David Lee Roth: Φά’τους με χαμόγελο (all summer long)
Tuesday

17Aug

David Lee Roth: Φά’τους με χαμόγελο (all summer long)

Δημοσιεύθηκε από:

17/08/2021

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

5379
5 Ιουλίου του ’86, ούτε μια βδομάδα μετά το έπος του Αζτέκα και τα μπάνια του λαού δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει. Αυτά που έχουν όμως ξεκινήσει, είναι τα φροντιστήρια της Δευτέρας Λυκείου -ειδικά για όσους έχουν από τώρα διαλέξει δέσμη- και τo Παγκόσμιο του μπάσκετ.
Γίνεται Ισπανία και ανάμεσα στις 24 καλύτερες εθνικές ομάδες του κόσμου, είναι, για πρώτη φορά στην ιστορία της, και η δική μας. Αφορμή ζητάμε για μια εθνική ανάταση καλοκαιργιάτικο – γιατί, που να πάρει, να μην τα καταφέρουμε έτσι και στο ποδόσφαιρο;
Τα τελευταία τρία χρόνια, η φωνή του Φίλιππα Συρίγου, κάθε Σάββατο απόγευμα, με το δυσκίνητο, κρυόκωλο στυλ του, μας έχει μάθει μπάσκετ. Τί είναι τα τρία δευτερόλεπτα μέσα στη ρακέτα. Το πίβοτ, το πόσα ταϊμ άουτ δικαιούται κάθε προπονητής. Το ότι στα πέντε φάουλ ο παίχτης δεν αποβάλλεται, αλλά αντικαθίσταται. Το να περιμένουμε πάντα το ρηπλαίυ, για να δούμε αν ήταν ή όχι φάουλ (που συνήθως είναι).
Τα συνήθως τσιμεντένιου δαπέδου γήπεδα μπάσκετ που έχουν ξεπηδήσει σε σχολεία, κλειστά και αλάνες, υπό την εποπτεία του Υπουργείου Νέας Γενιάς κι Αθλητισμού, έχουν βάλει το μπάσκετ στη ζωή μας.
Το παρακολουθούμε κάθε διάλειμμα, το παλεύουμε στην ώρα της Γυμναστικής, πάμε στο Δημοτικό Γυμναστήριο στα τοπικά ντέρμπυ. Βλέπουμε σχεδόν κάθε βδομάδα Γκάλη, Γιαννάκη, Κορωναίο, Κοκκολάκη, Καμπούρη, Σταυρόπουλο, Ιωάννου, Ανδρίτσο, να παίζουν αντίπαλοι μεταξύ τους.
Βλέπαμε και τον μαλλιά τον ψηλό μας, την «αράχνη», τον Φασούλα, που όμως αυτή τη χρονιά έχει αφήσει τον ΠΑΟΚ για το Κολλεγιακό Πρωτάθλημα στην Αμερική. Τις μέρες του Μουντομπάσκετ θα δώσει κάτι δοκιμαστικούς αγώνες για να γίνει ντραφτ στο NBA και μερικές εφημερίδες τον στολίζουνε «τυχοδιώκτη» και «προδότη», που δε θα’ ναι, αυτός και τα 2,13 του, μαζί την εθνική στην Ισπανία.
«Έχει βγει, λέει, το καινούριο κομμάτι του David Lee Roth. Κι έχει έναν κιθαρίστα που κάνει, λέει την κιθάρα να μιλάει».
Ανάμεσα σε πεινασμένη αναζήτηση καινούργιας μουσικής, μπάνια της ξεγνοιασιάς, φροντιστηριακά πασαλείματα της απροθυμίας και γκομενοθηρικά χτυποκάρδια, το Μουντομπάσκετ έρχεται να διαδεχτεί το κανονικό Μουντιάλ στο τηλεοπτικό μας καλοκαίρι, σε νορμάλ, απογευματινές και βραδινές, ώρες μετάδοσης συν τις αρκετές μαγνητοσκοπήσεις. Είμαστε στον Πρώτο Όμιλο με Βραζιλία, Γαλλία, Νότια Κορέα, Παναμά και τη γηπεδούχο Ισπανία. Οι αγώνες γίνονται καθημερινά στο κλειστό Παλάθιο Ντε Λος Ντεπόρτες και ειδικά αυτοί της εθνικής σπηκάρονται από τον ίδιο τον Φίλιππα Συρίγο.
Ξεκινάμε Σάββατο 5 Ιουλίου με το δεξί. Διαλύουμε τον Παναμά με τριάντα πόντους. Την Κυριακή, κερδίζουμε τη Γαλλία του Ρισάρ Ντακουρί και του Στεφάν Οστρόφκσι με την ψυχή στο στόμα, 87-84. Προηγούμασταν με 20 πόντους, αλλά το πήραμε αψήφιστα και στο τέλος κινδυνέψαμε. Η απουσία της αράχνης –το νούμερό του, το 13, το φοράει ο Φάνης Χριστοδούλου του Πανιωνίου- δείχνει ότι σε κάθε παιχνίδι θα ζοριζόμαστε.
Η τρομερή μάχη δίνεται τη Δευτέρα, 7 Ιουλίου, με τη γηπεδούχο Ισπανία, που έχει παιχταράδες - Σαν Επιφάνιο, Χιμένεθ, Σολοθάμπαλ, τον μαύρο Σιμπίλιο. Πεντέμισυ λεπτά πριν το τέλος είμαστε οκτώ πόντους μπροστά. Όμως, με μόνους ψηλούς Καμπούρη, Χριστοδούλου και Ρωμανίδη μας παίρνουνε όλα τα ρημπάουντ. Στο τελευταίο λεπτό, είμαστε πίσω έναν πόντο. Σουτάρει τρίποντο της απελπισίας ο Γιαννάκης, στο σίδερο -ακόμη κι ο Συρίγος ακούγεται να δαγκώνει το μούσι του με μένος. Χάνουμε μ’ έναν πόντο.
Την Τετάρτη, 9 Ιουλίου, στα κάτω μας, τρώμε είκοσι στο κεφάλι από τη Βραζιλία, με τον «κωλοχερά», όπως αποκαλείται στην καθομιλουμένη μπασκετική, Οσκάρ Σμιτ, έναν λευκό με άδειο βλέμμα και κούρεμα υπάλληλου πολεοδομίας, να μας φορτώνει με 9 τρίποντα.
Αργότερα το ίδιο βράδυ πάμε με τα παιδιά νυχτερινή προβολή στο “REX”. Παίζει το «Σημαδεμένο» με τον Αλ Πατσίνο. Προπέρσινο και βάλε, αλλά δεν το’χουμε δει, κανένας μας. Ο Αλ Πατσίνο είναι τρομακτικός. Αδίστακτος. Στα κόκκινα. Φτιαγμένος για την καταστροφή.
Δύο σακκούλες πατατάκια Τσακίρις πράσινα και παρά ταύτα δεν μπορώ να χωνέψω τί κόλλημα έφαγε με κείνη τη χτικιάρα.


«Ρε σεις, έχει ακούσει κανείς αυτό το κομμάτι του David Lee Roth με την κιθάρα που μιλάει;»
Πέμπτη 10 Ιουλίου κι ενώ στο δελτίο ειδήσεων μας έχουνε πρήξει για τις «κορυφαίου επιπέδου συνομιλίες» που αρχίζουν στον Αστέρα της Βουλιαγμένης μεταξύ Αντρέα και Ζάο Ζιγιάνγκ, του Κινέζου πρωθυπουργού που κάνει «περιοδεία στις χώρες της δύσης», η εθνική μπάσκετ σώζει την παρτίδα. Πετυχαίνει στον όμιλο την πολύτιμη τρίτη νίκη σε πέντε αγώνες, κερδίζοντας εύκολα τα νοτιοκορεατικά νανάκια με 18 πόντους διαφορά.
Είμαστε, για πρώτη φορά στην ιστορία μας, στον δεύτερο γύρο του Μουντομπάσκετ. Εκεί, μέσα από ένα βλακώδες σύστημα που δε γίνεται να καταλάβουμε, στο οποίο υποτίθεται «κουβαλάμε τις νίκες και τις ήττες», θα μπούμε σε άλλον όμιλο και θα παίξουμε με τρεις ακόμη ομάδες. Όσο νικάμε προχωράμε για ψηλώτερα, όσο χάνουμε, παίζουμε μπαράζ για πιο χαμηλή κατάταξη.
Σάββατο βράδυ, 12 Ιουλίου βγαίνουμε μεγάλη παρέα στο “Foxy”, το καινούριο κλαμπ πού’χει ανοίξει πενήντα μέτρα από τη χοντροχάλικη παραλία της άδοξης, βορειοανατολικής παραλίας της πόλης, εκεί που καμιά ομπρέλα δεν έχει στηθεί ποτέ ούτε γι’ αστείο.
Αμφιθεατρικό, με χτισμένα καναπεδάκια που βλέπουν από τρία επίπεδα μια καρώ μαυρόασπρη σα σκακιέρα πίστα στο βάθος, το κλαμπ είναι στα μάτια μας κάποιο υπερθέαμα. Ακόμη περισσότερο επειδή ο dj της χειμερινής disco “My Fair”, o Μάκης, είναι εγκαταστημένος στο κεντρικό προπύργιο, ακριβώς μπροστά από τα δύο μπαρ. Ξεκινάει το πρόγραμμα με –τί άλλο;- “Piano Fantasia”.
«Πες του αν έχει αυτό το καινούριο κομμάτι του David Lee Roth, αυτό με την κιθάρα που μιλάει. Όχι να το βάλει τώρα ρε μαλάκα, να μας το γράψει σε κασσέτα»
Όλο το βράδυ θα μείνω κολλημένος δίπλα στη Μιχαέλα –υφάκι κολλητής της Σίντυ Λώπερ μείον την πορτοκαλί χαίτη, συν δυό κουταλιές μπλαζέ- η μόνη που προς τεράστιά μου ανακούφιση και ισόποση φούντωση δε θέλει να χορέψει. Ενώπιον μίας σπράϊτ γρεναδίνη και μιας κόκα-κόλα με ναυαγισμένο λεμονάκι, θα συζητάμε περί ανέμων και υδάτων. Μετά από τρεις ώρες Bananarama και “Lessons In Love” που φάνηκε σα να κράτησαν τρεις μέρες, εκτός που νιώθω ότι περιστρέφομαι κάπως επικύνδυνα γύρω από τον άξονά της, θέλω ν’ ακούσω κάτι που να ροκάρει.
Πώς στο διόλο να’ ναι αυτό το καινούριο κομμάτι του David Lee Roth. Πώς γίνεται να υπάρχει κιθαρίστας που να κάνει την κιθάρα να μιλάει;
Κυριακή 13 με Τρίτη 15 Ιουλίου η εθνική θα τα χάσει και τα τρία παιχνίδια του δεύτερου γύρου. Πρώτα με 12 πόντους μετά από επική μάχη με τους πανίσχυρους Ρώσους. Την επόμενη, με 8 πόντους από τους Κουβανούς. Στο τελευταίο ματς, πρέπει να κερδίσουμε με 9 πόντους τους Ισραηλινούς, για να τους περάσουμε και να παίξουμε για τις θέσεις 5-8. Ενώ προηγούμαστε με 5, 4 και 3 πόντους, στα τελευταία δύο λεπτά κάποιος λέει στους παίκτες μας ότι «είναι καλύτερο» να το πάνε ισοπαλία και να παίξουνε παράταση. Μπερδεύονται, χαλαρώνουν, εντελώς άστοχες επιθέσεις, οι Ισραηλινοί δε μασάνε, αξιοποιούν κάθε βολή από φάουλ, μας νικάνε 82-79 και περνάνε αυτοί.
17 Ιουλίου είναι ο μεγάλος ημιτελικός, Ρωσία – Γιουγκοσλαβία.
Κανείς από την παρέα δεν καίγεται να μείνει μέσα να το δει, αν και ημιτελικός είν’ αυτός. Το δεύτερο ημίχρονο το βλέπουμε στο Λουτράκι, με το πού τελειώνει η νυφοπαζαροειδής περαντζάδα μας, κατασπαράζοντας δίπιττα στο “Lefty’s Pitta Club”, το πρώην γυράδικο που Λευτέρη, ένα οικοδομικό τετράγωνο απ΄το βενζινάδικο της Shell πάνω στον κεντρικό δρόμο. Έχει αναμορφωθεί σε φουλ μοντέρνο και «τουριστικό». Πέρα από τα οχτώ ψηλά σκαμπώ με σταντ στο πεζοδρόμιο, έχει βάλει ροδακινί και άσπρες ρίγες στην ταπετσαρία και –ευτυχώς- τηλεόραση.
Τώρα φτιάχνει και «σάντουιτς» με δύο ειδών ψωμάκια, κανονικό και μπριός, με τους ξέμπαρκους ασπρουλιάρηδες τουρίστες νά’ χουν να διαλέξουν από μια σούπερ μόστρα - βιτρίνα με τα υλικά. Η Μίνα, με κοκκινωπές μπούκλες, σορτσάκια κάπως λιγώτερο κολακευτικά απ’ όσο πρέπει για τον ίσιο της κώλο και χαμόγελο Λίλυ Τόμλιν τα διαλέγει και τα βάζει στο χειρουργικά σφαγμένο ψωμάκι, πριν τα ενταφιάσει σε μια από τις τρεις αδυσώπητες επαγγελματικές τοστιέρες πίσω της.
Μας είναι αδύνατο να πιστέψουμε πώς, ενώ η Γιουγκοσλαυία προηγείται από την αρχήν σχεδόν, μέσα σε 40 δευτερόλεπτα, με δύο τρίποντα, οι Ρώσοι μειώνουν στους τρεις πόντους. Βέβαια, «δεν έχουν αυτοί τη μπάλα», επισημαίνει ο Λάμπης ως ειδήμων (καθ’ ότι βασικός στο εφηβικό του «Παλαίμωνα», αλλά έχει και δύο συμμετοχές με «το αντρικό»).  
Οι Γιουγκοσλαύοι έχουν ηγέτη τον αχώνευτο Ντράζεν Πέτροβιτς -«σα δίδυμος του Κοσμά του Πετράδη είναι ρε μαλάκα» (Τεχνικό Λύκειο, επαίρεται ότι βαράει εφτά φορές τη μέρα), λέει και ξαναλέει σε κρίσεις γέλιου ο Δάνης κάθε φορά που η κάμερα ζουμάρει πάνω στον Ντράζεν. Χαμάλη έχουν έναν ψηλέα, τον Βράνκοβιτς, και δύο – τρεις σουτέρ που τα βάζουν από παντού. Όπως ακούγεται από την τηλεόρση του “Lefty’s Pitta Club”, άγνωστο γιατί, γιουχάρονται από το ισπανικό κοινό αγρίως. Στον πάγκο ο λιγώτερο νευρικός από ιδρωμένος Τσόσιτς, κατευνάζεται από ’ναν άλλο δίπλα του, πιο μεγάλο σε ηλικία, πιο ψύχραιμο, τον Ντούσαν Ίβκοβιτς.



Οι Ρώσοι κάνουνε συνέχεια φάουλ, αλλά οι Γιουγκοσλαύοι παίζουν τη μπάλα απ΄έξω αντί να σουτάρουν βολές, για να ροκανίσουν τα δευτερόλεπτα. Όμως, ένας νεαρός κρεμανταλάς ονόματι Βλάντε Ντίβατς κάνει «νταμπλ-τριπλ», όπως εκστασιασμένος παρατηρεί ο Συγίγος, οι Ρώσοι κλέβουν τη μπάλα και στα μόνο 10 δευτερόλεπτα που έχουν στη διάθεσή τους, δίνουν στο μουστακοχαιτά Βάλτερς, που σηκώνεται και χώνει τρίτο σερί τρίποντο. Αυτά δε γίνονται. Πάνε παράταση. Ο Ντίβατς κοντεύει να πεθάνει στο κλάμα, κι όμως οι Γιουγκοσλαύοι δεν έχουν χάσει ακόμη.
Θα χάσουν στην παράταση 91 – 90. Το ματς θα κριθεί από τα χέρια των αδελφών Πέτροβις. Ο Ντράζεν θα χάσει τη μία συν μία βολή, που θα τους έστελνε στο +3, στην επόμενη επίθεση ο Άρβιντας Σαμπόνις, το θηρίο από τη Λιθουανία με την ευκινησία γκαρντ, θα ευστοχήσει σε δύο βολές από φάουλ. Τις δύο επόμενες φορές που θα πάρουν τη μπάλα ο Γιουγκοσλαύοι, θα είναι ο Αλεξάντερ Πέτροβιτς ο μοιραίος, αφού τη μία θα κάνει το μπάσιμο γιουρούσι και θα χάσει το λέϊ-απ, ενώ τη δεύτερη θα κάνει λάθος πάσα και θα δώσει τη μπάλα στους Ρώσους. Η ομάδα με το CCCP στο στήθος, αυτή με τους σκληρόσβερκους Χομίτσιους, Σοκ, Βολκόφ, Τιχονέκνο και βέβαια τον γίγαντα Σαμπόνις είναι στον τελικό την ώρα που τα ανίερα λάδια από τα δίπιττα μοιάζουν να αρνούνται να καθαριστούν από τα χέρια μας με κανονικές χαρτοπετσέτες.
«Ρε μαλάκες, όλα καλά, όμως μήπως τελικά έχετε ακούσει αυτό το κομμάτι του David Lee Roth που η κιθάρα μιλάει;».
Κανείς.
Ένα ανοιχτό, τραγανό ακκόρντο και μια μπότα ανυπόμονη. Mπαίνει από πάνω ένα μπάσο σημειωτόν. Και τότε ακούς μια κιθάρα ν’ ανοίγει κουβέντα :
Hey, Dave !”
What?” ακούγεται να λέει στα πεταχτά η φωνή του σάτυρου David Lee Roth.
“Where’ you at?” ρωτάει η κιθάρα.
“Well, let me roll up on to the sidewalk and take a look, yes …Whoa!
Whoοοah ! απαντάει η κιθάρα.
“She's beautiful!”
Fuit- fuiuuuu!!!” σιγοντάει η κιθάρα σφυρίζoντας σαν το πιο λάγνο καμάκι
“I'm talking about a Yankee Rose!”
Wawawawahahahaha ! γελάει σαρδόνια η κιθάρα.
And she looks wild…”
Waaahl”, προσυπογράφει η κιθάρα, μόνο που δε λέει και “indeed”, δηλαδή.
“wild…”
“Waaaahl !
 “w-i-i-ild…”
Waaaaaaaaahhhh !!!”
Όσοι από μας έχουμε εκστατικοί παρατηρήσει – μετά από υπόδειξη κάποιου μεγαλύτερου, πιο μπασμένου στο κόλπα της ακρόασης του ροκ- τον Ian Gillan να μιμείται μ’ αυτοπεποίθηση τις φράσεις του Ritchie Blackmore στο “Made In Japan”, μαζεύουμε το σαγώνι μας απ΄το πάτωμα. Γιατί αυτό που κάνει ο ξερακιανός μαυρομάλλης κιθαρίστας με την πράσινη στα χρώματα της φανέλλας του Νίκου Καρούλια κιθάρα με τις τρύπες στο σκάφος της, δεν έχει ξαναγίνει. Το κομμάτι, η ξεδιάντροπη, σας την τρίβω στα μούτρα, αμερικανιά με τον τίτλο “Yankee Rose” εκθειάζει με κουβάδες Rothικής αυταρέσκειας το πανόραμα μιας κουκλάρας. Απ΄αυτές που έχουμε δει στα πεταχτά μόνο στο κλιπ του “California Girls”. Απ’ αυτές που περνάνε και σε χαστουκίζει ο αέρας τους. Απ’ αυτές που όσο και να ντρέπεσαι, σκύβεις να την δεις να ξεμακραίνουν, σα θαυμάζοντές τις σαν κράματα μηχανικής και ποίησης. Απ’ αυτές που σημαίνουν τα περισσότερα, αν όχι τα πάντα, coast to coast και sea to shining sea.


Με την πρώτη νότα, η κιθάρα του εικοσιπεντάχρονου Steve Vai, απόφοιτου του Berkeley και μαθητή του διαβόητου, μεταξύ πολλών άλλων, και για την εκπειθάρχιση νεαρών ταλαντούχων μουσικών Frank Zappa, σε διαπερνά. Καταλυτικό, το καταλαβαίνεις μετά από πολλές ακροάσεις, είναι το πώς σκάει η πρώτη νότα στα σόλο του. Καθένα αρχιτεκτονημένο μ’ ευφωνία, ευστροφία κι αυτή την ευπρόσδεκτη δόση εφηβικής υστερίας που κολλάει στο μυαλό και το παγιδεύει για πάντα.
«Άκου κιθάρα, ρε μαλάκα ! Γαααααμααααάει !»
Καλά, πώς μπόρεσε ο εγωπαθής Roth να ξετρυπώσει αυτόν τον τύπο; Πώς μπόρεσε να βρει έναν –αμαρτία, αλλά εδώ το μαρτυράνε τ’ αυτιά μας- ισάξιο με τον Eddie Van Halen;
«Τον γνώρισα ένα βράδυ που έγινε το πέσιμο στο Ζero Club. Είναι ένα μπαρ που λειτουργεί και σαν after, κι επειδή τυχαίνει να είμαι ένας από τους ιδιοκτήτες, συχνά, βοηθάω. Ξέρεις, πληρώνω εγγυήσεις, δικηγόρους και τα λοιπά, κάθε φορά που κάνει έφοδο η αστυνομία. Εκείνο το βράδυ λοιπόν που μας μαζέψανε από το αστυνομικό τμήμα, την ώρα που προσπαθούσα να εξηγήσω κάτι στον αξιωματικό υπηρεσίας, νιώθω κάποιον να με χτυπάει στον ώμο. Γυρνάω, ήταν ο Stevie. Ήξερα ότι είναι καλός κιθαρίστας, είχα κανει την έρευνά μου – εξάλλου, αν θες να μάθεις ποιός είναι καλός μουσικός, ρώτα τους τεχνικούς και τους ανθρώπους που δουλεύουν για σένα. Είχα λοιπόν εκφράσει την επιθυμία να τον γνωρίσω.
Ο
Steve είχε έρθει στο club να με συναντήσει, όμως έτυχε εκείνο το βράδυ και μας μάζεψε όλους η αστυνομία.
Ο
Steve είναι φανατικός χορτοφάγος. Πρέπει να ξέρετε ότι, όταν δεν τρως κρέας, όπου πηγαίνεις πρέπει να παίρνεις μαζί σου και το δικό σου φαγητό, γιατί δε σερβίρουν …τέτοια πράγματα πουθενά, τουλάχιστον σε κανένα αξιοπρεπές μέρος. Θυμάμαι λοιπόν – και δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό- ότι ο Steve με χτύπησε στον ώμο κι αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε. Έπειτα, όταν μας άφησαν ελεύθερους, καθίσαμε στα σκαλιά και μοιράστηκε μαζί μου το σάντουιτς από φυστικοβούτυρο που είχε στην τσάντα του. Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μας».
To “Shyboy” μπαίνει με βαβούρα και διπλομποτιές, μέσα από τις οποίες ξεπετάγεται ο Steve Vai, σα δαίμονας, σ’ ένα σπηνταριστό ριφ. Πηδάει δίπλα του ο μπασίστας, που, ω θεοί του ροκ-εν-ρολ, παίζει με ακρίβεια και ταχύτητα το ίδιο ριφ ! Το ίδιο ! Το χειμαρρώδες κομμάτι στέλνει το “Hot For Teacher” στη γωνία να δει ποιός έρχεται, με τη δίκαση να οδηγεί, την κιθάρα να οργιάζει, το μπάσο να την κοντράρει στα ίσα και τον David Lee Roth να εκφέρει όπως μόνος στον κόσμο αυτός μπορεί το νευρωτικό αγορίστικο παραλήρημα I want a classy woman to knock me off my feet– αλλά ως τότε- got to keep on movin’ ‘till my personality starts improvin’!


Κανείς δε γνωρίζει ποιός είναι στην πραγματικότητα ο υπεύθυνος για το κομμάτι αυτό. Είναι ο 33χρονος επιβλητικός Billy Sheehan, o άνθρωπος που, έστω κι αν με το προηγούμενο γκρουπ του, τους Talas ένα παλιομοδίρικο power trio, δεν έχει κάνει τίποτε σπουδαίο, ατομικά έχει ξεχωρίσει. Ανάμεσα σε αρκετά άλλα, το περιοδικό “Guitar World”, τον έχει βάλει ήδη στο εξώφυλλο ως τον άνθρωπο που δεν είναι «απλώς» ένας μπασίστας που κατέχει το όργανο, αλλά ένας σπάνια ιδιοφυής “lead bass player”.
«Το “Shyboy” είναι κομμάτι του Billy. Ο Billy, όπως εγώ το βλέπω, είναι ένας λευκός τίγρης. Όταν βλέπεις έναν λευκό τίγρη να βγαίνει απ΄τους θάμνους, στην αρχή δεν καταλαβαίνεις τί είναι. Έτσι και δεν αναγνωρίζεις αμέσως τί τρομερός μπασίστας είναι ο Billy. Καταπληκτικός.
Όταν αρχίζουν να παίζουν μαζί με τον Steve και ακούς το άλμπουμ με ακουστικά ή σε ίση απόσταση από τα δύο ηχεία, νομίζεις ότι συναγωνίζονται δύο κιθάρες – δεν μπορείς να διακρίνεις ποιό είναι το μπάσο! Δεν έχετε ακούσει ποτέ άλλον μπασίστα να παίζει μ’ αυτόν το τρόπο !»

Καλά μέχρι εδώ, αλλά ποιός είναι αυτός ο ξανθός με την κώμη - ραπανάκι που κάθεται πίσω απ΄τα τύμπανα; Ο 27χρονος τεξανός Gregg Bissonette, μεγαλωμένος σε μουσική οικογένεια, με ελάχιστη ωστόσο εμπειρία στις ηχογραφήσεις.
«Φυσικά και λάτρευα τους Van Halen. Όμως τα έβαζα κάτω και ήξερα. Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να φύγει από τη δική του μπάντα ο …Alex Halen, μπας και αποκτήσω μια ελπίδα να καθήσω εγώ πίσω από τα τύμπανα. Κάποια στιγμή έμαθα από τον Vinnie Vincent, που τότε είχε τους Invasion, ότι ο David Lee Roth έφυγε από το συγκρότημα. Μου λέει “πρέπει να σ΄ακούσει ο Steve Vai, αυτόν έχει διaλέξει τώρα για κιθαρίστα”. Τηλεφωνώ και μαθαίνω πού και πότε γίνονται οι ωντισιόν. Φτάνω σ΄ ένα στούντιο στο Hollywood και βλέπω μια τεράστια ουρά.
Φίλε, δεν έχεις καμιά ελπίδα, μονολογώ. Στημένος για ώρες στην ουρά, βλέπω να βγαίνει από την αίθουσα ακροάσεων ο Matt Sorum (σ.σ. : το θηρίο που έπαιξε μετά στους Cult και τους Guns ‘Ν΄ Roses).
“Πώς πήγε,
Matt?”. “Χάλια, μου ζητήσανε να παίζω δίκαση, δεν τα κάνω ‘γω αυτά”. Aρχίζω και προθερμαίνομαι, παίζω και τα δύο πόδια μου συγχρόνως, νά ‘μαι έτοιμος. Μετά από λίγο, βγαίνει ο Russ McKinnon, γνωστός μου, έπαιζε σε πολλά σχήματα από δω κι από κει. “Τί έγινε, φίλε;”. “Μου είπαν ότι δε βαράω τόσο δυνατά όσο το θέλουνε”.Το πιάνω. Πρέπει να βαρέσω μ’  όλη μου τη δύναμη, σκληρά. Λίγο αργότερα, βγαίνει ένας άλλος, δε θυμάμαι τ΄όνομά του, τον ακούω να μιλάει φρικαρισμένος σε κάποιους γνωστούς στην ουρά. “Με βάλανε να παίξω κάτι μυστήριους ρυθμούς, άρχισε ο Steve Vai να μου δείχνει κάτι περίεργα που έπαιζε με το Zappa, Ξέχνα το, δεν έχω καμία τύχη. Ήθελαν να το μάθω μέσα σ΄ένα λεπτό !…”.
Κι άρχισε ο τύπος να μας κάνει με το στόμα τα κοψίματα της κιθάρας και το ρυθμό που του υπαγόρευσε ο
Vai. Λοιπόν. Μέσα στην τσάντα μου έχω πάντα ένα καλοξυσμένο μολύβι και σημειωματάριο. Όταν επιτέλους φτάνει η σειρά μου και μπαίνω στην ωντισιόν, όλ’ αυτά τα χρόνια ρυθμικής υπαγόρευσης στα σχολεία του νότιου Τέξας που πέρασα τα χρόνια μου μαθαίνοντας μουσική θεωρία, μεμιάς ζωντάνεψαν. Βγάζω μολύβι και χαρτί κι αρχίζω σ΄ό,τι μου έδειχνε ο Vai, να σημειώνω.
Φτιάχνω πεντάγραμμο και σημειώνω, στο φτερό, όσο πιο γρήγορα μπορώ, με το αυτί, μισά, ολόκληρα, 16α, παύσεις. Αμέσως μετά ξεκινάω να τα παίζω, καρφί. Εντυπωσιάζεται. “Ξερεις να διαβάζεις και να γράφεις μουσική; Λοιπόν, από μένα, από αυτή τη στιγμή είσαι μέσα! Αυτή η δουλειά είναι δική σου !”. Κι αρχίζει ενθουσιασμένος: “Γουστάρω, ξέρεις να διαβάζεις μουσική, θα σου μάθω καινούρια κομμάτια, θα μπορούμε να τζαμάρουμε, θα είμαστε μπάντα, θα δεις!”. Ο
Sheehan συμφωνεί κι αυτός για την περίπτωσή μου: “Αύριο θα τον πάμε να παίξουμε μαζί στον Dave”.



Έχοντας περάσει μια τόσο απαιτητική ωντισιόν από τους συγκεκριμένους δύο μαέστρους, το «Βισωνάκι» ήταν επόμενο ότι θα κάνει και στον Roth.
«Δοκιμάσαμε πολλούς αλλά ο Gregg ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν. Τώρα αυτός μας οδηγεί. Είναι όπως στο ανέκδοτο με τον μεθυσμένο κάου μπόϋ και το άλογό του – αυτό τον πηγαίνει παντού, ξέρει το δρόμο. Με τον Steve και τον Billy ν’ απογειώνονται συχνά πάνω στη σκηνή και να φτάνουν στον Άρη, χρειαζόμαστε πάντα κάποιον να μας προσγειώνει και να μας δείχνει που πατάμε».
Ακολούθησα τις οδηγίες του Vai, άρεσα στον Dave και τα υπόλοιπα έγιναν αστραπιαία. Θυμάμαι τον Steve να μου λέει. “Εεμ, νομίζω ότι τις επόμενες μέρες θα μπούμε στο εξώφυλλο του Rolling Stone, να το ξέρεις. Και ότι θα έχουμε το κορυφαίο βίντεο στο MTV, προετοιμάσου….”. “Tί; Αλήθεια; Λες; Τον ρωτούσα σα χαζός. Είχε δίκιο. Όλα αυτά, συνέβησαν πράγματι και μάλιστα μέσα στους επόμενους δύο με τρεις μήνες».
Ο πανέξυπνος όσο και φαφλατάς Roth, έχει για πρώτη φορά την ευκαιρία να ανακηρυχθεί μουσικός νονός.
«Όλα τα παιδιά αυτά έχουν 7-10 χρόνια καρριέρας, παίζοντας με άλλους μουσικούς, όμως μέχρι σήμερα δεν είχαν την ευκαιρία να βρεθούν στο προσκήνιο, να κυκλοφορήσουν μια διεθνή επιτυχία. Αυτή τη φορά είναι συνυπεύθυνοι για την την επιτυχία ή την τυχόν αποτυχία. Γι’ αυτό τα δίνουν όλα. Μεγάλωσα, ξέρεις, λατρεύοντας διάφορα γκρουπ. Είτε ήταν οι Beatles, είτε οι Cream, οι Blue Cheer ή οι Zeppelin, πάντοτε ήταν κάποια γκρουπ. Αποφάσισα λοιπόν ν’ ασχοληθώ μ΄αυτό στη ζωή μου. Γι’ αυτό και θέλω να έχω μια μπάντα. Αν ήθελα απλώς να κάνω σόλο καρριέρα, κανείς δε θα’ βλεπε τα πρόσωπά τους. Εδώ, με το που ξεκινά το βίντεο κλιπ του ‘Yankee Rose’, βλέπεις ότι έχεις να κάνεις με μια μπάντα».
Πράγματι, στο βίντεο κλιπ, όπου ο Dave φορώντας ένα κιτρινόμαυρο κολλάν που τον κάνει να μοιάζει με σφήκα τραβεστί μοστράρει κώλο, κάνει περισσότερες ασελγείς προσωμοιώσεις συνουσίας απ’ τον Μάϊκλ τον Τζάκσον, καβαλάει ένα τεράστιο φουσκωτό μικρόφωνο – φαλλό και φυσικά πηδάει στα ύψη, ανοίγει τα πόδια οριζόντια και αγγίζει τα δάχτυλα των ποδιών με τα χέρια του, ό λ ο ι τους βγαίνουν μπροστά.   
Μετά τον ορυμαγδό του “Shyboy”, στο “IM Easy” ο Dave κάνει το απαραίτητο διάλειμμα σαν έμπειρος κονφερασιέ. “Come get me, baby - Get me while I'm hot / Hurry, hurry, baby - You can have a lot”. Ακολουθεί η πραγματική έκπληξη του δίσκου. Το “Ladies Night In Buffalo”, μ’ ένα groove οπωσδήποτε υπαγορευμένο απ’ τον Roth –η αδυναμία του στον ξερό, χορευτικό ρυθμό των 4/4 ομολογημένη- γεννά μια νυχτερινή club ατμόσφαιρα (“jazz it up, or play it slow – it’s the only song I know”), με κουβέντες που μισοακούγονται, beat ερμηνεία που ξεχειλίζει ηδυπάθειας (“I got kinda sense of déjà vu - I could swear I've seen you somewhere before - You don't think you've ever seen me somewhere before, do you, huh? - So it must have been two other people”) και τον Steve Vai να απλώνει ηχοχρώματα ισοδύναμα με δύο ταινίες δράσης, μία μυστηρίου και μιάμισυ νουάρ, όλες μέσα σε 4 λεπτά και 8 δευτερόλεπτα.
«Υπάρχει ποικιλία στο υλικό. Δε εννοώ πάντως καθόλου για μπαλλάντες ή μελαγχολικά κομμάτια, αφού εγώ δεν νιώθω ποτέ έτσι.
Νιώθω σαν … σαξόφωνο στη χειρώτερη περίπτωση και σαν κιθάρα στην καλύτερη».

Το power pop “GoinCrazy!” με τα κύμβαλα του Bissonette να περιστρέφονται γύρω από ένα ζουμερό ριφ συνθεσάϊζερ μακρινού συγγενούς του “Jump”, κλείνει την πρώτη πλευρά με στυλ. Το βίντεο κλιπ και πάλι με περάσματα από τους κωμικούς μουτατζήδες Picasso Brothers, ξεπατικώνει την low fi –αισθητική της αλησμόνητης επιτυχίας των Van Halen (μπάντα παίζει και ποζάρει μπροστά στο φακό, σ’ ένα ταπεινό προβάδικο), έχει τον Steve Vai να σολάρει γονατιστός με μια κιθάρα το σκάφος της οποίας έχει σχήμα από φλόγες φωτιάς, τον Sheehan να μοστράρει το σομόν μπασικό του και τον Roth, μέσα από μια αλλοπρόσαλλη συλλογή από κολλάν, να κλείνει το μάτι, προτρέποντας I wanna live it up, wanna quit my job - Tell the boss to go to hell - I ain't complainin', you do the best with what you got - I know you're laughing 'cause it's easy to tell”.
Λίγοι γνωρίζουν ότι το κομμάτι είναι απομεινάρι από ένα φιλόδοξο, πλην όμως ματαιωμένο πρότζεκτ του Roth. Mια ολόκληρη ταινία, την οποία η CBS είχε προεγκρίνει να χρηματοδοτήσει, κάνοντας όμως πίσω την τελευταία στιγμή.


Το πολυδιασκευασμένο “Tobacco Road” μετατρέπεται σ’ ένα free-for-all κιθαριστικό δέκαθλο, ενώ στο “Elephant Gun” Vai και Sheehan ξεχύνονται πάλι σ’ ένα ξέφρενα γκαζωμένο ραλύ με σόλο που τ’ ακούς να φρενάρουν με παντιές και να συνεχίζουν ακάθεκτα. Στο “Big Trouble” είναι που ο connoisseur τολμά να ξεστομίσει ότι, πράγματι, οι Van Halen από το “Women And Children” και μετά παραείχαν σιτέψει.
Με μαέστρο τον Vai, που δίνει ρέστα δημιουργώντας ένα σωρό ατμόσφαιρες, από βουρκοκαταγώγιου, ως και κοκτέϊλ μπαρ διασημοτήτων στους λόφους του Hollywood, οι στίχοι του Roth αφήνουν μια σειρά από μούρες που λες κι έχουν ξεπηδήσει από κάποιο ακυκλοφόρητο, ακατάλληλο τεύχος του Χάουαρντ Δε Ντακ, να παρελαύνουν από δω κι από κει, ψάχνοντας μπλεξίματα, για να καταλήξει στο ρεφραίν: How many times have you said to yourself - "Hey, I feel like a yo-yo, I've been here too long"- I bet if you asked them, our heroes would say- "Hey, we're already gone"- I know, somehow I know”.
Το ξετσίπωτα φιλοστρηπτιζούδικο “Bump And Grind (“Have you ever really studied dancing
Or do you make it up as you go?”) είναι φορτωμένο μ’ ένα hypersexual ριφ κι ένα κάρο σαρδόνια licks - ευλόγως θ’ αποθεωθεί ένα χρόνο αργότερα uncredited στην ταινία “Less Than Zero”, την ώρα που ο Andrew McCarthy παίρνει στα όρθια την Jamie Gertz στο διάδρομο της έπαυλης των πάμπλουτων γονιών του. Για κλείσιμο μια ριξιά στο στάνταρ του Φρανκ Σινάτρα, “Thats Life”. Ο David Lee Roth, larger than all of your lives (if you insist on adding it all up), έχει επιστρέψει μεγαλοπρεπώς.
«Ο Τeddy (σ.σ. : ο παραγωγός Ted Templeman, μέχρι τότε παραγωγός των Van Halen, τον οποίο πήρε μαζί του ο Roth φεύγοντας) ξέρει πότε ένα τραγούδι είναι καλό. Αυτό σημαίνει πώς θα το θυμάσαι κάμποσες μέρες αφού θα το έχεις ακούσει. Εγώ δεν ξέρω από μουσικούς όρους. Παρακολουθώ τον Steve να παίζει από το κοντρόλ ρουμ και του λέω “Stevie, μπορείς να το κάνεις ν’ ακούγεται πιο … καυτό στο τέλος της φράσης; Ξέρεις, σαν στριπτηζ”. Λέω στο Billy “Δεν ξέρω πώς θα το κάνεις, αλλά μπορείς να μαπίνεις πιο ορμητικά στο ρεφραίν;”. Αυτή είναι όλη κι όλη η συμμετοχή μου στην παραγωγή. Το εξώφυλλο έχει να κάνει κυρίως με την αποξένωση των νέων», θα πει ο Roth στον Craig Modderno. «Όλοι το έχουμε νιώσει αυτό. Έχεις ντυθεί όπως σου αρέσει, πιστεύεις ότι είσαι υπέροχος και δεν καταλαβαίνει γιατί σε κοιτάει έτσι όλος ο κόσμος. Αυτό είναι το ροκ-εν-ρολ».
Η σειρά των τραγουδιών είναι πραγματικά άψογη, φτάνοντας κοντά στο να παραγάγει ένα πληθωρικό Abbey Road αλα Roth που διαρκεί μόλις 31 λεπτά.
 «O Roth δεν είναι κανένας κουτός», γράφει o Jim Ferber στο τεύχος της 11ης Ιουλίου του “Rolling Stone”.
«Την ώρa που οι περισσότεροι περίμεναν έναν προσωπικό δίσκο που θα συνέχιζε τη Χολλυγουντιανή εξτραβαγκάνζα τουCrazy From The Heat, αυτός βάλθηκε να αναβιώσει τον κιθαριστικό ήχο των πρώϊμων Van Halen. Στην προσπάθειά του αυτή, είχε, φυσικά, να ξεπεράσει ένα σημαντικό εμπόδιο. Ποιόν θα εύρισκε να αντικαταστήσει τον αμίμητο Eddie; Κι όμως, κατά εντυπωσιακό τρόπο, ο Roth τον έχει βρει. Ο νεαρός πρώην συνεργάτης του Frank Zappa δεν μιμμείται τον Eddie, αλλά χρησιμοποιώντας μια σειρά από ανάλογα κόλπα, τον εμπλουτίζει, βουτώντας χωρίς δεύτερη σκέψη μέσα στο προσωπικό του καλειδοσκόπιο.
Η διάδρασή του με τον Roth μοιάζει με κείνη που είχε μαζί του ο Eddie στους πρώτους δίσκους και είναι αυτό το καθοριστικό στοιχείο σε ολόκληρο το υλικό. Με αυστηρά “μεταλλικούς” όρους, ο δίσκος είναι μια αρμαθιά από ριφ και τρελλά σόλο, με από πάνω τους τη φωνή Roth να μιλάει, ν’ ανασαίνει, να χασκογελάει, να προκαλεί. Η εικόνα του Roth, το «είμαι η ψυχή του πάρτυ» καταφέρνει να περάσει, ακριβώς – ή ίσως και αποκλειστικά και μόνον επειδή-  η αίσθηση του χρονισμού για την κωμική ατάκα που διαθέτει αυτός ο τύπος είναι το κάτι άλλο. Παρ’ ότι σεξισμός του δεν έχει τίποτε μισερό, όπως θα μπορούσε να ειπωθεί για τον αντικαταστάτη του στους Van Halen, κι ενώ η επιφανειακή του θηλυπρέπεια είναι αξιοθαύμαστη, με δεδομένη τη macho εικόνα που σέρνει πίσω του, από την περσόνα του λείπει η ευαισθησία που θα του έδινε κάποιο βάθος. Βέβαια, τί βάθος να περιμένει κανείς από έναν τύπο που ντύνεται σαν μια αφρικάνα Κάρμεν Μιράντα στο εξώφυλλο του δίσκου του; Στο “EatEm And Smile” ο Roth κι η μπάντα του σπάνε πλάκα με τη σέσουλα και προσκαλούν όσους το ακούσουν να κάνουν κι αυτοί “μία απ΄το ίδιο”».
Για όσους το καλοκαίρι του '86 ακούμε εκτός από ξερό heavy metal «και αμερικάνικο hard rock» -λίγοι είμαστε- είναι ένα ζήτημα ποιός είναι ο καλύτερος δίσκος, αυτός των Van Halen με τον Sammy Hagar ή ο καινούριος του David Lee Roth; Σίγουρα περισσότερο έχει ακουστεί και -αν πιστέψουμε τα πρώτα δημοσιεύματα από την Αμερική- έχει πουλήσει, πολύ περισσότερο, ο πρώτος. Το “Why Can’t This Be Love?” έχει γίνει μεγάλη επιτυχία παντού.
Όμως αυτό το γαμήδι το "Yankee Rose” εχει την «κιθάρα που μιλάει».
Όλος ο δίσκος, έχει κάτι που φανερά στερείται το “E5150”. Αν βάλεις τον ένα δίπλα στον άλλον, αυτός των Van Halen ακούγεται ακίνδυνος, εμμηνοπαυσικός, με 3 φινετσάτα, αλλά σχετικά ανώδυνα A.O.R. κομμάτια, άντε κι ένα καλό άλμπουμ τρακ (“Summer Nights”) και τέλος. Ενώ το “Eat’ Em And Smile” σφύζει από ενέργεια. Aπό μια αύρα απρόβλεπτου, υπερχειλούς -μέχρις επιδειξιομανίας- αυτοπεποίθησης hard rock, που σε σπρώχνει από πίσω, σαν τον αρχιαταξία συμμαθητή σου, τον σκασμένο σε υστερικά γέλια, να σε πετάξει στα λιγωτικά αβαθή της εφηβείας.
«Όρμa, ρε μαλάκα. Κολύμπα μόνος σου. Φά’ τους με χαμόγελο».
“Give me a bottle of anything – And a glaze donut – To go !”


Υ.Γ. 1: Το “Yankee Rose” έχει κυκλοφορήσει από τις 18 Ιουνίου, ενώ το “Eat ’Em And Smile” από τις 7 Ιουλίου. Στις 30 Αυγούστου 1986, το single θα μπει στο τοπ-20 (US#16), ενώ την ίδια μέρα ο δίσκος θα φτάσει στο τοπ-5 (US#4) και θα παραμείνει στο τοπ-10 συνολικά για δύο μήνες.

Υ.Γ. 2 : Η ταινία “Crossroads” του Walter Hill το καλοκαίιρ του ’86 δεν είχε βγει ακόμη στους ελληνικούς κινηματογράφους. Παρ’ ότι παίζει ο Ralph Macchio και η Jami Gertz (θεά), θα έρθει, με τον ηλίθιο τίτλο «Με Αντάλλαγμα την Ψυχή Μου», στις αρχές του ’87, σε λίγες αίθουσες και μετά από κανά χρόνο, μόνο μπορούσε κανείς να το βρει μόνο σε βίντεο. Έτσι, ελάχιστοι θα δουν τον Steve Vai να αναμετράται με τον Ralph Macchio (τη slide κιθάρα του οποίου βέβαια παίζει ο Ry Cooder) σε μια τρομερή κιθαριστική μονομαχία, για την οποία και μόνον η συγκεκριμένη ταινία, τουλάχιστον για όλους εμάς τους επιζήσαντες από το καλοκαίρι του ’86, λ έ ε ι.

Υ.Γ.3: Το βράδυ της 20ης Ιουλίου, στον τελικό, με διαιτητή τον «δικό μας», τον μυστακοφόρο Κώστα Ρήγα και σε περιγραφή Χάρη Αλευρόπουλου, η Αμερική, με πλέϊ μέϊκερ τον ύψους 1,60 Τάϋρον Μπογκς θα νικήσει, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες τη Ρωσία με μόλις ένα καλάθι διαφορά και θα πάρει το Μουντομπάσκετ. Στις 18 Ιουλίου η εθνική μπάσκετ έχει δώσει μεγάλη μάχη με την Αργεντινή, που λίγες μέρες νωρίτερα, στο παιχνίδι του δικού τους ομίλου της δεύτερης φάσης, είχε καταφέρει να νικήσει …την Αμερική. Κερδίζουμε μετά από φοβερό παιχνίδι με 102 – 88 και παίζουμε στις 20 νωρίτερα, πριν τον τελικό –τότε γίνονταν κι άλλοι αγώνες την μέρα του τελικού- για την ένατη θέση με την Κίνα. Μετά από παράταση, χάνουμε απ’ τους Κινέζους στον πόντο, 112-111. Μένουμε 10οι (τζάμπα πήγαν οι «κορυφαίες συνομιλίες» στον Αστέρα). Ο Γκάλης, πάντως, ανακηρύσσεται ο πρώτος σκόρερ όλου του τουρνουά με 33 πόντους και πάνω μέσον όρο ανά παιχνίδι.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites

// Rocktime Songs