Jethro Tull: Κατεργάρης Ατσαλοπίθηκος κραδαίνει βαρύ, μεταλλικό όργανο
22 Φεβρουαρίου 1989, Shrine Auditorium του Los Angeles. H τελετή απονομής των Βραβείων Grammy σε πλήρη εξέλιξη.
Για πρώτη φορά η Εθνική Ακαδημία των Ηχογραφημένων Τεχνών και Επιστημών, συντασσόμενη με τις επιταγές των καιρών, έχει θεσμοθετήσει βραβείο για την μουσική κατηγορία “Best Hard Rock/Metal Performance (Vocal or Instrumental)”.
Οι Metallica, που πέντε περίπου μήνες πριν έχουν κυκλοφορήσει το “…And Justice For All” είναι το μεγάλo φαβορί, μαζί με τους αγαπημένους των κριτικών Jane’s Addiction, τον …Iggy Pop –αμφότεροι, ουδεμία σχέση με το hard rock ή το metal- τους AC/DC και, ως ξεκάρφωμα, ένα γκρουπ γερόλυκων, οι βρετανοί Jethro Tull, μια από τις πλέον μη φωτογενείς ροκ μπάντες όλων των εποχών: ο γεννημένος τον Αύγουστο του ‘47 μπροστάρης και ιθύνων νους/τραγουδιστής/φλαουτίστας Ian Anderson έμοιαζε με μεσόκοπο τροβαδούρο της βικτωριανής εποχής ακόμη κι όταν ήταν εικοσιτεσσάρων, με τα ιδιότροπα εκτός μόδας ρούχα, την ασυμμάζευτη «αδελφός καντηλανάφτη του Αββαείου του Γουεστμίνστερ» γενειάδα και την επί σκηνής παρουσία του, στεκάμενος στο ένα πόδι να παίζει φλάουτο σα να εξαρτάται η ζωή του απ΄την κάθε νότα, δίπλα στον αντίστοιχης κοψιάς -μεσόκοπος επιστάτης γυμνασίου του Hull με επιβλητική γεροντοκαράφλα- κιθαρίστα Martin Barre.
Alice Cooper και Lita Ford, αμφότεροι με την πιο παραφουσκωμένη κώμη της καρριέρας τους, έχουν ανέβει στο πόντιουμ. Μετά από ένα κρύο αστειάκι –ο Alice πάει να βγάλει από την τσέπη του δερμάτινου τζάκετ τον φάκελλο και πιάνει ένα ελαστικό φιδάκι που δείχνει να σπαρταράει- ο φάκελλος ανοίγει.
«And The Winner Is Jethro Tull !», ανακοινώνουν κάπως βιαστικά οι δύο σταρ. «Επειδή δεν είναι εδώ, θα το παραλάβω εγώ για λογαριασμό τους», λέει ο Alice Cooper, κι αποχωρούν στα γρήγορα. Πέφτουν διαφημίσεις, για να μην ακουστούν στο τηλεοπτικό κοινό οι αποδοκιμασίες που ξεσπούν από διάφορα σημεία του κοινού της αίθουσας.



Κανείς από τους Jethro Tull πράγματι δεν είναι παρών στην αίθουσα. Ούτε καν όμως κάποιος από την ομάδα του μάνατζμεντ, όπως συνηθίζεται όταν ο τιμώμενος ως υποψήφιος για Grammy καλλιτέχνης αδυνατεί να παραστεί.
«Προταθήκατε, αλλά δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να κερδίσετε, μας είπαν ακόμη και οι ίδιοι οι άνθρωποι της Chrysalis, της δισκογραφικής».
Τί συνέβη λοιπόν; Και ποιo ήταν, τέλος πάντων, αυτό το μουσικό υλικό με το οποίο το αρχετυπικό ρετρό –αν όχι εν έτει 1989 απαρχαιωμένο- συγκρότημα έφτασε να αρπάξει ολόκληρο Grammy από το συγκρότημα που όλοι αρέσκονταν να αντιμετωπίζουν ως το συνώνυμο του metal;
«Σκληρή δουλειά και αφοσίωση», εξηγεί 15 χρόνια αργότερα ο αρχηγός Ian Anderson. «Πιθανότατα μας έδωσαν το Grammy γιατί η πλειοψηφία από τα μέλη της Ακαδημίας ήταν πιο κοντά στην ηλικία μας και σκέφτηκαν, χμ, να ένα συμπαθητικό τσούρμο από τύπους που τόσα χρόνια δεν έχουν κερδίσει ποτέ κανένα βραβείο».
Και ο δίσκος;
Το «Οικόσημο Κάποιου Κατεργάρη», 16ο άλμπουμ για τους Jethro Tull είχε κυκλοφορήσει στις 11 Σεπτεμβρίου του 1987 και εν μέσω πακτωλού αστραφτερών κυκλοφοριών από τις ευλόγως κατηγοριοποιούμενες ως “hard rock” κυκλοφορίες της εποχής, είχε στην αρχή περάσει στα ψιλά (UK#19, 26/9/87). Όταν όμως στις 9 Οκτωβρίου το MTV Europe άρχισε να παίζει το βίντεο του πρώτου single, το sequencer της αρχής, η ραφιναρισμένη, τόσο πιασάρικη κιθάρα και οι απλοποιημένες υπογραμμίσεις του ρεφραίν έκαναν το mainstream να σηκώσει μεν το φρύδι, να ψάχνει να βρει τί πετυχημένο του θυμίζει και τελικά να ενδώσει στην εθιστικότητά του.
«Το μαντεύεις τ΄όνομά μου; Τί δουλειά κάνω, μήπως;
Θα σε πιάσω, θες δε θες
Δίκιο θα’χεις, μαντεψιές σου δίνω τρεις
Καθώς στο γόνατό σου σκαρφαλώνω
Κάποιοι κάνουν νταραβέρι, άλλοι σκέφτονται και μόνο
Κι άλλοι τρέχουν μακριά, πριν το μάτι ανοιγοκλείσεις
Κάποιοι ελπίζουν, άλλοι υποτιμούν
Από κει ψηλά, τρακόσια πόδια από το έδαφος ψηλά
Για σκέψου, τί ‘μαι τελικά; – Ένας Ατσαλο …Πίθηκος
 
Το “Steel Monkey” μπορεί στο μέσο αυτί του ’87, με την money for nothing and chicks for free μενταλιτέ να τυποποιήθηκε γρήγορα σαν έναν ακόμη αστειάκι, όμως αν ακούσεις καλά, είναι μια σαρδόνια μεταφορά του Ian Anderson για την τρέχουσα μουσική εκποίηση. Θες – δε θες, από μένα τον πρόγονό σου, δε θα ξεφύγεις. Γιατί ντύνομαι άμα χρειαστεί και στ΄ατσάλι, μεταμορφώνομαι, επιβιώνω και προχωρώ. Το βίντεο κλιπ κάνει κάτι παραπάνω από εμφανή την παρωδία στους ZZ Top, με τη χορογραφία των τριών Tull με πανομοιότυπες καπαρντίνες και καπέλα να ροκάρουν με επιδειξιομανία, αντανακλώμενοι στις τζαμαρίες από γειτονικούς ουρανοξύστες. Ένα that’s the way you do it με το γουρλωμένο μάτι του Anderson να το διασκεδάζει, περισσότερο μ’ αυτούς που παραπλανηθούν και θα το πάρουν σοβαρά.
 


Ενώνοντας τον κλασσικό τους ήχο, αυτόν με το ξέφρενο φλάουτο, την ακουστική εισαγωγή και την ένρινη εκφορά – απαγγελία με τις μεταλλίζουζες, κρυστάλλινα ηχογραφημένες κιθάρες του Martin Barre, στο “Jump Start” αποδίδουν άλλο ένα κομμάτι που τρυπώνει ύπουλα στο μυαλό και τελικά παρασύρει.
Και σ΄αυτό το βίντεο κλιπ ο 40χρονος Ian Anderson δείχνει το παρανοημένο παπουδοειδές που ψοφάει να φλαουτίσει στεκάμενο στο’να πόδι. Κι εδώ ο Barre είναι ντυμενος σαν μαιτρ εστιατορίου από ξενοδοχεική μονάδα της αλυσίδας Hyatt που μόλις παραιτήθηκε από τη γαμωδουλειά και μπήκε στο πρώτο μπαρ να τα χώσει με την κιθάρα του (γιατί αυτό γουστάρει να κάνει και τέρμα). Κι εδώ παρεισφρύει το σαρδόνιο Αντερσόνειο χιούμορ. Καθώς όταν το κομμάτι ανεβάζει ταχύτητες, σκάει μύτη κι ανεβαίνει πάνω στο σκηνή μια διμοιρία από πανομοιότυπους γενειοφόρους με καπέλα και κιθάρες για ν΄ αναπαραστήσει μια air guitar χορογραφία που το MTVίβιο ροκ μνημονικό έχει πρόσφατα ξαναδεί στο “Who Made Who" των AC/DC. Η δύναμη του ριφ πολλαπλασιάζει το υπερεγώ του θεατή/ακροατή. Σε τέτοιο βαθμό που να θέλει να δει και τον εαυτό του να χτυπιέται δίπλα στην μπάντα.
Πέρα από τα δύο αυτά γυμνάσια στον μοντερνισμό, στο «Οικόσημο του Κατεργάρη», με τα πέντε ακόμη τραγούδια που περιλαμβάνονται στο βινύλιο (συν δύο στο cd), μπορεί κανείς να διακρίνει ενδιαφέρουσες μουσικές και στιχουργικές περικοκλάδες.
Στο “Farm On The Freeway” ξεκινούν φολκ, για νά’ρθει να κτιστεί πάνω στον καημό του αγρότη που του πήρε το κτήμα η απαλλοτρίωση ένα στιβαρό ριφ. Η εκφορά του πριν έναν χρόνο περίπου χειρουργημένου στις φωνητικές χορδές Ian Anderson ακούγεται αφοπλιστικά πειστική όταν λέει στο ρεφραίν «Λένε πως αποζημίωση μου δώσαν – Μα ‘γω δεν κυνηγάω τέτοιο πράγμα – Υπηρξα και πλούσιος, πιο παλιά».
Το “She Said She Was A Dancer”, άλλο ένα μικρό κομψοτέχνημα. Ο Barre ντύνεται Mark Knopfler με τις ντελικάτες φράσεις της κιθάρας και ο Anderson –που ανταλλάσσει τις φράσεις με το αμίμητο φλάουτο- μας περιγράφει με την καθαρή μνήμη και την ανακλητική ευχέρεια του μεσήλικα το συναπάντημα με μια γοητευτική «καλλιτέχνιδα» εξ ανατολικού μπλοκ (από το σημειωματάριο των περιοδειών της μπάντας πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα), η οποία «κρατώντας το λεξικό με φράσεις με το χέρι της το απαλό σα μετάξι, μιλούσε μ’ αινίγματα ενώ η βότκα είχε στήσει αυτί».
Τα παλιακά αλλά με εκμοντερνισμένη, digital παραγωγή και ενδιαφέρουσα κιθάρα- "Dogs in the Midwinter" και "The Waking Edge" μπήκαν στη δεύτερη πλευρά των singles και προστέθηκαν στην έκδοση του cd. Καλύτερο κι απ’ τα δύο στιχουργικά το  Mountain Men, για τους αυτούς που κατατάσσονται στρατιώτες, παράδοση διαχρονική στη γηραιά αλβιόνα, από το Ελ Αλαμεϊν ως τα Φώκλαντς και τις γυναίκες που τους περιμένουν πίσω στα ορεινά («όπου οι αληθινοί βουνήσιοι είναι βασιλιάδες και ο ήχος του αυλού μετρά για τα πάντα»).
Το εξήμισυ λεπτών Raising Steamκλείνει τη δεύτερη πλευρά με μια ακόμη παραστατική υπογραφή του ήχου των Tull (παρ’ ότι ο ξερός ήχος του προγραμματισμένου drum machine που αντικαθιστά τον Doane Perry είναι όπως και το “Steel Monkey” εμφανής. Ο τροβαδούρος –δια στόματος Anderson, φανερά αυτοβιογραφικός- βάζει την ατμομηχανή να δουλεύει στο φουλ, αρπάζει το τιμόνι και αφήνει πίσω του ραγισμένες καρδιές, διαψευμένα όνειρα και αμφιβολίες για το ποιος και τί έφταιξε μέχρις εδώ, την ώρα που οι κιθάρες του Barre τέρπουν ZZΤop-ίζοντας εσκεμμένα.
Η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν τα τραγούδια φτιάχτηκαν αυτή τη φορά στο home studio του Anderson, είναι ένα δίσκος που ηχεί επίκαιρος για το 1987, χάρις τον Martin Barre. Ένας από τους πιο υποτιμημένους κιθαρίστες της δεκαετίας του ’70 κυρίως λόγω image, ο άνθρωπος που έχει χαράξει το δικό του κεφάλαιο στην ιστορία της εξάχορδης με ριφ όπως των “Aqualung” και “Locomotive Breath”, επιδεικνύει αξιοπρόσεκτη ποικιλία στο παίξιμο σε ολόκληρο το δίσκο. Άλλού σολάρει ακατάπαυστα, αλλού είναι ευαίσθητος και ατμοσφαιρικός, συνήθως, δε, ακούγεται στακάτος και σύγχρονος, χωρίς να επισκιάζει, αντίθετα να κοπλιμεντάρει το φλάουτο του αρχηγού του. Ο οποίος, ανοιχτόμυαλος και εκλεκτικός, απολαμβάνει την συνύπαρξη με τον κιθαρίστα του.
«Από πλευράς ύφους, ο δίσκος πιθανότατα αντιπροσωπεύει το είδος της μουσικής που νιώθω πιο ευχάριστα να παίζω, η οποία υποστηρίζεται από ένα blues θεμέλιο. Όχι υπό την παραδοσιακή, ή ακαδημαϊκή έννοια, αλλά από εκείνην του λευκού μουσικού τρίτης – τέταρτης γενιάς, όπως δηλαδή εμείς και άλλοι σαν κι εμάς παίζοαμε τα blues το ’69, το ’70 ή όποτε».

Το πραγματικό έπος όμως του “Crest Of A Knave” είναι το υπερδεκάλεπτο Budapest, που ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του βινυλίου. Μια έξοχη, συμφωνική ενορχήστρωση πάνω σε μια ακόμη κινηματογραφική νότα από σημειωματάριο περιοδειών.
Μέσα απ΄τα μάτια του πρώτου ροκ σταρ που πατεντάρησε το ιερό δίπολο πολύ μεγάλος για ροκ-εν-ρολ, πολύ νέος (κι απρόθυμος) για θάνατο, σαν από όνειρο, σαν από hangover, εκτυλίσσεται στη Βουδαπέστη μια ποιητική ακολουθία εικόνων που σχολιάζουν το πέρασμα του χρόνου, την επαναληπτικότητα, την σχεση του μουσική με την τέχνη του, το πολιτισμικό κενό περφόρμερ και ακροατηρίου, τη σαρκική επιθυμία, την μονοδρομική ανάγκη για συνέχεια, για να τραβήξεις μπροστά.



«Την αγγλική γλώσσα δε μιλούσε και πολύ
(Δεν μιλούσε και πολύ, έτσι κι αλλιώς)
Δεν έκανε έρωτα, έκανε όμως καλά σάντουϊτς
Και μας έβαλε γλυκό κρασί πριν ανεβούμε στη σκηνή
Σαν παράξενο, εξώκοσμο όραμα
Φορώντας μόνο τη-σερτ, παντελόνι και το δέρμα της
Ναι, τα πόδια της ατέλειωτα
Σα να παρακολουθείς την αιωνιότητα
Όμως η καρδιά της προς τις χώρες της δύσης όλο και γύριζε
Γι’ αυτό και δεν την ένοιαζε που βρισκόταν
Τη νύχτα εκείνη στη Βουδαπέστη»
Όσο κι αν στο μουσικό περιοδικό “Sounds”, στο τεύχος της 5ης Σεπτεμβρίου 1987οι βρετανοί κριτικοί θα  επιτεθούν ανελέητα στο νέο άλμπουμ των Tull, γράφοντας στην κριτική παρουσίαση: «Ενεργώντας ξεδιάντροπα, ο Ian Anderson μελέτησε την τρέχουσα τάση ανανέωσης του heavy metal και την προσάρμοσε για να ταιριάξει στα δικά του μέσα. Το αποτέλεσμα μπορεί να ακούγεται εντυπωσιακό, όμως στην προσπάθειά του να παραμείνει «της μόδας», ο κάποτε μαλλιαρός γκουρού του progressive rock έπεσε θύμα όχι μόνον των πιο εμπνευσμένων πτυχών της μοντέρνης ποπ, αλλά και των πιο σφαλερών της κακών: η μυρωδιά της τάξεως του Μark Knopfler διαποτίζει το δίσκο όπως ένα σύννεφο από θειάφι που καθίζει πάνω σε μια έκταση καταφυτη από πυκνά κωνωφόρα».
Είναι προφανές ότι ο έντεχνος καγχασμός του Ian Anderson για την ομογενοποίηση της μουσικής βιομηχανίας –απέναντι στην οποία άμα λάχει, μπορεί να διακριθεί κι ένας …Ατσαλοπίθηκος- θα απαντάτο υπεροπτικά, σαν να μην την αφορά. Ιδίως αφού με τα ίδια της τα όπλα, ο Anderson ανανέωσε τον ήχο, χτύπησε την πόρτα του mainstream και κατάφερε –παρ’ ότι αφόρητα αξύριστος, αντιτουριστικός και βρετανός- να σημειώσει εισπρακτική επιτυχία (ακόμη και στο Billboard, US#32, 12/12/87), κλέβοντάς και το Grammy όταν κανείς δεν το περίμενε.
Πίσω, πάντως, στον Φεβρουάριο του 1989, η δισκογραφική Chrysalis Records εισπράττοντας την απροσδόκητη διάκριση ενός βραβείου για δίσκο που είχε κυκλοφορήσει 19 μήνες πριν, ερεθίζοντας ακόμη περισσότερο την κοινότητα των μεταλλοπατέρων που είχε φρυάξει υπέρ των Metallica, θα συγχαρεί τους Jethro Tull με μια ευφυή, ολοσέλιδη διαφήμιση την οποία διανέμει στον διεθνή μουσικό τύπο:
«Το φλάουτο είναι ένα βαρύ, μεταλλικό όργανο».  

 Παναγιώτης Παπαϊωάννου