Helix: "Wild In The Streets (turning on the heat)"

16/12/2017

Κατηγορία: Old Time Rock

5247

Μπαίνοντας ο Δεκέμβριος του ’87 ήταν ξεκάθαρο: οι hard και heavy δίσκοι που είχαν βγει τους προηγούμενους μήνες θα χρειaζόταν ένας χρόνος και πάνω για να τους μαζέψουμε, τουλάχιστον τους πιο βασικούς. Ειδικά από το Σεπτέμβριο και μετά, μιλάμε για καταιγισμό :

 

Dio, Aerosmith, W.A.S.P., Black Sabbath, Motorhead, Tesla, Def Leppard, T.N.T., Great White, Alice Cooper, Rush, Sammy Hagar, Loudness, Savatage, Metallica, Overkill, για όλες τις μεταλλικές φατρίες είχε κι από κάτι και το κομπόδεμα δεν έφτανε με τίποτα.
Τα λίγα που προλαβαίναμε ν’ ακούσουμε ήταν από πειρατές που –έκανε μπαμ- τις ελπίδες τους ν’ αποκτήσουνε
lower, έστω «του Michigan», τις είχανε σπαταλήσει ανεπιστρεπτί («πώς τό’πε ρε μ@λ@κ@; Σακριλέγκε;»), ή από κασσετοσυλλογές γραμμένες στο πόδι, που πασσάρονταν από χέρι σε χέρι, πού χρόνος για να γράφεις στο γυαλιστερό χαρτί τους τίτλους, μισός δίσκος από ‘δω, τρία κομμάτια απ’ τη δεύτερη πλευρά από κει.
Μέχρι να καταρτιστούν οι ιδιόχειροι κατάλογοι με τις πρώτες μουσικές ανάγκες ενόψει Χριστουγέννων, οι σελίδες των περιοδικών κάναν όλη τη δουλειά.
Παρατηρούσαμε φωτογραφίες από γκρουπ, μαυρόασπρες διαφημιστικές καταχωρίσεις με τα εξώφυλλα απ’ τα «καινούρια», αναλύαμε δισκοκριτικές ή – το καλύτερο – μελετούσαμε τα «αφιερώματα», τις συμπυκνωμένες αναφορές για την διαδρομή μιας μπάντας και νιώθαμε ότι μπορούσαμε να φανταστούμε, μερικές φορές με ακρίβεια, τον ήχο τους, κι ας μην είχαμε ακούσει νότα.
Τα λόγια κι οι φωτογραφίες, κακοτυπωμένες, κοπτοραπτική πού ’βγαζε συνήθως μάτι από ξένα περιοδικά, άνοιγαν την πόρτα κι έστρωναν τη διαδρομή προς τα ντεσιμπέλ με φαντασιώσεις και προσδοκίες που μόνο με τη συνακρόαση του δίσκου – όποτε και αν τελικά κάποιος απ’ όλους μας τον αποκτούσε- έρχονταν στις πραγματικές τους διαστάσεις. 



Οι Helix ήταν Καναδοί, αυτό το ξέραμε. Καναδοί ήταν και οι Triumph, οι Rush, οι Loverboy και ο Brian Adams -κάπως «ελαφριοί» όλοι τους. To πιο γνωστό τους κομμάτι, μια νεατερντάλεια ωδή με τίτλο "Rock You", ήτανε τρία περίπου χρόνια παλιό. Το δεύτερο πιο γνωστό τους κομμάτι, το “Gimme Gimme Goοd Lovin’” ήτανε μια διασκευή που είχε απαγορευτεί επειδή το βίντεο – κλιπ τους έδειχνε να παίζουν σε κάτι καλλιστεία που οι υποψήφιες δε φορούσαν τίποτε από πάνω – βέβαια έτσι διαβάζαμε, κανείς μας δεν τό’ χε δει. Και το τρίτο πιο γνωστό, τό’ χαμε ακούσει από τη συλλογή “Metalmania - 2”, τέλος του ’85.
Εκείνη με το τέρας πάνω απ’ την Ακρόπολη στο εξώφυλλο, που είχε μέσα και King Kobra, Icon, Tobruk, Saxon, Whitesnake και Scorpions. Λεγόταν ”Deep Cuts The Knife” και ήταν κάπως «εμπορικό», αλλά έμενε στο μυαλό.
Για μας οι Helix ήταν κι αυτοί καβάλα στο κύμα του glam metal από την παράλια γη με τα γιγάντια φοινικόδεντρα, μαζί με Van Halen, Quiet Riot, Motley Crue και Ratt. Είχαν, λέει, καταφέρει να πλησιάσουν το μισό εκατομμύριο σε πωλήσεις με το δίσκο “Walking The Razor’s Edge” το ‘84, αλλά κάπου στο μεταξύ είχαν ξεχαστεί. Για το άλμπουμ της επιστροφής τους, “Wild In The Streets” μάθαμε μεγαλοπρεπώς απ’ το τεύχος Δεκεμβρίου ’87 του "Heavy Metal", με δισέλιδη παρουσίαση από τον Γιάννη Κουτουβό. Στη δεξιά σελίδα, μας έβαζε μέσα στην ιστορία του γκρουπ με λίγα και σταράτα λόγια, υπογραμμίζοντας ότι είναι μια μπάντα ακούραστη, που έχει έρθει η ώρα της να κάνει κι αυτή το άλμα προς τη μεγάλη επιτυχία. Στην αριστερή σελίδα, μια ολοσέλιδη μαυρόασπρη φωτό’’ του γκρουπ. Με φόντο έναν τουβλότοιχο, η μπάντα πόζαρε σε στυλ «πάμε να τα σπάσουμε όλα να γουστάρουμε».
Ντυμένοι στα μαύρα, μποντζόβειες ανταύγειες, τραγουδιστής πρώτη μούρη, με σφιγμένες γροθιές, ο ένας κιθαρίστας με γκριμάτσα κακιά και λευκή μπότα με τακούνι, ο άλλος με μπαντάνα σαν απ’ το “Fame”, ο κάπως μπόλικος μπασίστας με υπερμεγέθες φουλάρι κι ο ντράμερ με αμάνικο τζην πάνω απ'το δερμάτινο και γυαλιά καθρέφτη αλά «Κόμπρα». Στο ίδιο τεύχος, στη στήλη της δισκοκριτικής, ο πρώην thrasher και άρτι hardrockάς Φωκίωνας “Black Spider” έδινε στο δίσκο 85/100, εκφράζοντας την απορία «πώς αυτό το συγκρότημα δεν έχει ακόμη γνωρίσει την αναγνώριση που του αξίζει».
Όλα αυτά όμως, σε μια χρονιά όπως το ’87, δεν ήταν απαραιτήτως αρκετά. Στην Ελλάδα, η θάλασσα του χαρντ είχε ήδη χωριστεί στη μέση. Από τη μια, οι παλaιομέταλλοι είχαν αρχίσει να βλέπουν με σκεπτικισμό τα ιερά τέρατα: Maiden και Priest είχαν βάλει στον ήχο τους synth guitar, αφήνοντας χώρο για την επέλαση θορύβου στους βαρβάρους του thrash - Slayer, Possessed, Dark Angel, Infernal Majesty, Sacred Reich και στο «νέο» κύμα του metal, της Roadrunner και της Noize - Lizzy Borden, Running Wild, Helloween, Paradox.
Από την άλλη, ο,τιδήποτε μελωδικό, χωρίς δεύτερη κουβέντα το απωθούσαν οι νταβραντισμένοι μυαλοπώλες της εποχής στην απεχθή περιοχή του «φλώρικου», «ποπ μέταλ».
Η βιομηχανία είχε παίξει σατανικά το χαρτί των
Bon Jovi, διχάζοντας το μέταλ κοινό, σε «αυθεντικό» και false, ευτελίζοντας τα κριτήριά του και στις δύο αντίπαλες όχθες και τελικά ενσωματώνοντας μεγάλο μέρος του από την πίσω πόρτα, έχοντας ποντάρει στην νομοτελειακή παροδικότητα της ορμονικής έκρηξης:
πόσα χρόνια μετά το τελευταίο ίχνος ακμής στο πηγούνι μπορείς να εξακολουθήσεις να την βρίσκεις με
Sodom, πριν υποκύψεις στη νέα μόδα που θέλγει ακόμη και τη Σούλα, την οποία, παραδέξου το, πάντα ήθελες;
Στη συγκυρία αυτή, μπάντες που διεκδικούσαν ένα «κανονικό» κοινό όπως οι Helix δεν είχαν μεγάλη τύχη σε μια εποχή ευεπηρέαστη από ακραία πρότυπα «αυθεντικότητας» και «σκληράδας».
Κι όμως, ωραίο στυλ για άγριες φάσεις υποσχόταν το ίδιο το εξώφυλλο, με το γυμνό αντρικό χέρι να βγαίνει από την κόγχη και να γδέρνει έναν τοίχο κοκκινότουβλα, σε μια οφθαλμαπάτη που –στην αυθεντική της εκτύπωση- φωσφόριζε στο σκοτάδι.
Ηχογραφημένο μέσα σε χρονικό διάστημα δύο μηνών στην Αγγλία, στα
Manor Studios του ιδιοκτήτη της Virgin, Richard Branson, το “Wild In The Streets” ήταν το πρώτο άλμπουμ των Helix που πήρε σάρκα και οστά εκτός Καναδά.
Υπεύθυνος για ηχοληψία και παραγωγή ο μεγάλος Mike Stone, ο άνθρωπος που είχε συνδιαμορφώσει το κύριο μέρος της δισκογραφίας για Queen, Asia και Journey (καθώς και του υπέρτατου "Whitesnake '87" που ακριβώς τότε μεσουρανούσε), ενώ σε δύο στρατηγικά επιλεγμένα κομμάτια, υπεύθυνο ήταν ένα άλλο βαρύ όνομα, ο μάστορας το ραδιοφωνικού ήχου Neil Kernon (Dokken, Autograph, Kansas, Michael Bolton, Hall & Oates).
To ένα ήταν το δυνατό ομώνυμο, το πρώτο single, μια δήλωση προθέσεων για party μέχρι το πρωί, με την μπάντα χορογραφημένη σε μια ευρύχωρη σκηνή όπου ανεβαίνουν μόνο πρώτα ονόματα και τον μοναδικό frontman χωρίς κυνόδοντα στο hard rock σύμπαν, τον Brian Vollmer, να φρυάζει “…turning on the heat!” και να μεταχειρίζεται το ασύρματο μικρόφωνο σαν 45άρι κολτ.


Οι Helix δεν είχαν κανένα πρόβλημα να παίξουν όλα τα δοκιμασμένα εταιρικά χαρτιά: κομμάτια να ελάχιστα απέχουν σε ύφος το ένα με το άλλο, διασκευές, εξωτερικοί συνθέτες, όλο το πακέτο. Το ανοιχτόκαρδο Never Gonna Stop The Rock, γραμμένο από τα αδέρφια Overland των FM, ρέει πάνω σ’ έναν σχεδόν swing ρυθμό, ενώ τρίτη κατά σειρά έρχεται η επιβεβλημένη μπαλάντα : Μια διασκευή του "Dream On" των Nazareth που τικάρει όλα τα σωστά γνωρίσματα -πιάνο στην εισαγωγή, μελωδία γνώριμη, διπλές κιθάρες στην αρμονία, υπέρογκες χαίτες να τινάζονται στο βίντεο – όλα έτοιμα για ραδιοφωνική υπερανάλωση.
Μετά το fade out της μπαλάντας, σα να βγήκε η υποχρέωση, ξεκινά μια άνευ όρων προσχώρηση στο βασίλειο των AC/DC. Ξερά ριφ, μια φωνή bluesαρισμένου Kevin DuBrow με πίσω του gang vocals, πιατίνια να εκρήγνυνται, σόλο παροξυσμικά από τις δύο κιθάρες μιξαρισμένα με ακρίβεια μιλισεκόντ, ένα συγκρότημα να σφύζει από ενέργεια:
What Ya BringinTo The Party”, "High Voltage Kicks" (μόλις γυρίσεις σε SIDE TWO) GiveEm Hell(το δεύτερο σε παραγωγή Neil Kernon) και "Shot Full Of Love".


Ένα ακυκλοφόρητο κομμάτι των Def Leppard (“Shes Too Tough”) να δείχνει ότι δεν είναι μεγάλη η απόσταση που χωρίζει το παίξιμό τους από το υλικό του “Pyromania”, το "Love Hungry Eyes" (“gonna get you some lovin’ toni-i-ight”) -πιθανόν από τα πιο αδικημένα radio made κομμάτια που δεν έμελλε ποτέ να γίνουν ούτε single, ούτε βίντεο κλιπ – και το φασαριώδες, βρωμόστομο “Kiss It Goodbye” για τέλος. 
Οι εμπορικές προσδοκίες της Capitol για το “Wild In The Streets διεθνώς καταπλακώθηκαν από τόνους συγκριτικά πιο αστραφτερού βινυλίου- κατά σατανική σύμπτωση, ένα ομότιτλο κομμάτι έκλεινε και το πολυπλατινένιο "Slippery When Wet". Στις 7 Νοεμβρίου του ’87 κορύφωσε την πορεία του στο απογοητευτικό Νο 179 του Billboard και η εταιρία διέκοψε το συμβόλαιο των Helix θέτοντας την καρριέρα τους σε βαθιά κατάψυξη, ακριβώς στο χρονικό σημείο που θα έπρεπε να πάρει τα πάνω της.
«Εκείνη την εποχή, έπρεπε να υπάρχει κάποιος με ισχυρή θέση μέσα στην εταιρία να σε υποστηρίζει για να τα καταφέρεις», θα πει αργότερα ο Brian Vollmer. «Αυτός που βοηθούσε μέχρι τότε εμάς εμάς απολύθηκε λίγο πριν την κυκλοφορία του δίσκου. Η τύχη μας στην εταιρία ήταν προδιαγεγραμμένη».

Παρ’ όλα αυτά, το άλμπουμ, ακόμη και σήμερα, είναι ικανό να θέσει σε κίνηση τους νευρώνες όσων έχουν μεγαλώσει με ντεσιμπελομετρημένη δίαιτα “Back In Black”, με ολίγη από “Rocks”. Σχεδιασμένο να ακούγεται ολόκληρο, δέκα κομμάτια, σα σφηνάκια Canadian Club. Περισσότερο τα επιδοκιμάζει η δίψα του πότη, χωρίς να τα θαυμάζει η εκλεπτυσμένη γεύση του σομελιέ. Κατεβαίνουν χωρίς ν’ αφήσουν ιδιαίτερα ίχνη, αλλά σύντομα συνειδητοποιείς ότι έχεις ολόψυχα κατεβάσει πάνω από το μισό μπουκάλι χωρίς να μετανιώσεις για την εμπειρία.

Υ.Γ. 1: Μετά το 1990 και το ακόμη καλύτερο και εξίσου άτυχο “Back For Another Taste”, οι Helix για καιρό εξαφανίστηκαν. Το ίδιο και το “Wild In The Streets” από τα ράφια των δισκάδικων. Ξέμεινα και ’γω με τον απόηχο εκείνης της παρουσίασης και της δισκοκριτικής του τεύχους Δεκεμβρίου του ’87. Όμως, ως γνωστόν, τα βινύλια έχουν τη δική τους μεταφυσική και αν είναι να σε συναντήσουν, αυτό θα συμβεί ακόμη και με ελάχιστη δική σου παρέμβαση. Ήταν φθινόπωρο του ’93, όταν ο τεράστιος Tommy Vance, ο άνθρωπος που έκανε επί 15 χρόνια την εκπομπή Friday Rock Show” στο Radio 1 του BBC, ξεπουλούσε μέρος της δισκοθήκης του. Και τότε, ένα αυθεντικό αντίτυπο αμερικάνικης εκτύπωσης, με τη χρυσή στάμπα “Not For Sale” στο οπισθόφυλλο, απ’ όπου και η φωτογραφία της μπάντας μπροστά στον τοίχο της παρουσίασης Κουτουβού,  εσώφυλλο με στίχους και – τί υπέροχες αυτές οι εκπλήξεις των μεταχειρισμένων – το αυθεντικό δελτίο τύπου της βρετανικής Capitol ριγμένο μέσα, να αναγγέλλει ημερομηνία επίσημης κυκλοφορίας 30/11/87, βρέθηκε μπροστά μου. Κι έτσι, έστω ετεροχρονισμένα, το κομμάτι αυτό από το παζλ εκείνου του μουσικά πληθωρικού Δεκεμβρίου μπήκε στη θέση του. Είμαι, δε, σε θέση να διαβεβαιώσω ότι, για κάποιο μυστήριο λόγο, το χαρτί αυτού του εξωφύλλου διατηρεί και σήμερα μια μυρωδιά απαράμιλλη.
Υ.Γ. 2: Ο γεννημένος το 1955 Brian Vollmer εξακολουθεί μέχρι σήμερα να παίζει και κυκλοφορεί άλμπουμ υπό το όνομα των Helix (έχει φτάσει αισίως τα 18) όσο και κάποια προσωπικά σε ανάλογο ύφος. Έχει κρατήσει σε πάρα πολύ κατάσταση την ικανότητά του να ουρλιάζει σαν 25χρονος, διδάσκει φωνητική και εξακολουθεί να μην έχει τον δεξή του κυνόδοντα. 

Παναγιώτης Παπαϊωάννου