Joan Jett: Up Your Alley (Σόλωνος και Μασσαλίας)
Monday

29Oct

Joan Jett: Up Your Alley (Σόλωνος και Μασσαλίας)

Δημοσιεύθηκε από:

29/10/2018

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

4170
Τετάρτη, 2 Νοεμβρίου 1988, ώρα πεντέμιση, με τη φθινοπωρινή λιακάδα να θαμπώνει λεπτό το λεπτό. Η δεκαεξάρα οθόνη, η μία από τις τρεις, αυτή που κοιτάζει προς την τζαμόπορτα του «Σόλωνος και Μασσαλίας», έχει μόλις ολοκληρώσει τη βασανιστική μετάδοση του απογευματινού ματς της Εθνικής στο Βουκουρέστι.
Τρίμπαλο από τη Ρουμανία – σιγά μην προκριθούμε στο Μουντιάλ - και απελπιστική εμφάνιση. Απ’ αυτές τις αναπόφευκτες, τις ανυπόφορες, τις συνηθισμένες, τις εκτός έδρας ήττες που κανείς Ιάκωβος Χατζηαθανασίου, Γιώργος Κούτουλας και Κώστας Κολομητρούσης δεν μπορεί να αποτρέψει.
Το γεγονός ότι ο σ’ όλη τη μετάδοση ο ήχος παρέμεινε χαμηλωμένος προς το κλειστός δεν απαλύνει την αποστροφή μου. Απ’ τα ηχεία, τα συντονισμένα με τις άλλες δύο οθόνες, αυτές με μέτωπο στο εσωτερικό του καφέ, του γεμάτου κατειλημμένες καρέκλες με πορτοκαλί σκληρό πλαστικό στην πλάτη και νικελένια λιγνά ποδαράκια, ακούγονται, μέσα στη βαβούρα που κάνουμε οι – κατά συντριπτική πλειοψηφία- νομικάριοι πρωτοετείς, οι απερίγραπτες φλωργιές του MTV: κάτι “Waiting For A Star To Fall”, κάτι Pet Shop Boys, Taylor Dayne και Jason Donovan. Ελάχιστο απέχω από το να παρατήσω ημιτελές το φραπόγαλο και ν’ ανηφορίσω αλαλάζοντας τη Μασσαλίας μπας και δραπετεύσω απ’ την τραγελαφική συγκυρία να σε κερδάει 3-0 ο Γκιόργκι ο Χάτζι τη συνδρομή της Kylie Minogue.
Ο Βαγγέλης ο Γκούφη με τον οποίο υποφέραμε σιωπηλά την τριάρα, με σκουντάει. «Τιγκανά, πρέπει να προλάβω το 224 για Καισαριανή». Μετέωρος για το αν θα κατέβω στα απογευματινά μαθήματα επιλογής – πάσα αφορμή δεκτή για να μην αποσυντεθώ από επιστημονικογενή πλήξη σε καμιά αίθουσα Πολίτου ή Χατζιδάκη, παρακολουθώντας καμιά Κοινωνιολογία του Δικαίου - ένα δυνατό beat, μπάσο και ντραμς, μου αποσπά την προσοχή, η οποία προς στιγμήν είναι καρφωμένη απέναντι στο χαμόγελο μιας Κέλλυ Μακ Γκίλλις που έχω σιγουρέψει ότι ανήκει κι αυτή στο κλιμάκιό μου, Λ-Ω. Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω στην οθόνη μια γνώριμη μελαχρινή με το μαλλί ανατιναγμένο να μου κλείνει το μάτι. Ο Βαγγέλης πάνω στο εξόδιο νεύμα, σηκώνει τα ρέϋμπαν να δει καλύτερα και χαμογελάει στραβά: «Joan Jett; Καλά που τη θυμηθήκανε αυτή; Ζει ακόμα;»



Μετά την απροσδόκητα μεγάλη επιτυχία του δίσκου “I Love Rock N’ Roll” (US#2, 20/3/82), στην οποία ρυμουλκήθηκε από την παραχρήμα κλασσική διασκευή της στο κομμάτι των Arrows, η Joan Jett με τους πιστούς της Blackhearts διατηρήθηκαν για έναν περίπου χρόνο ψηλά στα τσαρτς με το “Album” (US#20, Αύγουστος ’83), που έγινε κι αυτό χρυσό. Έκτοτε, η επιτυχία έμοιαζε να τους έχει κλείσει την πόρτα κατάμουτρα.
Όμως η Joan Marie Larkin, δεν ήταν κανένα κοριτσάκι που θα κώλωνε σε τέτοιες κλειστές στροφές. Γεννημένη το Σεπτέμβριο του ’58 στη Philadelphia, η μικρώτερη μιας οικογένειας με τρία παιδιά, τέλειωσε το Γυμνάσιο στο Maryland και από κει βρέθηκε προέφηβη στο χωνευτήρι του L.A., καθώς η δουλειά του ασφαλιστή πατέρα της προσέδιδε προσωρινότητα τόσο στη διαμονή, όσο και στους δεσμούς με τα πρόσωπα που την περιέβαλαν. Στα 14 παράτησε τα μαθήματα κιθάρας «γιατί ο δάσκαλος την έβαζε να μαθαίνει φολκ κομματάκια της κακιάς ώρας». Στα 15 αποφάσισε να απαλλαγεί οριστικά κι από το επώνυμό της, για να σβήσει τη μνήμη ενός πατέρα που στο μεταξύ έχει προλάβει να εγκαταλείψει την οικογένεια και να κρατήσει για πάντα το επώνυμο της μητέρας της, Jett. Στα 17 της είχε ήδη φτιάξει τις Runaways και από το ’76 και μετά δε σταμάτησε να περιοδεύει, άσχετα αν αυτό βοηθούσε τις πωλήσεις των δίσκων της ή όχι. Τον Νοέμβριο του ’84, το "Glorious Results Of A Misspent Youth” έφθασε μετά βίας στο Νο 67, ενώ 23 μήνες αργότερα το “Goοd Music” δεν μπήκε ούτε στα 100 πρώτα (US#105, 25/10/86).

Κάποιο φως αρχίζει να φαίνεται μόνο την επόμενη χρονιά: Συμπρωταγωνιστεί με τον Michael J. Fox στo “Light Of Day”, μια απόπειρα του Paul Schrader, σεναριογράφου του «Ταξιτζή», στο καθωσπρέπει αστικό δράμα. Δύο αδέρφια αδέλφια μιας μικροαστικής αμερικάνικης οικογένειας του Cleveland, που σαν αντίδοτο στη στενότητα έχουν βρει διέξοδο στη μουσική. Η Joan γράφει άκαμπτη και μπλαζέ στο φακό, αλλά αυτό ζητάει κι ο ρόλος. Είναι η Patti, μια ανύπαντρη μητέρα, με συγκρουσιακή σχέση με τη δική της μητέρα -μια Gina Rowlands που με κλειστά μάτια πείθει ως ψυχαναγκαστικά θρησκόληπτη mater familias. H Patti πασχίζει να μεγαλώσει τον 5χρονο γιο της με το τίποτα, πότε – πότε αναγκάζεται να βουτάει τα χρειαζούμενα απ’ το ράφι του σουπερμάρκετ, ενώ έχει κρεμασμένη την ελπίδα και τα όνειρά της από τη μπάντα της, τους Barbusters, στην οποία παίζει κι ο αδελφός της Joe – ο M.J. Fox. Το ομώνυμο κομμάτι της ταινίας, γραμμένο ειδικά από τον Bruce Springsteen, την επαναφέρει στα τσαρτς (US#33, 4/4/87). Μια δυνατή δισκογραφική επιστροφή μοιάζει για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια εφικτή.


H Joan είχε καθιερωθεί με απλά, άμεσα κομμάτια σαν το “Bad Reputation” ή το “Cherry Bomb”, ξέχειλα από εφηβικό τσαγανό, ανάμικτα με θυμό, πείσμα ή και ρομαντισμό, γραμμένα κατά κανόνα αυτοαναφορικά, διπλωμένα σε μια ακατέργαστη garage punk χροιά που κρατούσε τον ακροατή συνδεδεμένο με εποχές μουσικής αθωότητας. Οι δισκογραφικές συνταγές του ’88 απέχουν όμως πολύ από κάτι τέτοιο και η Joan το γνωρίζει καλά. Με τρία κομμάτια από τον guru του pop metal, Desmond Child κι ένα από την Diane Warren, το Up Your Alley κυκλοφορεί στις 23 Μαΐου 1988 σε παραγωγή του ίδιου του Desmond Child και του μόνιμου παραγωγού και svengali της, Kenny Laguna. Bοά το πράμα ότι αποτελεί ένα προσεκτικά σχεδιασμένο ενδοεταιρικό στοίχημα για την CBS.
Είναι το 6ο άλμπουμ της μετά το τέλος των Runaways, ωστόσο, μοιάζει ακόμη ικανή να εξορύσσει μουσικές ιδέες από το εργοτάξιο των τριών ακκόρντων στο οποίο παραμένει ταγμένη, επιχειρώντας να γεμίσει το κενό που έχει προκληθεί από την στροφή των Pretenders προς πιο ραδιοφωνικές φόρμες και την ουσιαστική απραξία των Rolling Stones. Αυτή τη φορά το κατάμαυρο μαλλί της έχει ενισχυθεί με γενναίες δόσεις Aquanet και τα μαύρα δερμάτινα είναι μια ιδέα πιο glam, αλλά το αγριεμένο, τοξοειδές φρύδι και το δυσανασχετούν χείλι είναι εκεί, αμετανόητα.
H προτίμηση της Joan στα τραγούδια που έχουν στο επίκεντρο αντιήρωες παραμένει σταθερή, δίνοντας στα album tracks την απαραίτητη αιχμή: η κλέφτρα από ανάγκη Tulane, ο πρόωρα φευγάτος James Dean και η εμμονή του με την ταχύτητα (Ridinwith James Dean), o άπιστος σύντροφος (Little Liar). Για την Joan οι εμμονές είναι ευνόητες (Just Like In The Movies”, “I Still Dream About You) και οι επαναστάτες έχουν πάντα μια αιτία, κι ας είναι το ροκ ν’ ρολ και μόνο. Οι διασκευές της είναι για τη δισκογραφία της ήδη μια παράδοση. Αυτή τη φορά διαλέγει έναν Chuck Berry της σειράς (“Tulane”) κι έναν πασίγνωστο Iggy Pop εποχής Stooges (“I Wanna Be Your Dog”) που κι οι δυό της ταιριάζουν γάντι. Στο πρώτο αναπαλαιώνει με πανκ πρόθεση, στο δεύτερο προσθέτει όγκο και βαρύτητα, ρίχνοντας μια ιδέα την ταχύτητα, μεταμορφώνοντάς το σε ευπρόσδεκτη θάλασσα βαβούρας. Το αναγνωρίσιμο “aow!” της Joan περιχέει street smart υπαινιγμούς σε κάθε κομμάτι. With the music loud - Your life gets better somehow” λέει στο “Play That Song Again”, το τελευταίο κομμάτι του δίσκου.
 
Ο ήχος των Blackhearts διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τα λιτό αλλά νευρώδη ακκόρντα του Ricky Byrd, τον μοναδικό συνεργάτη της Joan από την εποχή του “I Love Rock N’ Roll”, ο οποίος προτιμά το τραχύ groove από τα βεβιασμένα σόλο. Στο μπάσο είναι πλέον ο έμπειρος Kasim Sulton που μαζί με τον Tommy Price στα τύμπανα έχουν συστήσει μια ρυθμική βάση που –άψογα ηχογραφημένη - συνέχει το υλικό με δύναμη και κίνηση. Το διάσημο κουαρτέτο των Uptown Horns (τενόρο και βαρύτονο σαξόφωνο, τρομπόνι, τρομπέτα) προσθέτει τη δέουσα φυσικότητα σε επιλεγμένα σημεία, ενώ ο μέγας Mick Taylor έρχεται να ρίξει ένα μικρό αλλά με αμίμητο βραχνό τόνο σόλο στο κομμάτι που είναι ο άσσος του άλμπουμ.


Είναι το “I Hate Myself For Loving You”. Με οδηγό το πανίσχυρο beat των Sulton και Price και αξιοποιώντας τις ανάσες ανάμεσα από τα κοφτά ριφ, ο Desmond Child έχει φιλοτεχνήσει έναν ακόμη μικρό ύμνο. Για την ακρίβεια, έναν αντιφατικό διθύραμβο στην ερωτική εμμονή, με μια στιχουργική ένεση αμφισημίας από την ίδια της Joan. Σε τρεις στροφές κι ένα ακαριαία εθιστικό ρεφραίν, τυπολογείται ένα unisex σύνδρομο ερωτικής ζηλοτυπίας: έλξη, άπωση, σπάσιμο, αδιαφορία, μίσος, υποτροπή, αδιέξοδο.
“Where are you? - You said you'd meet me, now it's quarter to two
I know I'm hangin' but I'm still wantin' you”
“I turn my back and you're messin' around - I'm not really jealous - don't like lookin' like a clown”
“I wanna see your face and say forget it just from spite”
“Can't break free from the things that you do - I wanna walk but I run back to you”


Το single, έχοντας κυκλοφορήσει ήδη από τον πρώτο μήνα του καλοκαιριού, αντιμετωπίζει έντονο συναγωνισμό στην προσπάθειά του να ανέβει στα ψηλά διαμερίσματα των τσαρτ. Όμως, το Σάββατο, 1η Οκτωβρίου 1988, τη βραδιά που η Joan εμφανίζεται live στην Αθήνα, σ’ ένα κατάμεστο Καλλιμάρμαρο με Jerry Lee Lewis, Bonnie Tyler, RUN DMC και Black Uhuru στην «Μαραθώνια Συναυλία κατά του  AIDS», το “I Hate Myself For Loving You” μπαίνει στο τοπ-10 του Billboard (US#8). Θα γίνει το τρίτο single της καρριέρας της που θα μπει στο τοπ-10 – το πρώτο μετά τη διασκευή της στο “Crimson And Clover” το ’82. Θα της χαρίσει μια υποψηφιότητα για Grammy στην κατηγορία «Καλύτερη Ροκ Ερμηνεία από Ντουέτο ή Γκρουπ» στα 31α Βραβεία Grammy.
Στις 21 Ιανουαρίου του ’89 το δεύτερο single, “Little Liar”, σπάει το φράγμα του top – 20 (US#19). Μόλις η Joan διαπιστώνει πόσο άνευρο και συμβατικό δείχνει το βίντεο κλιπ που την έπεισε η εταιρία να γυρίσει - με την ίδια σε διπλό ρόλο, με άσπρα πάνω στη σκηνή, με μαύρα να συνοδεύεται από έναν άχαρο βλάκα με ανταυγειάτη χαίτη – φρικάρει Τους υποχρεώνει να το αποσύρουν και να γυρίσουν ένα «κανονικό», με την ίδια και την μπάντα πάνω στη σκηνή, να τους παρουσιάζει να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα. Η περιοδεία για το “Up your Alley”, μετά από μερικές βραδιές για ζέσταμα την Άνοιξη του ’88, είχε ξεκινήσει επίσημα στις 4 Ιουλίου. Μέτρησε συνολικά 71 εμφανίσεις, 64 στην Αμερική, 3 στον Καναδά, μία στο Πουέρτο Ρίκο, μία στη Βρετανία, μία στη Γαλλία και μία Καλλιμάρμαρο και ολοκληρώθηκε στις 14 Οκτωβρίου του ’89.

Η πορεία του “I Hate Myself For Loving You” στο χρονολόγιo της φοιτητικής ζωής των πρωτοετών του ‘88 δε σταμάτησε εκεί. Εξακολούθησε να παίζεται συχνά – πυκνά απ’ το MTV για ολόκληρη την επόμενη χρονιά και να χορεύεται ομοθυμαδόν -κατά κανόνα καπάκι με το αναστημένο "I Love Rock N' Roll" – σχεδόν σε όλα τα ανοιχτά κι όλα τα ιδιωτικά πάρτυ που διεξήχθησαν εν μέσω ωκεανών Σναπς, δεκάδων καρρέ περμανάντ και λαχουράτων υποκαμίσων, από τα άνω Πατήσια μέχρι και τις καθέτους της Πλατείας Μαβίλη. Όσο για το όουβερωλ αποτύπωμα της Joan Jett στο κλείσιμο της δεκαετίας, το “Rolling Stone”, τα συνόψισε όμορφα κι ωραία:
«Ίσως αν η Joan Jett δεν έμοιαζε και φερόταν σαν κορίτσι απ’ το εξώφυλλο περιοδικού σαν το Outlaw Biker, κομμάτια που δε μασάνε τα λόγια τους όπως το Little Liarή το Back It Upνα αναγνωρίζονταν περισσότερο, αυτά για την αυθεντικότητά τους κι εκείνη για την αξιοπιστία της. Γιατί η Jett είναι μια από τις μετρημένες στα δάχτυλα γυναίκες μουσικούς του σύγχρονου ροκ που ακούγεται και δείχνει την ίδια στιγμή σοβαρή όσο και φτηνή, σκληρή όσο και τρυφερή. Σ’ αυτή τη δεκαετία, είναι μαζί με τις Chrissie Hynde, Joan Armatrading και Annie Lennox ίσως οι μόνες γυναίκες που κατεδάφισαν τα ροκ στερεότυπα με τόσο ιδιότυπο, όσο και αποτελεσματικό, τρόπο. Το βέβαιο είναι ότι καμιά πλην της Joan δεν το έκανε παίζοντας με την ένταση στο τέρμα».
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου


// Old Time Rock

// Live Favorites