Η ταινία είχε βγει το καλοκαίρι του “Live Aid”, καταμεσίς στην εφηβική μας νιρβάνα. Πάνω που ξεκινούσε η δεύτερης τετραετίας της «Αλλαγής», γεμάτη κοριτσάκια με λουλουδικά και τάματα για «Ακόμα Καλύτερες Μέρες». Είχε τον αρκούντως γλιστερό τίτλο «Το Μπαράκι του Σαν Έλμο» (κατά το «Λιονταράκια του Κυρ- Ηλία» και δεν ήταν παρά μια ύπουλη δοσάρα ρηγκανογενούς ήθους, απ’ αυτές που καταναλώναμε αχόρταγα, σαν τα σακκουλάκια «Τσακίρις» στα θερινά σινεμά.
Απ’ αυτές που μπόλιασαν το άγουρο υπερεγώ μας με πρότυπα “cool”, γοητευτικά, ακαταμάχητα. Και τόσο, μα τόσο, βαθιά διαβρωμένα. Μια παρέα αποφοίτων κολλεγίου συχνάζει σ’ ένα «μπαράκι» (ένα diner με καρώ τραπεζομάντηλα, ζωντανή μουσική, ποτά και μπέργκερ).
Όλοι τους ωραίοι, ατσαλάκωτοι, starry-eyed: Το αρχετυπικό γιαπόσκυλο (Judd Nelson), που από εθελοντής υπέρ του τοπικού δημοκρατικού γερουσιαστή μεταμορφώνεται σε αδίστακτο ρεπουμπλικάνο «γιατί πληρώνει καλύτερα». Ο φοιτητής Νομικής (Emilio Estevez) που δουλεύει γκαρσόνι, κάνει αχανή όνειρα και ζει για ένα λαθραίο φιλί μιας ξενέρωτης (και αγκαζέ από σαραντάρη) γιατρίνας (Andie McDowell), το οποίο τελικά κλέβει με την επιμονή του.
Ο αντιδραστικός μονήρης (Andrew McCarthy) με λογοτεχνικές και συγγραφικές ανησυχίες, πάνω που αιωρείται ότι «δεν μπορεί, θά’ ναι gay», αποκαλύπτεται καψούρης με την κοπέλα του φίλου του (του γιαπόσκυλου). Αυτή, δε (Ally Sheedy), επειδή ονειρεύεται να γίνει μια κανονική «κυρία του κυρίου», από τα 20, γι’ αυτό και κάνει τα στραβά μάτια στα ξενοπηδήματά του.
Ο φωτογενικός αλητάμπουρας της παρέας (Rob Lowe) είναι άχρηστος για κάθε «κανονική» δουλειά. Τον νοιάζει μόνο να παίζει σαξόφωνο, να γίνεται λιώμα και να πηδάει ό,τι κινείται, μέχρι που εκδιώκεται κλωτσηδόν από τη γυναίκα του (highschool sweetheart με το μόλις μερικών μηνών μωρό του στην αγκαλιά της). Η χοντρούλα μεν, ματσωμένη δε (Mare Winningham) είναι ερωτοχτυπημένη με τον αλητάμπουρα και θέλει να κάνει την επανάστασή της, γι’ αυτό και τον ανέχεται όταν την κάνει ρεζίλι μπροστά στην οικογένειά της. Καταλύτης όλων, η ανθυποslut της παρέας (Demi Moore), που αφού τους έχει αλαφροπάρει όλους κι έχει ξοδέψει τα μισθά της σε κόκα, κοντεύει ν’ αυτοκτονήσει, με αποτέλεσμα όλη η παρέα να ξεπεράσει ό,τι τη χωρίζει και να «ενωθεί» για να τη σώσει.
Στις 7 και στις 14 Σεπτεμβρίου 1985 το «τραγούδι από την ταινία» βρέθηκε μετά από κατακόρυφη εφόρμηση στην κορυφή των charts του Billboard. Με κάτι εμβατηριακά κήμπορντς για οδηγό, το τραγουδούσε ένας τύπος με επικολυρική χαίτη, κατατομή μπετατζή, σαγώνι Κερκ Ντάγκλας και φωνή όσο τραχιά χρειάζεται για να υπενθυμίσει ότι πατάει και με τα δύο πόδια στην άλλη όχθη, όσο πιο μακριά γίνεται από τους Ρόμπερτ Σμιθ και τους Μορρισέϋ. Τον έλεγαν John Parr κι ενώ είχε γεννηθεί στα βάθη των Midlands το ’52, περιέργως έμοιαζε λες και γεννήθηκε κατευθείαν 40. Αφού είχε οργώσει όλα τα men’s club στην πατρίδα του με σχήματα χωρίς προοπτική, επικεντρώθηκε στο γράψιμο. Και το 1983 η ζαριά απροσδόκητα έκατσε. Υπεύθυνος ένας άλλος Άγγλος, ο tour manager των διαλυμένων τότε Who, John Wolff, που έψαχνε ένα νέο πρόσωπο για να ξαναμπεί ο ίδιος στα πράγματα. Ξεχώρισε το demo του Parr και κατάφερε να φτάσει στα αυτιά ενός μεγάλου ονόματος. Ήταν ο Meat Loaf, που ζητούσε συνθέτες για το επόμενο άλμπουμ του (“Bad Attitude”).
Ο ένας limey κατάλαβε για τον άλλο κάτι πολύτιμο: στη δοκιμαστική κασσέτα υπήρχε φλέβα με καθαρές μελωδίες και μια φωνή που μπορούσε να τις υποστηρίξει. Δύο κομμάτια του μπήκαν στο άλμπουμ τουMeat Loaf και ο Parr στο κύκλωμα των τραγουδοποιών, εκεί που καραδοκούσαν τα A&R γεράκια της μουσικής βιομηχανίας, να αγοράσουν κομμάτια και να τα μεταπωλήσουν στα μεγάλα ονόματα.
Μέσα από κει ήρθε η γνωριμία με τον Καναδό συνθέτη David Foster, τον άνθρωπο που έβαλε το λούστρο στην δεύτερη περίοδο της καρριέρας των Chicago (’82-’87) και άφησε τη σφραγίδα του στα soundtrack ορισμένων από τα πιο εμπορικά φιλμ της δεκαετίας του ’80 (“White Nights”,“Karate Kid II”, “The Secret Of My Success”).
Η δική τους συνεργασία oδήγησε στο “St. Elmo’s Fire (Man In Motion)”.
Η επιτυχία έκανε τον 33χρονο Parr ένα απροσδόκητο είδωλο: Το προσωπικό του άλμπουμ (“John Parr”), γεμάτο δουλεμένο A.O.R. με βρεττανική ραχοκοκκαλιά σχολής Whο και Bad Company είχε κυκλοφορήσει στα τέλη του ’84 και ξανανέβηκε στα αμερικάνικα charts. Έγραψε κομμάτια για τον Roger Dαltrey (“Under A Raging Moon”) και τον Meat Loaf (“Rock N’ Roll Mercenaries”), περιόδευσε με Toto και Tina Turner, παρουσίασε μουσικά βραβεία δίπλα στον Phil Collins, έγινε το πρόσωπο διαφημιστικής καμπάνιας για αθλητικά ρούχα, το single του “Naughty Naughty” ακούστηκε στο Miami Vice και η Gibson Les στα χρώματα της Αμερικάνικης σημαίας έγινε σήμα κατατεθέν του. Το ότι συνέθετε, ερμήνευε και ήταν πρόθυμος για συνεργασίες τον έκανε μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές για τα «τραγούδια από ταινίες» στην καρδιά των ‘80s “American Anthem” (’86), με το “Two Hearts”, «Γρήγορος Σαν Τον Άνεμο» (“Quicksilver”, ’86), με το Running With The Night”, «Ο Άτρωτος» (“The Running Man”, ’87) με το “Restless Heart”, «Ένα Μωρό Για Τρεις» (“Three Men And A Baby”, ’87), με το “The Minute I Saw You”).
Ήταν η εποχή που το σταρ σύστεμ, αφού έπεισε όλους μας ότι θα κρατούσε για πάντα, στο τέλος έπεισε και τον εαυτό του. Και ήρθε η δεκαετία του ’90 και το σακάτεψε. Δεν τελειώνει όμως εδώ η υπόθεση του “St. Elmo’s Fire”. Μπορεί να μοιάζει μια πλαστικοποιημένη στο χρόνο corporate τσίχλα, αλλά υπάρχει και η παρένθεση του τίτλου (Man In Motion).
Και αυτή είναι που λέει την πραγματική ιστορία πίσω απ΄το κομμάτι κι όχι ο Rob Lowe και η Demi Moore.
Parr και Foster είχαν γράψει στα γρήγορα τη μουσική για το κομμάτι, καθώς βιάζονταν να το παραδώσουν στην εταιρία για να μπει στο soundtrack. Όμως o Parr δεν μπορεί να βρει το στίχο. Αναζητώντας έμπνευση, παρακολουθούν τηλεόραση. Το τηλεκοντρόλ σταματά στη ζωντανή μετάδοση ενός δελτίου ειδήσεων.
Eμφανίζεται σε κοντινό πλάνο ένας εύρωστος ξανθός νέος με το όνομα Rick Hansen. «Δύο χρόνια πριν», λέει χαμογελαστός, «είχα πάει για ψάρεμα με τον κολλητό μου λίγο έξω απ’ το Βανκούβερ. Είχαμε περάσει μια υπέροχη μέρα κι αποφασίσαμε να κάνουμε ωτο-στοπ για να γυρίσουμε σπίτι. Μας παίρνει ένα φορτηγάκι. Ο φίλος μου ο Don κάθεται δίπλα στον οδηγό και εγώ πηδάω στην καρότσα. Δεν είχαμε πάει ούτε ένα μίλι πιο κάτω και το φορτηγάκι τρακάρει.
Ο Donβγήκε χωρίς γρατζουνιά. Όμως μια εργαλειοθήκη φεύγει απ΄τη θέση της με τη σύγκρουση, με χτυπάει στην πλάτη και μου σπάει τη σπονδυλική στήλη».
Η κάμερα κάνει zoom-out και δείχνει ότι ο Rick είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι.
Όμως συνεχίζει, με τον ίδιο ενθουσιασμό : «Σπάς το χέρι ή το πόδι σου και βάζεις γύψο για δύο μήνες. Σπάς τη μέση σου και περνάς την υπόλοιπη ζωή σου σε αναπηρική καρέκλα. Δεν είναι δίκαιο. Θα πάρω αυτή την καρέκλα και θα γυρίσω ολόκληρο τον κόσμο να μαζέψω χρήματα για να κάνω τον κόσμο να προσέξει ανθρώπους σαν και μένα. Ίσως κάποτε να μπορέσουμε να διορθώσουμε τα πράγματα». Η κάμερα παρακολουθεί τον Rick να τελειώνει την ανακοίνωσή του και να ξεκινά να τσουλάει με τα χέρια του τις ρόδες της αναπηρικής καρέκλας, ακολουθούμενος από ένα βανάκι με τον φίλο του Don στο τιμόνι. Στα πλαϊνά του βαν γράφει “Man In Motion World Tour”.
Ήταν 21 Μαρτίου 1985. «Εκείνη τη στιγμή ακριβώς τη στιγμή κατάλαβα ότι είχα υποχρέωση να γράψω κάτι γι΄αυτόν τον εκπληκτικό άνθρωπο. Για τον RickHansenκαι το μεγάλο του όνειρο», θα πει αργότερα ο Parr.
Οι στίχοι του τραγουδιού μπορεί να προορίζονταν για ένα φιλμ γεμάτο αστραφτερά χαμόγελα και αντιδραστικά μηνύματα αλλά ήταν τραγουδισμένοι από την καρδιά, για έναν πραγματικό μαχητή.
Δύο χρόνια, δύο μήνες και 2 μέρες αργότερα, στις 22 Μαίου του 1987, ο Rick Hansen επέστρεφε στο Βανκούβερ. Τον περίμενε περίπου ένα εκατομμύριο κόσμος στους δρόμους, με μπάντες που παιάνιζαν, δημοσιογράφους έτοιμους να του αποσπάσουν μια δήλωση κι επισήμους να περιμένουν να τον χαιρετίσουν. Γιατί ο μαραθώνιός του, είχε κάνει παγκόσμια αίσθηση.
Ταξιδεύοντας μέχρι και 70 μίλια την ημέρα, είχε διανύσει πάνω από 40.000 μίλια περνώντας μέσα από 34 χώρες και τέσσερις ηπείρους και είχε συγκεντρώσει από δωρεές συνολικά 26 εκατομμύρια δολλάρια. Όλη αυτή τη διετία, το τραγούδι των Parr/Foster έγινε ταυτόσημο με τον μαραθώνιο διεθνούς αφύπνισης του Hansen. Ο Parr το έπαιξε ζωντανά αναρίθμητες φορές προς τιμήν του, με κορυφαία εκείνη την ημέρα της θριαμβευτικής επιστροφής του στο Βανκούβερ, με χιλιάδες ανθρώπους απ΄όλες τις ηλικές να τραγουδούν τους στίχους και τον συγκινημένο Hansen να χαιρετά τον κόσμο. Το 1988 συστήθηκε το “Ίδρυμα Rick Hansen”, με τη σοδειά του «ανθρώπου σε κίνηση». Σήμερα είναι το κορυφαίο ερευνητικό κέντρο στον κόσμο για τραυματισμούς στη σπονδυλική στήλη και εξακολουθεί να βοηθά εκατομμύρια ανθρώπων με κινητικά προβλήματα, με CEO τον παραολυμπιονίκη και εθνικό ήρωα στον Καναδά, Rick Hansen.
Aπ΄ την εποχή που έμεινε στην ιστορία για τη λατρεία στη ρηχότητα, μια παρένθεση (“Man In Motion”) στον τίτλο ενός ανώδυνου hit single έφτασε να περισώσει την έμπνευση για κάτι υψηλώτερο.