί η καλλιτεχνική του αξία με εμμονικές, σχεδόν πορνογραφικών προθέσεων, αναφορές για τη σημασία «αντιστρόφων» και ευθέων μηνυμάτων προς και από τη σκοτεινή πλευρά (δεν έχει πάντως διαψευσθεί ότι ο Anton La Vey πράγματι εικονίζεται στη σκιά μιας καμάρας του υπερώου, αν προσέξει κανείς το εσώφυλλο), πρόκειται για ένα σπάνιας δύναμης μουσικό έργο.
Φτιαγμένο από πέντε τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους πρωταγωνιστές, με πρώτη ύλη τα νιάτα, την ευαισθησία, την προσωπική αδυναμία, την επιτάχυνση που χαρίζει η χημεία, την ηδονή του ανορίωτου σεξ, τη σύγκρουση της άνευ όρων αποδοχής με τις συντριπτικές συνέπειες της ιδιωτικής απόρριψης, δεν χρειάζεται κρυφούς ή φανερούς δαίμονες για να κάνει αισθητό το τρομακτικό συναισθηματικό του φορτίο.

Την ουσία έχει συνοψίσει και πάλι ο Henley: «Παίρναμε όλοι μας εντατικά μαθήματα στη ζωή, στον έρωτα, στις μπίζνες. Το «Ξενοδοχείο» έγινε ένας τόπος όπου παίχτηκε ο πρώτος κρίσιμος γύρος του παιχνιδιού. Αυτού της οριστικής απώλειας κάθε αθωότητας».
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου