Who’ s Next: Στο φλίππερ μιας άσβεστης επαγγελίας
Tuesday

5Oct

15 Ιουλίου 1988. 166ο Εξεταστικό Κέντρο, Α΄ Λύκειο, το παλιό Αρρένων. Δεύτερη μέρα Πανελλαδικών, γράφουμε Έκθεση. Το θέμα, χαραγμένο στον πίνακα με πεπειραμένη κιμωλία και αντιγραμμένο στην κεφαλίδα της πρώτης σελίδας του με σκοτωμένο ροδοπορτοκαλί εξώφυλλο του τετραδίου εξετάσεων:
«Είναι μέσα στη φύση των νέων, στην αδιάφθαρτή τους αγνότητα, να πιστεύουν στο τέλειο και, όταν βλέπουν τις αδυναμίες ή τα ελαττώματα των μεγαλυτέρων τους, να πιστεύουν πως αυτοί, όταν κάποτε πάρουν τη δύναμη στα χέρια τους, θα ξεριζώσουν την κάθε κακία και θα πλάσουν έναν κόσμο δίχως καμιάν ατέλεια και αδικία"
α) Να διατυπώσετε τις απόψεις σας για τις θέσεις που περιέχονται στο απόσπασμα αυτό
β) Νομίζετε ότι οι νέοι σήμερα έχουν τη διάθεση και τη δυνατότητα να συμβάλουν στη διαμόρφωση ενός καλύτερου κόσμου;».

Δύο βδομάδες νωρίτερα. Μαζί με τον μουσικά διαβασμένο πρωτοδεσμίτη Τεό, μούρη υπερβαίνουσα με χαρακτηριστική άνεση τα τα πλαίσια αμφοτέρων τις εννοιών ιδιοφυία και αληταμπουρία (όταν είχε σπάσει χέρι, πάνω στο γύψο σχεδίασε με το δεξί, καθ΄ότι ζερβοκούταλος, τα λογότυπα συγκροτημάτων που κανείς μας δεν είχε ακούσει - "Husker Du", "The Sonics", "Cramps", "Wipers"), σκαλίζουμε στο δωμάτιό μου τους τρακόσιους-και-φύγαμε δίσκους της παρακαταθήκης του Άκη, ψάχνοντας να βρούμε τίποτα καλό που μην έχει ο ένας απ΄τους δυό μας ξανακούσει. Μου ξεχωρίζει ένα best των The Who, με την αγγλική σημαία απ' έξω.
«Βάλε την πρώτη πλευρά, ξεκινάει με γααααμώ τα κομμάτια».  
Λίγο μετά το Πάσχα έχω πάρει σε κασσέττα το “Who’s Better, Who’s Best”. Όμως το συγκεκριμένο κομμάτι δεν υπάρχει μέσα κει. Γιατί; Πώς είναι δυνατόν;



Με το θέμα της Έκθεσης να κείτεται από το ίδιο μου το στυλό ξαπλωμένο ανάσκελα στις πρώτες γραμμές της πρώτης, άδειας ακόμη, σελίδας του τετραδίου εξετάσεων, αρχίζω να σημειώνω. Πρώτες σκόρπιες σκέψεις. Στα δεξιά μου, στις κόλλες πού’χω για πρόχειρο. Κάπου μεταξύ παρεγκεφαλίδας και ινιακού λοβού αρχίζει, για κάποιο λόγο εκείνη τη τη στιγμή αδιευκρίνιστο, να διαχέεται προς τους κροτάφους  μια ροή, ένα ηχοκινητικό σήμα. Μοιάζει, τί μοιάζει, είναι το κάλεσμα εκείνου του συνθεσάϊζερ. Σε λίγο, στα ηχομονωμένα τοιχώματα του κρανίου μου ακούγεται, με το 17χρονο εγκέφαλό μου αποκλειστικό ακροατή, ο Roger ο Daltrey να υπερίπταται της teenage wasteland. Το μπλε διάφανο bic –πάντα παχιά η μύτη, μ’ αυτά δεν παίζουμε- αρχίζει να ρολλάρει πάνω στο χαρτί.
14 Ιουλίου 1971, δεκαεπτά χρόνια πίσω. Οι The Who δίνουν συνέντευξη τύπου -που εξελίσσεται σε ανοιχτό πάρτυ- στο Tara, το καινούριο σπίτι του Keith Moon, ένα πυραμιδοειδές κτίσμα σα διαστημική όαση φυτεμένη καταμεσίς στην εξοχή του Chertsey. Εκεί ανακοινώνουν ότι στις 14 Αυγούστου θα κυκλοφορήσει ο καινούριος, ο πέμπτος στην καρριέρα τους, «μεγάλος δίσκος».
Ο δίσκος που τελικώς θα κυκλοφορήσει, οι ακροατές αγνοούν ότι δεν αφηγείται την ιστορία που είχε κατά νουν ο Pete Townshend. Είναι τέτοια η δύναμη, η ποικιλία και το σφρίγος των εννέα τραγουδιών που περιλαμβάνει, ώστε το μόνο που εισπράττει το κοινό είναι τους The Who στην καλύτερη από ποτέ εκδοχή τους. Απρόβλεπτους, ηχητικά καινοτόμους, συναισθηματικά φορτισμένους και με την ροκ αιχμή που πρεσβεύουν, αστραφτερή.
Η περιπέτεια του “Who’s Next”, ενός από τα κορυφαία άλμπουμ στη ροκ ιστορία είχε μακρά και επίπονη γέννα.
2 Ιανουαρίου 1971, τεύχος εβδομαδιαίας μουσικής εφημερίδας “Sounds”. Ανακοινώνοντας το επόμενο βήμα τους μετά το τεράστιας απήχησης “Tommy” (την πρώτη ετικεττοποιημένη «ροκ όπερα») και την διάρκειας ενός χρόνου περιοδείας που το ακολούθησε, οι Who είναι πλέον ροκ σταρ πρώτου μεγέθους. Ο παρά λίγους μήνες 26χρονος κιθαρίστας και συνθέτης του μουσικού τους υλικού Pete Townshend δηλώνει :
«Θέλουμε να φτιάξουμε την καλύτερη μουσική που έχουμε τη δυνατότητα να φτιάξουμε. Ει δυνατόν την καλύτερη μουσική που το ροκ έχει τη δυνατότητα να φτιάξει. Να ενεργήσουμε σαν οι πιο αποτελεσματικοί καταλύτες στο να βγάλουμε το ροκ έξω από το λούκι στο οποίο όλοι γνωρίζουν ότι έχει παγιδευτεί».
Αυτοπεποίθηση και φιλοδοξία δεν έλειψαν ποτέ από τον Townshend, έναν μουσικό που δεν του αρέσει καθόλου να αφήνει τα πράγματα στη μέση. Αυτή τη φορά είχε στο μυαλό του κάτι παραπάνω από ένα έργο με κεντρική ιδέα, όπως το “Tommy”. Ένα πανοπτικό δημιούργημα όπου ζωντανή μουσική, στίχοι, σενάριο και κοινό θα συνυπάρχουν και θ΄αλληλεπιδρούν, με στόχο τη δημιουργία ενός απτού, δυναμικού κι εκρηκτικού αποτελέσματος τέχνης, που θα περικλείει μια ανεξίτηλη ουσία. Στο μέλλον, όποια κι αν θα ήταν η εξέλιξη των κοινωνιών, το δημιούργημα αυτό ο Townshend ήθελε να περιέχει, σαν μπουκάλι με μέσα του ένα ανεκτίμητο μήνυμα, την αλήθεια : το ροκ-εν-ρολ πάντα θα μπορεί να σώσει τον κόσμο. Γι΄αυτό και στο σχέδιο αυτό έδωσε το όνομα “Lifehouse”.
23 Ιανουαρίου 1971, τεύχος εβδομαδιαίου μουσικού περιοδικού Melody Maker. «Σύμφωνα με τα λόγια του Townshend, οι The Who στοχεύουν να παραγάγουν μια ολιστική μουσική, ένα ροκ τροφοδοτούμενο από την συμμετοχή του κοινού».
13 Φεβρουρίου 1971. Σε συνέντευξη τύπου που διεξάγεται στο “Young Vic Theater” του Λονδίνου, ο Pete Townshend προχωρεί σε λεπτομέρειες για το νέο project. Ανακοινώνει ότι οι Who είναι ήδη έτοιμοι να δώσουν μορφή στο νέο τους δημιούργημα, οπλισμένοι με 20 καινούρια τραγούδια, ένα ολοκαίνουριο τετρακάναλο μεγαφωνικό σύστημα, ένα σενάριο κινηματογραφικής ταινίας προεγκεκριμένο με συμβόλαιο από την Universal Pictures συν μια σειρά από ζωντανές εμφανίσεις στη σκηνή του ίδιου του “Young Vic” -τρεις συνεχόμενες Δευτέρες με πρώτη στις 15 Φεβρουαρίου– οι οποίες θα κινηματογραφηθούν εξ ολοκλήρου για να χρησιμοποιηθούν στην επερχόμενη ταινία.
«Θα είναι η πρώτη πραγματικά ροκ ταινία, χωρίς καμιά παραχώρηση στις νόρμες του showbiz που επιβάλει κυνικά η κινηματογραφική βιομηχανία».


 

To σχέδιο είναι οι Who να γίνει ευρέως γνωστό ότι έχουν εγκατασταθεί στη σκηνή του “Young Vic” (η οποία φιλοξενεί κυρίως θεατρικές παραστάσεις), εξασφαλίζοντας με τις διαδοχικές εμφανίσεις ένα σταθερό, αν όχι αυξανόμενο, ενθουσιώδες κοινό, τέτοιο που να μπορεί να επηρεάσει με την διάδρασή του την επί σκηνής εκτέλεση των νέων τραγουδιών. Όταν η μπάντα θα φτάσει σε φουλ φόρμα, θα κινηματογραφηθεί μια σειρά από εμφανίσεις μαζί με πλάνα από το τί συμβαίνει μέσα στο θέατρο, μικρές αληθινές ιστορίες θεατών που θα τρυπώσουν μέσα, προσδίδοντας ζωντάνια και απρόβλεπτη μοναδικότητα στο κυρίως σενάριο της ταινίας. Το οποίο, σε γενικές γραμμές έχει ως εξής:
Σ’ ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον, ο κόσμος είναι μια απολυταρχία από την οποία η ροκ μουσική ελλείπει. Ο Bobby, ένας μυστήριος νεαρός που προσωποποιεί και αντανακλά την καταπιεσμένη νεολαία του νέου αυτού κοινωνικού χάρτη, ανακαλύπτει ότι το ροκ έχει μια καθαρτήρια, απελευθερωτική επίδραση. Το “Lifehouse” είναι ο τόπος, η σκηνή όπου αυτή η μουσική παίζεται ζωντανά. Εκεί συρρέουν οι νέοι για να μετέλθουν αυτής της αναζωογονητικής δύναμης που προσλαμβάνει με την αλληλεπίδραση μουσικών και θεατών τα χαρακτηριστικά πολιτισμικής θρησκείας. Η οποία, βιωμένη στη συναυλία, τους ενώνει, αλλάζοντας τον άκαμπτο, καταπιεστικό κόσμο. Τα καινούρια τραγούδια έχουν γραφτεί γύρω από αυτά τα θέματα. Στο όραμα του Townshend, η ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ μουσικών και κοινού οδηγεί σε μια αμοιβαία πνευματική αφύπνιση, ένα ανέβασμα που ξεπερνά ακόμη και τα πεζά δεσμά της πραγματικότητας, και φτάνει σ΄ένα ανώτερο επίπεδο, εκεί που ηχεί και αντηχείται στις ψυχές όλων η «Οικουμενική Νότα».
Σύλληψη φιλόδοξη στην καλοπροαίρετη αοριστία της, υπερβολικά δύσκολη πάντως στο να γίνει κατανοητή. Πώς θα υλοποιηθεί αυτό το πολυμεσικό, διαδραστικό έργο τέχνης που στον πυρήνα του περιέχει μια ιδέα που πανεύκολα μπορεί να ιδωθεί και ακουστεί ως απλά αφελής; Ο πρώτος που έχει πρόβλημα στο να την χωνέψει είναι ο ιδεολογικός και δημιουργικός διόσκουρος του Townshend, o 36χρονος μάνατζερ Kit Lambert. O πολυδιάστατος, μεγαλωμένος μέσα στην τέχνη και τη μουσική bon viveur, σκηνοθέτης, παραγωγός και μάνατζερ ήταν εκείνος που είχε ξεχωρίσει τη μπάντα από τότε που λέγονταν The High Numbers. Μαζί τους σε όλη την επτάχρονη διαδρομή, από το “I Can’t Explain” μέχρι το Monterey, το Woodstock και την παγκόσμια επιτυχία της όπερας για το «Κουφό, Κουτό και Τυφλό» αγόρι που το λέγαν “Tommy”, o Lambert δεν ήταν μόνον υπεύθυνος (μαζί με τον συνεταίρο του Chris Stamp, αδελφό του ηθοποιού Terrence) για την οικονομική πλευρά της καρριέρας των The Who, αλλά από την αρχή επιτελούσε και μια άλλη, ανεκτίμητη λειτουργία. Ηταν ο ανατροφοδότης και αποστάκτης των ιδεών του Townshend. Προσπάθησε πολύ να τον βγάλει από τη λογική του να φτιάχνει δίσκους που ήταν στην ουσία συλλογές από τρίλεπτα τραγούδια.
Έχοντάς το, λοιπόν, καταφέρει μεγαλοπρεπώς με το “Tommy”, του έριξε στο τραπέζι, με το τέλος εκείνης της περιοδείας το ‘70 μια συμφωνία με τη Universal για να γίνει το “Tommy’ ταινία. Ο Townshend, ενστικτωδώς απεχθανόμενος την τυποποίηση, κλώτσησε. Όμως το νέο, φιλόδοξο σχέδιο που είχε ν’ αντιπροτείνει, το “Lifehouse”, δεν κατεβαίνει στο καλλιτεχνικό λαρύγγι του Lambert με τίποτε. Πληγωμένος, απόξενος και καταναλώνοντας τη μια μπουκάλα brandy μετά την άλλη ο Townshend ανακοινώνει δημοσίως το “Lifehouse”, όμως τους πρώτους μήνες του 1971 μεταξύ των δύο έχει για πρώτη φορά παρεισφρύσει μια καχυποψία. Η έξη του Lambert στην ηρωίνη μεγεθύνει και την απόσταση, προσωπικά και γεωγραφικά. Παρατά τον Townshend και μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, όπου κάνει τις ηχογραφήσεις μιας μαύρης πολλά υποσχόμενης τραγουδίστριας ονόματι Patti Labelle, που έχει πάρει υπό την αιγίδα του μαζί με τον Stamp.
Για πρώτη φορά χωρίς τη δημιουργική στήριξη του μάνατζερ και φίλου του, τα προβλήματα για τον Townshend είναι πολλά και φαίνονται αμέσως, καθώς έχει αναλάβει να δρομολογεί και να οργανώνει ταυτόχρονα μόνος αυτός όλες τις πτυχές του σχεδίου.
Το κοινό στο Young Vic δεν είναι ούτε αρκετό, ούτε τόσο ενθουσιώδες όσο αναμένει. Ο υπεύθυνος του χώρου Frank Dunlop καταλήγει να καλεί περαστικούς από το δρόμο να μπουν να παρακολουθήσουν τους Who και το καινούριο υλικό τους «συμμετέχοντας στο γύρισμα της ταινίας που ετοιμάζουν». Η μπάντα είναι αποδοτική, όμως η μέθεξη που έχει στο μυαλό του ο Townshend δεν έρχεται.
Λίγο πριν τα μέσα Μαρτίου του 1971, μια αχτίδα ελπίδας αναφαίνεται. Ο Lambert τηλεφωνεί από την άλλη άκρη του Ατλαντικού. Καλεί τον Townshend να φέρει τη μπάντα στη Νέα Υόρκη να ηχογραφήσουν εκεί τα καινούρια κομμάτια, στο ολοκαίνουργιο και υπερσύγχρονο Studio One των Record Plant Studios, με τη βοήθεια του έμπειρου ηχολήπτη Jack Αdams.
«Θα είστε οι πρώτοι που θα πατήσετε το πόδι σας εκεί μέσα». Πράγματι, τα sessions ξεκινούν. Στην αρχή ζεσταίνονται για δυό μέρες, με τον Felix Pappalardi στην κονσόλα και τον Leslie West των Mountain να βοηθά στην κιθάρα. Ακολουθεί ένα τετραήμερο, 15 μέχρι και 18 Μαρτίου, με τον Adams στην κονσόλα, όπου και ολοκληρώνεται μέρος του καινούριου υλικού.
Όμως είναι φανερό ότι το πράγμα δε λειτουργεί. Ο Lambert είναι εξαφανίζεται κάθε λίγο για για να βαρέσει ένεση, ο Townshend έχει πέσει στη σαμπάνια Remy Martin, ενώ ο δεινός κολυμβητής σε κάθε μικρή και μεγάλη θάλασσα κραιπάλης Keith Moon τον ακολουθεί. Η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι για τον Pete Townshend είναι τα λόγια του Lambert που ακούει από μια μισάνοιχτη πόρτα να ειπώνονται στη βοηθό του, ενώ ο ίδιος απέχει λίγα βήματα από το να μπει σε μια συνάντηση στρατηγικής σημασίας για το μέλλον του γκρουπ.



«Ο Townshend μ’ έχει αφήσει έξω απ΄όλα. Δεν θα του επιτρέψω να με μπλοκάρει σε τίποτε, αυτή τη φορά».
«Ο άνθρωπος που εμπιστευόμουν και αγαπούσα τόσο πολύ με φώναζε με το επώνυμό μου. Δεν ήταν πια φίλος μου. Από πίσω μου, με θεωρούσε αντίπαλό του. Στη συνάντηση που ξεκινησε λίγα λεπτά αργότερα, βλέποντας μπροστά μου τον Kit να βηματίζει καπνίζοντας, να γελά και να επιχειρηματολογεί, παθαίνω αυτό που αργότερα έμαθα ότι λέγεται μια πρώτης τάξεως κρίση πανικού, απ΄αυτές μάλιστα που υφίσταται συχνά ένας τελειωμένος αλκοολικός. Έβλεπα τους πάντες γύρω μου να μεταμορφώνονται σε κακόβουλα τέρατα. Δεν ξέρω πού να σταθώ, ο αέρας ο ίδιος στο δωμάτιο με πνίγει. Παίρνω φόρα και κατευθύνομαι προς το ανοιχτό παράθυρο του 10ου ορόφου. Η βοηθός του Kit με σταματά πιάνοντάς μου τρυφερά το χέρι. Δεν έχω καμιά αμφιβολία. Μου έσωσε τη ζωή».

Τα session της Νέας Υόρκης εγκαταλείπονται άρον – άρον. Με το χρόνο πλέον να διαρρέει με όλα τα σκέλη του “Lifehouse” ημιτελή, Οι Who επιστρέφουν στο Λονδίνο. O Townshend γευματίζει με τον έμπειρο και επιτυχημένο παραγωγό Glyn Jones, ο οποίος επίσης αδυνατεί να καταλάβει τόσο την αξία της κεντρικής ιδέας του “Lifehouse” όσο και το πώς οι διάφορες πτυχές του θα συντονιστούν. Μήπως είναι καλύτερο ένα διπλό άλμπουμ με ζωντανές και στουντιακές εκτελέσεις; Άραγε υπάρχει ανάμεσα στα τραγούδια ροή; Ο Johns προβάλλει ισχυρές ενστάσεις.
Και ενώ στις 26 Απριλίου 1971 μια ακόμη εμφάνισή τους στο “Young Vic” ηχογραφείται, αποφασίζουν να καταλύσουν στο Stargroves, στη βίλλα του Mick Jagger στο Berkshire για να δώσουν, επιτέλους, στο στούντιο που υπάρχει εκεί, ξεκινώντας από το μηδέν, την επιθυμητή μορφή στα καινούρια τραγούδια. Μέχρι να αποσαφηνιστεί αυτή η μορφή, τα σχέδια για την ταινία “Lifehouse” άρρητα αναστέλλονται, καθώς ο ενθουσιασμός του Townshend χάνει κατά κράτος από το άγχος του για το συντονισμό τόσων διαφορετικών δραστηριοτήτων. Το Μάϊο θα ακολουθήσουν τρεις βδομάδες στα περίφημα Olympic Studios του Λονδίνου και τον Ιούνιο, με τις ηχογραφήσεις να έχουν πάει πρίμα, καθώς η μπάντα πετάει («τέτοιο μάτσο εύκαμπτα, αναίσθητα σε εξωτερικά ερεθίσματα, όμως πολύ καλοπροβαρισμένα μουρλοκομεία που είχαμε γίνει») οι μίξεις ολοκληρώνονται. Ο Glyn Johns προτείνει στον Townshend να βάλουν τα καλύτερα κομμάτια σ’ έναν «σκέτο», χωρίς το δυσδιάκριτο για τον ακροατή «κυρίως νόημα», μονό δίσκο. Η πιο σίγουρη επιλογή. 
25 Ιουνίου 1971 διατίθεται σε μορφή maxi single η πρώτη γεύση. H σμικρυμένη –όπως θα αποδειχθεί- εκδοχή του “Won’t Get Fooled Again” μέσα σε τριάμισυ λεπτά στριμώχνει έναν εντελώς καινούριο ηλεκτρονικό ήχο που το διατρέχει, μερικές συγχορδίες που τραντάζουν, μπάσο και ντραμς που διαγωνίζονται σε διαδρομή ανωμάλου δρόμου και τον Daltrey, αφού σαρκάζει για κάποια ματαιωμένη επανάσταση, όπου το «καινούριο αφεντικό» είναι «το ίδιο με το παλιό», να σπέρνει δύο ουρλιαχτά πολύ ζόρικα. Το single θα φτάσει να μπει στο βρετανικό top-ten (UK#9, 14 και 21/8/71) με το που θα κυκλοφορήσει ο νέος δίσκος, ο μόνος στην ιστορία των Who που θα βρεθεί στο Νο 1 στην πατρίδα τους, στις 18 Σεπτεμβρίου.
Δικαίως. Ήδη από το εξώφυλλο γίνεται ξεκάθαρο ότι ο πολυαναμενόμενος στουντιακός διάδοχος του “Tommy” είναι πολύ μπροστά. Ο τσιμεντένιος μονόλιθος, φυτεμένος σε μια χωματερή του Sheffield, εντοπίστηκε καθώς το συγκρότημα και ο φωτογράφος Ethan A. Russell έψαχναν τοπία για φωτογράφηση. Αρπάζοντας αυθόρμητα την ευκαιρία για μια προκλητική αναλογία με τον μυστηριώδη μονόλιθο του «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος», της ταινίας του Stanley Kubrick που είχε κυκλοφορήσει περίπου τρία χρόνια πριν, αλλά ακόμη συζητιόταν, το συγκρότημα βγαίνει από το βαν, προχωρά μέσα στα σκουπίδια και ποζάρει γύρω από το τσιμεντένιο ορθογώνιο, όπως και στη σεκάνς της ταινίας, σαν του αυστραλοπίθηκους που περιεργάζονται μια ανώτερη οντότητα. Και φυσικά, αμέσως μετά, το κατουράνε.
Κατουράνε την απρόσωπη μεταμοντέρνα κομπορρημοσύνη. Κατουράνε το βράχο της αποξένωσης από την πραγματική ζωή, αυτής των σκουπιδιών που απλώνεται κάτω από τον μουντό ουρανό κι εκτείνεται σε αρμονικώς βρωμερά βουναλάκια μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Κατουράνε την ομογενοποίηση της σύγχρονης ζωής, της σύγχρονης μουσικής. Κατουράνε το βράχο. Ή απλώς, κατουράνε και το ίδιο το ροκ, όπως η βιομηχανία προσπαθεί να το φορμάρει.
Από τις πρώτες του νότες, ο ακροατής εισπράττει την ατρόμητη αυτή στάση. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού του ’71, το σαγόνι του ακροατή να κρεμά με δέος και απορία με το που η βελόνα προσγειώνεται στο βινύλιο. Τί νά’ν’ αυτός ο ήχος που τον κυκλώνει σαν πρελούδιο εξωγήϊνης ορχήστρας; Για πρώτη φορά σε δίσκο αυτό που ακούγεται αποκαλείται συνθεσάϊζερ, προγραμματισμένο μάλιστα από τον ίδιο τον Townshend. Τα ARP και VCS3 είναι ογκώδη σαν ντουλάπες και με περισσότερες τρύπες για βύσματα από ηλεκτρονικό υπολογιστή της NASA, όμως χάρις το πολυδαίδαλο μυαλό του Pete διατρέχουν τα περισσότερα τραγούδια ως δομικό στοιχείο, κι όχι απλώς για να χρωματίσoυν το υπόβαθρο, όπως δειλά – δειλά γινόταν στις ηχογραφήσεις ως τότε. Πάνω στη μυστηριώδη, αλλόκοτη μελωδία, σκάνε τα τύμπανα του Moon.
Το μπάσο του Entwistle παίρνει τα ηνία. Τρεις νότες προοιωνίζουν μια ανάταση, καθώς ο Moon συνεχίζει εκκεντρικά, ανθρώπινα, αποφασιστικά. Ο ακροατής είναι όλος αυτιά. Και τότε…
“Out here in the fields - I fight for my meals
I get my back into my living
I don't need to fight - To prove I'm right
No, I don't need to be forgiven”

O Roger Daltrey, πιο ψυχωμένος από ποτέ, τραγουδά τους στίχους που πήραν μορφή στο μυαλό του Townshend μετά το Woodstock. H καθαρότητα της άγουρης ματιάς, η αποφασιστικότητα και η ευπιστία της νεολαίας, η απροσανατόλιστη υφή της αντικουλτούρας, όλα μέσα από τα μάτια ενός από τους ηγέτες κι εμπνευστές της, που μπορεί να είναι μόνον 26, όμως έχει ήδη ζήσει το έργο και βλέπει πεντακάθαρα το τέλος του.
Και κει, λίγο πριν τα δύο λεπτά, μπαίνουν τα ακόρντα της κιθάρας. Γεμάτα, απέραντα,  αποθεωτικά.
«Μη κλάψεις, Μην εκπλαγείς Η Εφηβική Ερημιά, αυτό είν’ όλο».
Είναι το “Baba ORiley”, με τον τίτλο του ν’ απηχεί μια ακόμη ιδιοτροπία του Townshend, ένα πάντρεμα των ονομάτων του Ινδού γκουρού Meher Baba και του Αμερικανού μινιμαλιστή μουσικοσυνθέτη Terry Riley. Ένας παιάνας στην ένδοξη ματαιότητα της νιότης, κυριολεκτικά «εκατό χρόνια μπροστά». Το απλό σολάκι του Townshend οδηγεί ανάμεσα από ακόρντα - συμπληγάδες, σ΄ένα άλλο εντελώς απροσδόκητο, φευγάτο μουσικό μονοπάτι. Ένα σόλο βιολί -από τον 30χρονο βιρτουόζο των πνευστών Dave Arbus- που ξεκινά ήπιο και εξελίσσεται σε φρενήρες, με τη μπάντα να χαμηλώνει και να ξανανεβαίνει πυρετωδώς μέχρι την κορύφωση της τελευταίας απότομα κομμένης δοξαριάς.



Για να έρθει το “Bargain”, ροκιά με πυκνή ύφανση από ακκόρντα που αποδεικνύονται ελαστικά. Ανοιγοκλείνουν από την ηράκλεια φωνή του Daltrey - μιλάει για έναν έρωτα, το καλύτερο παζάρι που τού’τυχε ποτέ- σμιλεύονται από το επίμονο γουδοχέρι του Moon και μπαλώνονται από το ατίθασο, αναρχικά μελωδικό μπάσο του Enstwistle. Ένα υπόδειγμα αυτού που θα έλεγαν τις επόμενες δεκαετίες οι θεράποντες του ροκ «κατορθώσαμε αυτή τη φορά να καταγράψουμε τη ζωντάνια που έχουμε πάνω στη σκηνή». Το πιο σύντομο τραγούδι του δίσκου, το “Love Aint For Keeping”, ένα μελωδικό country διάλειμμα μετά το ηλεκτροφόρο ξεκίνημα, το οποίο συνήθως άνοιγε τις συναυλίες στο “Young Vic” προτιμήθηκε από την πιο σκληρή εκδοχή του, εκείνη που είχε ηχογραφηθεί στα session της νέας Υόρκης, με τον Leslie West στην κιθάρα. Το “My Wife” του John Entwistle, το μόνο ξεκάρφωτο από την ιδέα του “Lifehouse” τρακ, έρχεται να θυμίσει ότι και κείνος ξέρει με την ένρινη φωνή του να τραγουδάει ό,τι γράφει. Με επίκεντρο το απειλητικό του μπάσο και χρώμα από γαλλικό κόρνο, φέρνει μια προσγειωτική δόση κωμωδίας στο μίγμα, καθώς τον ακούμε να μιλάει για έναν ταλαίπωρο μπερμπάντη που σκέφτεται ν’ αγοράσει τανκς κι αεροπλάνα για να αντιμετωπίσει τη γυναίκα του όταν επιστρέψει σπίτι.
Το “The Song Is Over” έχει στο πιάνο τον Nicky Hopkins, καθαρή, μελωδική δομή γεμάτη ανοιχτωσιές για "wide open spaces" και "sky high mountains" στο ρεφραίν και καθώς κλείνει την πρώτη πλευρά δείχνει πράγματι σαν τμήμα ενός πιο εκτεταμένου soundtrack καθώς αφήνει να μπουν μέσα του νότες απ΄το “Pure And Easy”, ένα κομμάτι - κλειδί για την πλοκή του “Lifehouse” που όμως, με τη λογική της συλλογής τραγουδιών χωρίς κεντρική ιδέα, έχει μείνει έξω από το δίσκο. Την δεύτερη πλευρά ανοίγει ένα ακόμη κομμάτι από το “Lifehouse”, το “Getting In Tune”, φτιαγμένο για να δημιουργήσει εκείνον τον περίφημο, τόσο κομβικό στο μυαλό του Townshend, συντονισμό ανάμεσα σε κοινό και μουσικούς. Το ξένοιαστο “Going Mobile(“out in the woodsor in the cityits all the same to mewhen Im drivinfree, the worlds my homewhen Im mobile) φέρει αξιοπρόσεκτα πειθαρχημένο shuffle από τον Keith Moon κι εξοχική υφή ανάλογη με του “On The Road Again” των Canned Heat, καθώς ο Townshend διαδηλώνει πόσο ασφαλής νιώθει που όσο βολτάρει στην εξοχή δε θα λείψει «ούτε στον αστυνόμο ούτε στον εφοριακό».
Όλα τα προηγηθέντα όμως είναι μόνον ενδείξεις μεγαλειότητας, λιμπρέττα μιας όπερας που κρίθηκε –από ποιόν άραγε;- πολύπλοκη για να εκδοθεί στην ολότητά της. Όταν όμως ο ακροατής δέχεται την μυσταγωγική ζεστασιά της εξομολόγησης του "Behind Blue Eyes", ο δίσκος εκτινάσσεται. Είναι μια άρια της ίδιας όπερας, της μηδέποτε ολοκληρωμένης, όπου στην πλοκή της, ο «κακός» του έργου, ονόματι Jumbo, αυτοαποκαλύπτεται, σαν πανίσχυρος Ιούδας που σπάει κι εξομολογείται : “But my dreams - They aren't as empty - As my conscience seems to be. Μέσα από μια αριστουργηματικά απλή ενορχήστρωση ακουστικής κιθάρας, πλήκτρων και φωνής, ο 27χρονος πρώην εργάτης σε εργοστάσιο φύλλων μετάλλου Roger Daltrey, ταυτισμένος -πέρα από τα τεράστια γαλάζια του μάτια, άδηλο ακριβώς γιατί- με το χαρακτήρα, δίνει μια ερμηνεία που τρυπάει και την πιο αδιαπέραστη συναισθηματική πανοπλία. No one knows what is like to be the bad manto be the sad manbehind blue eyes, πριν η μπάντα ξεσπάσει σε μια αντίστιξη από ακκόρντα, γρονθοκοπηματικά μπάσα και ντραμς για το φινάλε, δεκαπέντε χρόνια πριν υπονοηθεί καν η ετικέττα “power ballad”.



Τετάρτη, 11 Σεπτεμβρίου 1991, βράδυ έντεκα παρά, στα στούντιο του ροκ ραδιοσταθμού στην Τροίας. Πίσω απ’ το μικρόφωνο ο Θάνος. Ψυχολόγος με σπουδές στο Παρίσι και έδρα νεοκλασσικό της Κυψέλης. Από αυτούς του μονήρεις ελευθεροσκοπευτές σαραντάρηδες που μας θυμίζουν ότι υπήρξε και μια άλλη εποχή, όχι και πολύ μακρινή. Τότε που, μοιάζει στο νου τον δικό μας των εικοσάρηδων, ότι το πράγμα κάποτε ήτανε ολιγαρκές, αλλά παλλόμενο και γοητευτικά απρόβλεπτο στο τρίγωνο μεταξύ Διδότου, Σπύρου Τρικούπη και Θεμιστοκλέους. Μας φέρεται σα συνομήλικους όταν συζητάμε αραχτοί στις καρέκλες σκηνοθέτη της πλατείας, εμπνέει το σεβασμό, χωρίς να προσπαθεί στο ελάχιστο να τον αποσπάσει, όπως κάτι άλλες μούρες χωμένες σε ραδιόφωνα και περιοδικά– κι έχω γνωρίσει ως τότε αρκετούς.
«Απόψε, όπως ήδη σας προαναγγείλαμε την προηγούμενη Τετάρτη, έχουμε στο στούντιο μερικούς φίλους της εκπομπής. Θα παίξουμε μερικούς από τους αγαπημένους μας δίσκους και θα μιλήσουμε γι’ αυτούς».
Θα προηγηθεί ο Neil Young με τρία κομμάτια από το “Harvest”, οι Doors με δύο από “L.A. Woman” και οι Stones με τέσσερα από το “Sticky Fingers”. Και τότε, κατά τις έντεκα παρά δέκα, βγάζει από την μαύρη «ειδική» τσάντα, τον τέταρτο δίσκο.
«Ποιός απ΄όλους σας τον ξέρει αυτόν;», θα πετάξει την ερώτηση σα δάσκαλος σε τάξη πριν την παράδοση. Από την ομήγυρη των τεσσάρων –οι άλλοι: δύο μαυροντυμένα λευκοπρόσωπα vamp-ιά που ανάβει η μία το Κάμελ της άλλης κι ένας ηττημένα αξύριστος με πατομπούκαλα και φουλάρι «από Αμελόκηπους» πού’χει αλλοιθωρίσει με την πάρτη τους, πότε κοιτάει από δω, πότε από κει- μόνον εγώ κοτάω:
«Τον έχω ακούσει. Κι έχω και το “Whos Best”. Μετράει;»
Δύο κομμάτια αργότερα.
Κάτι η θερμοκρασία του στούντιο, κάτι οι δυό μπουκάλες Χάϊνεκεν που έχουν παρτουζοκεραστεί σε πλαστικά ποτηράκια αφημένα όπου υπάρχει γωνία πάγκου ελεύθερη, ενώ έχει βάλει το “Baba oRiley” το “Behind Blue Eyes”, του ζητάω να πάρω στα χέρια μου το εξώφυλλο. Μου το παραδίδει μ΄ένα μισό χαμόγελο, σα να το περίμενε. Σκληρό χαρτόνι, χιλιοτριμμένο στις γωνίες. Το γυρίζω ανάποδα. Μαύρο οπισθόφυλλο, Fabrique en France λέει κάτω - κάτω, μπορεί να τό’χει από φοιτητής. Στη μέση, μια μικρή, πρόχειρη σέπια φωτογραφία  με τους Who σε μια αποθήκη, λες και μόλις έχουνε τελειώσει βάρδια γενικής καθαριότητας. Για να δω. Δίπλα στο "Won't Get Fooled Again" λέει ότι διαρκεί οχτώμισυ λεπτά. Ε, όχι, ντε. Μάλλον είναι τυπογραφικό λάθος.
«Αφού, τόσο κρατάει. Θα’ χεις ακούσει μόνο το εφτάιντσο», απαντάει ο Θανος με το αγνά αυτάρεσκο, συνήθως εκκρεμές χαμόγελό του, το ειλικρινές, όλο σκούρα ούλα, δόντια μπογιατισμένα απ’ τον καπνό που κρατάνε μέσα τους ιστορίες που το κάνει εύκολο να μοιραστεί με μας τους μικρούς. Στρίβει τσιγάρο, το οποίο παρατάει εσπευσμένα, με το που σκάνε τα πιατίνια του Moon στο “Behind Blue Eyes”. Σηκώνει το λεβιέ του Technics MK2, ανεβάζει το ποτενσιόμετρο του μικροφωνου και το “On Air” πάνω απ’ την ηχομονωμενη πόρτα ανάβει ολοκόκκινο. Είμαστε στον αέρα.
«“Time is a pinball wizard” λέγαμε εκείνες τις παλιές εποχές… Και τώρα, το τελευταίο κομμάτι από τη δεύτερη πλευρά του ‘Whos Next’… ένα κομμάτι που μας θυμίζει ότι …κάποτε οι πέτρες…» κόβει ταχύτητα σα να μην έχει αποφασίσει ακόμη αν θα το πει «…όταν φεύγανε απ’ το χέρι, συνήθως προσγειώνονταν στα σωστά κεφάλια».
Με το που σβήνει το μικρόφωνο και ξανανάβει το πράσινο φως, η ομήγυρή μας των τεσσάρων «φίλων της εκπομπής» ανακάθεται. Τί αλλούτερο μεγαλεπήβολο μπλιμπλίκι είναι τούτο; Ο Θάνος απολαμβάνει τα απορημένα βλέμματα. Ο δίσκος που γυρίζει στο πλατώ είναι τόσο οικείος για τον ίδιο, ενώ για μας, περίπου αγέννητους όταν τον αγόρασε μεταχειρισμένο το ’72 στη Σορβόννη, πρωτάκουστο. Το άγριο ακκόρντο των Townshend/Entwistle ανακατεύει τα μόρια από σκόνη, τσιαγαρόκαπνο και ξεθυμασμένο πατσουλί που περιπλανώνται στο στούντιο καθώς ο Moon πλακώνει τα τομ στις γρήγορες.
«Θα πολεμάμε στους δρόμους
Με τα παιδιά μας στα πόδια μας
Όταν τα ήθη που λατρέψανε θά’ χουνε χαθεί
Και κείνοι που εμάς παρακινήσαν
Στο σκαμνί θα κάθονται για όλα τα στραβά
Απόφαση θα βγει κι η καραμπίνα θα λαλήσει

Βγάζω το καπέλο στο σύνταγμα το νέο
Υπόκλιση να κάνω στη νέα επανάσταση
Χαμογελώ, μορφάζω στις αλλαγές που γίνονται τριγύρω
Πιάνω την κιθάρα μου και παίζω
Όπως έκανα και χθες
Και γονατιστός προσεύχομαι
Να Μη Μας Γελάσουνε Ξανά»
Τα ριφ αγριεύουν, οι Townshend, Εntwistle και Moon λυσσομανάνε, η φωνή του Daltrey, σαρκαστική, σκληρόπετση, άτρωτη απέναντι στα μελλούμενα, καθ’ ότι με εμπειρία στα χειρότερα σιωπά. Το συνθεσάϊζερ εισβάλλει ξανά, καταλαμβάνει όλο το ηχητικό φάσμα. Σημειωτόν. Μελωδικά επιληπτικό. Ο Moon σπάει τη σιωπή με μια ριπή. Τώρα μια δεύτερη. Και ξαφνικά, πάνω από τύμπαν ακαι συνθεσάϊζερ
YEEEEEEEEEEEEEEEEEEEEEEH !!!!”
Το πιο αγέρωχο, διθυραμβικό ουρλιαχτό στην ιστορία του ροκ-εν ρολ ξεχύνεται στο στούντιο και κάνει την τριχοφυία των παρισταμένων –ακόμη και τα vampιά κάτι πρέπει νά’ χουνε κάτω από την τσιμεντόσκονη που φοράνε- να επαναστατήσει.
Ο Θάνος σηκώνεται όρθιος πίσω απ΄την κονσόλα και κάνει ότι γυρίζει σα λάσο το μικρόφωνο, όπως έχουμε δει ότι έκανε ο Daltrey κάποτε.
Χωρίς να μας πει τίποτε παραπάνω, ένας «μεγάλος» -αυτό ήτανε στα μάτια μας ο σαραντάρης- μας τα είχε πει όλα.
“Time is a Pinball Wizard. Let’s get together, before we get much older”.

Παναγιώτης Παπαίωάννου





// Old Time Rock

// Live Favorites

// Rocktime Songs