Whitesnake: Η Καλή Τέχνη του Γλιστράν Στα Eνδότερα (est. 1984)

18/02/2024

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

4965

11 με 18 Φεβρουαρίου 1984. Το έβδομο άλμπουμ των Whitesnake με τον προκλητικό τίτλο «Γλύστρα Το Μέσα» (“Slide It In”), μια εβδομάδα μετά την κυκλοφορία του, μπαίνει στο βρετανικό tοp-10 (UK#9). Είναι το πέμπτο συνεχόμενο άλμπουμ τους που το καταφέρνει μέσα σε τέσσερα χρόνια.

 

Όμως αυτό δεν είναι επ’ ουδενί αρκετό για τον David Coverdale, που στα 33 του, θεωρείται βετεράνος, ένα εν πολλοίς ξοδεμένο αποθεματικό για την Βρετανική μουσική σκηνή. Η μπάντα του, αποτελούμενη από Jon Lord (43) στα πλήκτρα, Colin “Βomber” Hodgkinson στο μπάσο (39), Cozy Powell (37) στα τύμπανα, Micky Moody (34) και Mel Galley (36) στις κιθάρες, δείχνει, από συνθετική και εμπορική άποψη, να έχει πλέον ολοκληρώσει τον κύκλο της.
Τα δύο Donington, το ’81 σαν δεύτερο όνομα πριν τους AC/DC και το ’83 ως headliners και η κατά κάποιο τρόπο δικαιωματική κατάληψη του κενού που έχουν αφήσει στο rockist αγοραστικό κοινό περίπου δέκα χρόνια τώρα οι Purple, αφού διαθέτουν στις τάξεις τους τα 3/5 της σύνθεσης των Mk III και IV (Coverdale-Paice-Lord), δεν λένε πια και πολλά πράγματα σε ένα περιβάλλον όπου κυριρχούν οι Duran Duran, οι Spandau Ballet, ο Boy George και οι Kajagoogoo. Σίγουρα πάντως δεν λενε σχεδόν τίποτε στον αρχηγό, David Coverdale. Ο οποίος, μετρά ήδη έξι χρόνια προσωπικής καρριέρας, έχοντας σπείρει στο διάβα του χρέη, οφειλές από διατροφές (ιδίως προς την πεντάχρονη κόρη του), απλήρωτους μουσικούς και δεκάδες δυσαρεστημένες θαυμάστριες της μιας βραδιάς (ή και λίγο παραπάνω) σε Ευρώπη, Ιαπωνία και Βόρεια Αμερική.


Το καινούριο άλμπουμ ηχογραφείται υπό κεκτημένη ταχύτητα και με τρία νέα, αλλά δοκιμασμένα πιστόνια στη μηχανή (Galley, Hodgkinson και Powell). Τα τραγούδια, πέντε από τα οποία είχε συνθέσει ο Mel Galley, πρώην κιθαρίστας των Trapeze, πιο κοφτός και λιγώτερο bluesy από τον Bernie Marsden, ταιριάζουν με το παλιώτερο υλικό, όμως το παιξιμό τους οδηγεί προς ένα άκουσμα διαφορετικό. Ο βαρύς Cozy Powell και ο φίλος του Colin Hodgkinson δίνουν στην εξαμελή μπάντα μια ώθηση παραπάνω. Εξακολουθεί να είναι ένα βρετανικό, λευκό και βαρυκόκκαλο blues όχημα με slide εδώ κι εκεί, με στίχους για αντικαταστατές γόησες που τείνουν να δημιουργούν μεγάλα μπλεξίματα και άντρες που ομολογούν ότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να περιέλθουν σ’ αυτή τη θέση. Παράδοση, παράδοση και ξανά παράδοση.
Το “Gambler, ας πούμε, ξεπηδά πρώτο μέσα από τα αυλάκια της πρώτης πλευράς, με τον Jon Lord ν’ απλώνει  το χαλί από πλήκτρα, τον Cozy Powell να σκάει σε συντονισμό με τις δύο κιθάρες και το μπάσο του Hodgkinson, με την φωνή του Coverdale ψυχωμένη στα κουπλέ. Έχει δόνηση, όμως χωρίς κορύφωση στο ρεφραίν, το κομμάτι μοιάζει ημιτελές, ένα victim of circumstance πραγματικά.
Το “Slide It In” μια χυδαιούτσικη, πιο κοφτή αυτοαναφορά στο τρία χρόνια παλιό δικό τους “Come An’ Get It” (που με τη σειρά του ήταν μακρινό ξαδερφάκι του “Hot Blooded” των Foreigner), επιχειρεί να ροκάρει ρεφάροντας σε αμεσότητα και τα καταφέρνει, χάρις κυρίως τα τύμπανα του Powell και μια ιδέα από αρμονία πάνω στο σόλο.
Το “Standing In The Shadow” μπαίνει εμβατηριακό και χωρίς εισαγωγή μ’ ένα stomp στα χνάρια του “Don’t Break My Heart Again” (όπως και κείνο, έρχεται τρίτο στο tracklist) και δίνει το πρώτο διπλό χτύπημα:
ο Coverdale αρπάζει την πρώτη στροφή και την τινάζει στον αέρα με κουπλέ – ρεφραίν που χτυπάνε κατευθείαν όλα τα ζωτικά όργανα με τα οποία το ακροατήριό του έχει μάθει να μετέρχεται του ροκ (“… I keep running away from love, but my heart keeps telling me noNo !”), αποσαφηνίζοντας ότι δεν θα χορτάσεις το κομμάτι στα τριάμισυ λεπτά που διαρκεί.



Το “Give Me More Time” όμως είναι, όπως και να το πάρεις, της σειράς. Παρά την και πάλι σωστά οικοδομημένη κιθάρα του Galley, προσγειώνει τον ακροατή σε μια πεπατημένη που με τίποτε δεν συναρπάζει – από τις πιο ανέμπνευστες επιλογές της EMI/Liberty για δεύτερο single [UK#29, 21/1/84]).
Τέσσερα κομμάτια μέσα στο καινούριο άλμπουμ και το πράγμα δείχνει να στερείται πρωτοτυπίας. Όμως εκεί, πέμπτο και τελευταίο στην πρώτη πλευρά έρχεται ένα έπος γραμμένο από τον Mel Galley, το οποίο αλλάζει τη ρότα όλου του υλικού: “Love Aint No Stranger”.
Ο Coverdale έχει ήδη αποδείξει ότι στα αργά και moody blues είναι άπιαστος ήδη από το μυθικό “Mistreated”, επιβεβαιώνοντας την κλάση του με κάθε κυκλοφορία: με το διαπεραστικής μελαγχολίας “Soldier Of Fortune”, την αποθεωτική soul διφωνία με τον Glenn Hughes στο “You Keep On Moving” την υπερχειλίζουσα από σπαραγμό και κότσια εκτέλεση στο “Ain’t No Love In The Heart In The Of The City” το κομμάτι του Bobby Bland με το οποίο οι Whitesnake πότισαν τους τοίχους του Hammersmith άπειρες φορές, με το “Blindman”, το “Only My Soul”, το “Lonely Days, Lonely Nights”, ακόμη και με τα “Crying In The Rain” και “Here I Go Again” από το βιαστικό και κάπως στείρο “Saints And Sinners” του ’82. Όμως αυτό εδώ το τραγούδι είναι κάτι άλλο. Δομή οικεία αλλά και μοντέρνα, με ανάπτυξη ημιακουστική που όμως δεν φλυαρεί στο ελάχιστο, κορμός από κοφτά, επιθετικά ριφ, δρόμος σύντομος προς το ρεφραίν. Μια άγρια έκρηξη πάνω στη στέρεα βάση της μπάντας που φέρνει τους Whitesnake στη νέα δεκαετία, ένα σαφές βήμα προς ένα ελκυστικό φορμουλάρισμα που κοιτάει μακριά, χωρίς να αλλοιώνεται. Με κυρίαρχο βέβαια τον τραγουδιστή, που εφαρμόζει όλες του τις καλοβαλμένες μανιέρες τη μία δίπλα στην άλλη: ξεκινά χαμηλά, ανεβαίνει ψηλά, κραυγάζει σαν blues Ταρζάν, ψιθυρίζει, μονολογεί με τα δόντια σφιγμένα, απλώνει όλη του την πραμάτεια.
Η δεύτερη πλευρά, σαν να έχει χρέος να σώσει το δίσκο μια και καλή δίνοντας κάτι που δεν ξεχνιέται εύκολα, ξεκινά μυσταγωγικά. Σα ν’ ακούς κάτι από τη μέση του “Dazed And Confused”, ή από την αρχή του “In the Light”.
O Coverdale, έχοντας επιρροές από τα ίδια μαύρα και λευκά blues ακούσματα που είχε ο τρία χρόνια μεγαλύτερός του Robert Plant, είχε επισκεφθεί ξανά μουσικά εδάφη που είχαν αναδείξει οι Zeppelin, συνήθως με οδηγό τα slide του Micky Moody (μεταξύ άλλων στο “Child Of Babylon”, ‘’Till The Day I Die” και “Ain’t Gonna Cry No More”). Όμως εδώ είναι αποφασισμένος να φτιάξει ένα κράμα από δύο διαφορετικούς κόσμους, έναν τραγουδιστικό δυναμίτη. Το  “Slow AnEasy” βγαίνει μέσα από έναν βάλτο αρσενικής blues ηδυπάθειας, όλον αγκομαχητό και μισόλογα λαγνείας, για να ορθώσει ανάστημα πάνω στα αδυσώπητα σκασίματα των θανατηφόρων τομ του Cozy Powell και ν’ αρχίζει να επελαύνει πάνω σ΄ένα ξεσηκωτικό barroom boogie, όπου ακούς τα πόδια ενός ολόκληρου μπαρ να χτυπάνε ρυθμικά το πάτωμα, τα χειροκροτήματα να κρατάνε το ίσο και φαντάζεσαι τα pints να παραγγέλνονται σωρηδόν από απανταχού κατανυξίες της μπάρας (και μιας καλοειπωμένης ιστορίας για το πώς προέκυψε ο θρίαμβος «εκείνο το βράδυ»). Ένα κομμάτι που προλέγει το πώς, προτρέπει στο πώς και στο τέλος αφήνεται στο πώς “to make love like a man” που λέγαν κάτι χρόνια πιο πριν κι οι Ten Years After.
Ατυχώς, ακολουθούν άλλα τρία τραγούδια, το ένα πιο αδιάφορο απ΄το άλλο. Το σα βγαλμένο από φθαρμένο σόκιν ανέκδοτο για μπάκουρους με μυαλό πριονίδι “Spit It Out”, το τετριμμένο “All Or Nothing” και το “Hungry For Love”, αφόρητα ίδιο με άλλα δέκα κομμάτια της μπάντας, το νιοστό, δε, με τη λέξη Love στον τίτλο. Όμως για το τέλος, ο δίσκος επιφυλάσσει ένα από τους τέσσερις βαλέδες του. Το τραγούδι από το οποίο ξεκίνησε να γράφεται. Το “Guilty Of Love”, ένα ταχύρρυθμο, ενθουσιώδες απολαυστικό, με αρμονία που λες και θέλει να συγκριθεί με το “The Boys Are Back In Town”, με μια από τις πιο ορεξάτες και εύστοχες ερμηνείες στην καριέρα του David Coverdale.



Αυτό ήταν το πρώτο κομμάτι που ηχογράφησαν οι Whitesnake με τον Coverdale να έχει ήδη αλλάξει management και να συζητάει με την ανερχόμενη δύναμη στην αμερικάνικη δισκογραφία, την Geffen Records, ποιo θα έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα ώστε αυτή η τόσο βρετανική μπάντα να μπορεί να πετύχει “overseas”. Ο πολύπειρος παραγωγός Eddie Kramer, για πρώτη φορά στο τιμόνι της μπάντας, μετά από έξι χρόνια με τον Martin Birch, είχε επιμεληθεί κάπως απρόθυμα και με μεγάλη επιφυλακτικότητα από πλευράς Coverdale το ’’Guilty Of Love” σαν single, πιέζοντας το χρονοδιάγραμμα για να κυκλοφορήσει λίγο πριν την εμφάνιση των Whitesnake στο Φεστιβάλ του Donington (ως πρώτο όνομα μετά από Meat Loaf, ZZ Top, Twisted Sister, Diamond Head και Dio). Ο χρονισμός πέτυχε (UK#31, 20 & 27/8/83), όμως ο καινούριος ήχος δεν είχε το κάτι παραπάνω. Ο Kramer εκπαραθυρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και ο Martin Birch μετακλήθηκε άρον – άρον για να τελειώσει τον δίσκο.
Έχοντας ήδη τεθεί υπό την αιγίδα της Geffen, ο Jon Kalodner μυστήριος γενειοφόρος με την λεπτή ένρινη φωνή, επικεφαλής του τμήματος Artists & Repertoire, αναλαμβάνει να αναμορφώσει το σχήμα του Coverdale.
Ο μυστακοφόρος Micky Moody με το παλαιοχίππικο καπέλο κρίνεται ασύμβατος με το νέο πιο hard και νεανικό look που πρέπει να έχει η μπάντα αν θέλει να κάνει κάτι στην Αμερική. Ο μπασίστας Colin Hodgkinson, επίσης, εξ ου και απολύεται και στη θέση του επανέρχεται ο πάντα αξιόπιστος Neil Murray. Πλέον, πλην του δυναμό που ονομάζεται Cozy Powell και του γέροντα μεν, αλλά σταρ των πλήκτρων, Jon Lord αναζητείται ένα αστέρι στην κιθάρα. Τον έχει βρει ήδη ο Coverdale. Είναι ο 24χρονος μεταλλικός σίφουνας πρώην των Tygers Of The Pan Tang που παρά λίγο να νεκραναστήσει μόνος του τους Τhin Lizzy του πνέοντος τα λοίσθια Phil Lynott, ονόματι John Sykes. Ταιριάζει απόλυτα στο νέο project, κι όχι μόνο για λόγους look. Χρειάζεται, όπως υπαγορεύει ο Kalodner, μια προσέγγιση ήχου έξω από τα συνήθη ’70s πρότυπα.
Στις 17 Φεβρουαρίου 1984, η εξαμελής σύνθεση των Whitesnake ανεβαίνει στη σκηνή του SFX Theatre στο Δουβλίνο, στην πρώτη βραδιά της περιοδείας “Stick It In Tour”, με σαπόρτ κάποιους άγνωστους τότε αμερικάνους, τους Great White, με δίδυμο στις κιθάρες τους Mel Galley και John Sykes και τον Neil Murray στο μπάσο. Είναι το ντεμπούτο του φιλόδοξου νεαρού από το Reading, που επιταχύνει και επιτραχύνει τα κομμάτια, δίνοντάς τους εντελώς διαφορετική υφή, κολακεύοντας το πιο συγκρατημένο παίξιμο του Galley και εισφέροντας ενθουσιώδη δεύτερα φωνητικά.
Συνήθως ξεκινούν με το “Gambler”, περνάνε στο γκαζωμένο “Guilty Of Love”, πετούν μέσα “Ready An’ Willing”, “Here I Go Again”, συμπεριλαμβάνουν το “Love Ain’t No Stranger” και “Slow An’ Easy” παίζουν το “Ain’t No Love…” μερικά παλιά blues και κλείνουν στα φόρτε με “Fool For Your Loving” και “Don’t Break My Heart Again”.
Η περιοδεία θα συνεχιστεί με επιτυχία τον Μάρτιο του ’84 στην Δυτική Γερμανία, όμως εκεί η τύχη θα αρχίσει να στερεύει. Στις 17, μετά τη συναυλία στο Grugahalle του Essen, ο Mel Galley σπάει το αριστερό του χέρι όταν, μεθυσμένος, προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω στο καπώ ενός Volkswagen. Συνεχίζουν ως κουιντέτο, με μια μόνη κιθάρα, τον Sykes. Κι αυτός, ζώντας μετά τους Τhin Lizzy το δεύτερο κατά σειρά όνειρό του, κυριολεκτικά λυσσάει κάθε βράδυ. Τότε όμως τους ανακοινώνει κάτι ο Jon Lord. Οι Deep Purple θα επανενωθούν με την θρυλική Mark II, οπότε ο ίδιος πρέπει να εγκαταλείψει τους Whitesnake. Ο Coverdale τον πείθει να ολοκληρώσει πρώτα την περιοδεία. Μετά από μια σύντομη επιστροφή για μερικές εμφανίσεις στην Αγγλία, τα τέλη Απριλίου τους βρίσκουν, επιτέλους, στην Αμερική.
Μέχρι τότε όμως, η Geffen με ιθύνοντα νου τον Kalodner, θέλει διακαώς να έχει διαθέσιμο αυτό το «αναμορφωμένο» δισκογραφικό προϊόν, να το ρίξει στην αμερικάνικη αγορά παράλληλα με την περιοδεία. Ο Sykes έχει κληθεί να ηχογραφήσει τη δική του κιθάρα πάνω στα αρχικά masters, σβήνοντας εντελώς αυτήν του Moody (αρκετή, δε, και από εκείνην του Galley) και ο σπεσιαλίστας παραγωγός και ηχολήπτης Keith Olsen (ένα όνομα που είχε τότε σχεδόν αποκλειστικά πλατινένια άλμπουμ από Foreigner, Santana, Pat Benatar, Rick Springfield, Sammy Hagar, Heart) αναλαμβάνει να μιξάρει από την αρχή ολόκληρο το άλμπουμ, «για την αμερικάνικη αγορά».



Hχοληψία, μίξη και φινίρισμα στο τελικό προϊόν αποδεικνύεται τον παν για το “Slide It In”. Εκεί που ο Eddie Kramer με το single “Guilty Of Love” είχε απεικονίσει ένα τοπίο άγριας ομορφιάς μέσα από ένα θολό τζάμι και ο Martin Birch, κάπως σαν στον αυτόματο, σκούπισε το τζάμι με τη λεκιασμένο μανίκι μιας πολυφορεμένης μπλούζας, ήρθε ο Keith Olsen με ολόκληρο το συνεργείο καθαρισμού για να κάνει το τζάμι κρυστάλλινα διαυγές, αποκαλύπτοντας έτσι τα πραγματικά φανταχτερά χρώματα του τοπίου: έσφιξε τους χρόνους, εξαφάνισε το swing από τις δύο ροκάδικες κιθάρες των Moody και Galley κι ανέβασε στη μίξη την οξύγωνη, με ένταση και ορμή κιθάρα του Sykes (τον ακούς να κρατιέται με τη βία να μην σολάρει παραπάνω), αφήνοντας τα πιατίνια του Cozy να εκρήγνυνται ελεύθερα, πανηγυρικά. Με τον τρόπο αυτό, το “All Or Nothing”, λ.χ., φτάνει μια ανάσα από το να μοιάζει με μοντέρνο υποψήφιο single, κι ας μένει το παλιοροκάδικο σόλο του Jon Lord στα πλήκτρα να θυμίζει τον αριθμό πλαισίου κατασκευής του. Δύο βίντεο κλιπ γυρίζονται, για τα «καλύτερα» κομμάτια του δίσκου, που θα γίνουν και αυτά που θα κάνουν για πρώτη φορά τους Whitesnake αναγνωρίσιμο μέγεθος στο MTV.
Τί σημασία έχει αν ο συνθέτης του “Love Ain’t No Stranger”, ο Mel Galley, έχει στο μεταξύ αχρηστευτεί από μια επέμβαση στο σπασμένο του χέρι που πήγε άσχημα, τί σημασία έχει αν στην Αγγλία σνομπάρουν την επανακυκλοφορία ως «αμερικανοκίνητο ξεπούλημα» και τα υπόλοιπα single συναντούν πλήρη αδιαφορία;
Τί κι αν ο Micky Moody έχει αδειαστεί μεγαλοπρεπώς γιατί δεν είναι «εμφανίσιμος», αν Jon Lord έχει φύγει για τους Purple και η μίξη του Martin Birch έχει πεταχτεί στα σκουπίδια; Το hard rock για το ραδιόφωνο της νέας δεκαετίας έχει αφιχθεί μεγαλοπρεπώς. Ένα σύγχρονο, μυώδες άκουσμα, με πλεονέκτημά του –κι όχι ως απαρχαιωμένο βαρίδι του- το σκληόηχο βρετανικής κοπής blues θεμέλιο.
Ο Kalodner αλλάζει εντελώς και την tracklist του δίσκου που κυκλοφορεί στις 16 Απριλίου 1984 στην Αμερική.
Βάζει πρώτο το ομώνυμο και περνάει κατευθείαν στο ψητό με τα “Slow An’ Easy” και “Love Ain’t No Stranger” κολλητά, παίζοντας όλα τα καλά χαρτιά με τη μία, ένα «όλα ή τίποτα» φτιαγμένο κατεξοχήν για το αμερικάνικο αυτί. Το “All Or Nothing” έρχεται στη σωστή του σειρά, τέταρτο, ενώ το “Gambler” στριμώχνεται ως αυτό με το λιγώτερο επιδραστικό ρεφραίν heavy rock άλλοθι στο τέλος της πρώτης πλευράς. H δεύτερη ξεκινά δυνατά με το “Guilty Of Love”, όμως υστερεί φανερά, καθώς ακολουθούν όλα όσα ο Kalodner θεωρούσε «γεμίσματα», με πιο αδικημένο, κυριολεκτικά καμένο χαρτί, το “Standing In The Shadow” (UK#62, 28/4/84) που κλείνει την «αμερικάνικη έκδοση».
Ο «νέος» στην ουσία δίσκος θα πάρει, κατευθείαν με την επανακυκλοφορία του ως «Αμερικάνικη Έκδοση», τον κρίσιμο ραδιοφωνικό χρόνο που θα χρειαστεί για να μπει στο top-40 (US#40, 25/8/84). Περιοδείες με Dio, Bon Jovi, Scorpions και Quiet Riot γεμίζουν τη χρονιά. Μέσα στο ’84 οι Whitesnake έχουν πλέον τον πρώτο τους χρυσό δίσκο στην Αμερική. Φθάνουν στις του ’85 να εμφανιστούν μέχρι και στο ‘Rock In Rio” στη Βραζιλία, ενώπιον του μεγαλύτερου κοινού στο οποίο έχουν παίξει ποτέ.
Είναι άραγε ικανοποιημένος αυτή τη φορά ο David Coverdale; Του αρκούν άραγε όλα αυτά τα επιτεύγματα σε έναν και κάτι ημερολογιακό χρόνο;

Παναγιώτης Παπαϊωάννου