Thin Lizzy: «Βασιλιάς, όμως όχι τούτης δω της πόλης. Αντάρτης»
«Ο τύπος φορούσε ένα δερμάτινο τζάκετ κι από πάνω ένα κομμένο τζην. Στην πλάτη είχε ένα ραφτό Motorhead κι ένα Thin Lizzy κι από κάτω είχε γράψει με μαρκαδόρο “Renegade”.
Δεν τον συνάντησα, ούτε τον ξαναείδα. Απλώς τον παρατήρησα, καβάλα στη μηχανή του, να προσπερνά το λεωφορείο και να χάνεται στο βάθος του δρόμου μπροστά μας. Αμέσως μου ήρθε: ο "Αντάρτης". Φοβερό για τίτλος».
Ένας ανώνυμος, διερχόμενος μοτοσυκλετιστής είχε δώσει, χωρίς ποτέ να το μάθει, στον Phil Lynott τον τίτλο για το 11ο άλμπουμ των Thin Lizzy. Θα κυκλοφορήσει στις 15 Νοεμβρίου του ’81 (UK#38, 12/12/81) και θα έχει αυτόν τον τίτλο:
«Αντάρτης». Όπως και μια σειρά από προηγούμενοι, ετσι κι αυτός θα συμβάλει στη διατήρηση της εδραιωμένης φήμης της μπάντας ως μιας από τις πιο σκληρόηχες και σκληρόπετσες στην πιάτσα: Jailbreak, Bad Reputation, Live And Dangerous, Killer On The Loose. Kι όμως, στην πραγματικότητα δεν είναι πρά ένα παραπλανητικό προσωπείο που κρύβει την αληθινή τους συλλογική κατάσταση. Γιατί το φθινόπωρο εκείνο ήταν ήδη υπό διάλυση.


Lynott και Gorham ήταν δύο τελειωμένα τζάνκι, ενώ ο μόνος παλιός, ο ντράμμερ Brian Downey ήταν αδύναμος να κάνει το ο,τιδήποτε για να σταματήσει την κατρακύλα.
Ο δεύτερος κιθαρίστας, Snowy White που είχε επιστρατευθεί περίπου δύο χρόνια πριν, έβλεπε τους αρχικούς του δισταγμούς να επιβεβαιώνονται μέρα με τη μέρα. Πέραν του ότι το εσωστρεφές του blues παίξιμο και η άκαμπτη στάση του επί σκηνής δεν ταίριαζε στο φασαριόζικο hard rock που ήταν το σήμα κατατεθέν των Thin Lizzy, αναγκαζόταν να ζει μέσα σε συνθήκες απόλυτης ασυνέπειας, αυτοεξευτελισμού και μουσικής στειρότητας. Με το ένα πόδι ήταν ήδη έξω από το συγκρότημα, είχε αποφασίσει να φύγει και τυπικά, μόλις θα ολοκλήρωναν την προγραμματισμένη «παγκόσμια» περιοδεία. Ο δε καινούριος, ο 19χρονος ταλαντούχος Darren Wharton στα πλήκτρα, που επιστρετεύθηκε για να δώσει ένα πιο συγχρονο χρώμα στο υλικό, δεν τολμούσε να αρθώσει λέξη.
Όπως είχε συμβεί και το ’79 -όταν ο Lynott έγραφε το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ, παράλληλα ο Gary Moore το δικό του και συγχρόνως έπρεπε να παραδώσουν στην Vertigo ένα άλμπουμ (αυτό που ονομάστηκε τελικά ”Chinatown”)- το νέο υλικό των Lizzy προέκυψε ως αποτέλεσμα δύο διασταυρούμενων δισκογραφημάτων που έτρεχαν παράλληλα.
Ο Lynott, επιδιώκοντας να διαφοροποιηθεί από το σκληρό περίβλημα των Lizzy, συγκέντρωνε τραγούδια για το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ.
H πρώτη δόση των ηχογραφήσεων, τον Ιανουάριο του ’81 στριμώχνεται σ’ ένα δεκαπενθήμερο διάλειμμα λίγο πριν το τέλος της περιοδείας για το “Chinatown”. Και τί διάλειμμα: στα ηλιόλουστα Compass Point Studios στις Mπαχάμες.



Τα μέλη της μπάντας, αν και ηχογραφούν ποσοτικά αρκετό υλικό, δεν έχουν ιδέα σε ποιό άλμπουμ αυτό θα καταλήξει, στου Lynott ή στων Lizzy.
Ο ίδιος ρυθμός και η ανάλογη ρευστότητα σε  διάθεση θα διατηρηθεί και στο δεύτερο tape εγγραφών, το οποίο θα εκτυλιχθεί σε τρία στούντιο, στα μέσα Ιουνίου στο Λονδίνο.
Ό,τι άρεσε και στους τέσσερις Lizzy, έπαιρνε γραμμή για το άλμπουμ της μπάντας. Τα κάπως ιδιότροπα, πειραματικά ή soft, έμεναν στην άκρη για κείνον του Phil – στον οποίο συμμετείχε και πλειάδα άλλων μουσικών, από τον Midge Ure και τον Mark Knopfler (κιθάρες) ως τον Jimmy Bain (μπάσο), τον Mel Collins (σαξόφωνο) και τον Huey Lewis (φυσαρμόνικα).
Κάπως έτσι προκύπτει το “Mexican Blood”, με την ισπανική κιθάρα και την στιχουργικά λιτή saga έρωτα και θανάτου, η cool jazz του “Fats”, αφιερωμένου στον μεγάλο Fats Domino. To “Leave This Town”, καθ’ ομολογίαν του Phil μια αρπαχτή του “La Grange” των ΖΖ Top.
Οι ψυχοσωματικοί καιάδες και οι σκοτοδίνες του στην πάλη του με την ηρωίνη αποτυπώνονται στα “Fatalistic Attitude”, “Old Town”, “Growing Up” – ελάχιστα ταιριαστοί με το επιθετικό, αιχμηρό και γεμάτο αυτοπεποίθηση στυλ των Lizzy με το oποίο έχει μάθει ο κόσμος να ταυτίζεται.



«Τόσο η μουσική που βγάζαμε εμείς οι τέσσερις, όσο και γενικώτερα η μουσική γύρω μας, άλλαζε. Ο Phil ήθελε να ακολουθήσει τις αλλαγές αυτές. Άφηνε τις επιρροές να έρχονται και να τον καταλαμβάνουν, απ’ οπουδήποτε», θυμάται ο Brian Downey. «Όλοι μας το ξέραμε : η πρώτη αγάπη του Phil ήταν η μπάντα», ανακαλεί τις θολές εκείνες μέρες ο Scott Gorham.
Παραγωγός αναλαμβάνει ο Chris Tsangarides, με τον Kit Woolven που αναφέρεται σαν συμπαραγωγός της μπάντας στο “Chinatown” να κάνει την ηχοληψία του “Renegade” και να πιστώνεται με την παραγωγή στο “The Philip Lynott Album”.
Ο ήχος που δημιουργεί το δίδυμο στα σιαμαία αυτά άλμπουμ είναι στιλπνός, βελούδινος, κολακευτικός για την συχνή έλλειψη πρωτοτυπίας στο πρώτο, αποκαλυπτικός για τον απροσδόκητο, νεωτερικό χαρακτήρα των τραγουδιών στο δεύτερο.
Η συνεισφορά του άκαπνου Darren Wharton με την εισαγωγή την παιγμένη στο συνθεσάϊζερ OB-X σε μια σειρά από πρόβες, προκύπτει καταλυτική στο πιο heavy κομμάτι του δίσκου, το “Angel Of Death”, ένα εφιαλτικό, νοστραδάμειο φάντασμα που προλέγει σκότος και γενικευμένο θρήνο, σε παγκόσμιο και προσωπικό επίπεδο.
Σε μια εξιστόρηση σε πρώτο πρόσωπο που θυμίζει το "Sympathy For The Devil”, ένα δυσοίωνο πνεύμα μιλά από το στόμα του Lynott. Ολοκαύτωμα, πόλεμος, ασθένεια, κανείς δε θα γλυτώσει. Τα ντραγκς είναι φανερό ότι έχουν αρχίσει να επιδρούν διαβρωτικά και στον πνευματικό κόσμο του αρχηγού των Lizzy. Το “The Pressure Will Blow” συναρπάζει με τα έξυπνα πλήκτρα, τα κοψίματα στα ντραμς και τις τόσο χαρακτηριστικές κιθαριστικές αρμονίες, χάνοντας στο νήμα από το ίδιο του το κάπως επίπεδο ρεφραίν την βαθμολόγησή του ως «κλασσικό».
Όμως υπάρχουν και δύο από δαύτα, εξάλλου κάθε δίσκος των Lizzy έχει τουλάχιστον τόσα. Το ένα είναι το “Hollywood (Down On Your Luck)”, ένα αγωνιώδες, σκληρό τρακ για το πώς είναι να σε κλωτσούν όταν σε φέρει η ζωή πεσμένο στο κράσπεδο. Όχι, βέβαια, η καθημερινή ζωή: η ζωή – μαρτύριο ενός εξαρτημένου από την άσπρη σκόνη που περιφέρεται στο Hollywood αναζητώντας μια ευκαιρία, μισή μυτιά, λίγα δανεικά, όπως ο Καλιφορνέζος Scott Gorham. Αυτός είναι που έχει γράψει περισσότερο από το μισό τραγούδι, το οποίο αποδίδει με σπαραγμό και απόγνωση ο Lynott, συνένοχός του και συνασθενής στη βασανιστική τους έκπτωση:




«Οι άνθρωποι στο Χόλλυγουντ – μπορούν να φτασουν στα άστρα
Να φτάνουν στην οθόνη
Να οδηγάνε τα μεγάλα, ακριβά τους κονβέρτιμπλ
Δεν είναι σαν τη Νέα Υόρκη – Όλο κι όλο έχει το Μπρόντγουεϋ
Δεν είναι σαν το δυτικό Λονδίνο
Δεν τα καταφέρνεις – Με τίποτε
Η Κυρά Τύχη δε θα σου χορέψει
Δεκάρα δε δίνει κανείς τους, όταν είσαι στα κάτω σου
Μάνα μου, έμπλεξα με τρελλούς».
 
Και το δεύτερο, το με διαφορά άφθαρτο κομμάτι της συλλογής, το ομώνυμο. Γραμμένο πάνω σε μια bluesy μελωδία του cool cat, του σιωπηλού Snowy White, το νηφάλιο, γεμάτο αυτοσυγκρατούμενη ενέργεια, σαν ηφαίστειο που κοχλάζει χωρίς να υπερχειλίζει ποτέ, το “Renegade”, σε χτυπάει κατευθείαν, πρώτα στην καρδιά και αμέσως μετά στο μυαλό. Η αρμονία από τις ντουμπλαρισμένες και συμπαγείς στη μίξη κιθάρες των Gorham/White είναι από τις στιγμές ανθολογίας στη μακρά δισκογραφία του Chris Tsangarides, ο οποίος κατορθώνει και δημιουργεί μια μικρή αλλά τόσο διαπεραστική συμφωνική αίσθηση. Και πάνω τους, οι στίχοι και η ερμηνεία. Μια ερμηνεία που ξεπερνά το σκοροφάγωμα του προσωπικού σκότους και ακουμπά με τα ακροδάχτυλα τόσο τα τρίσβαθα μιας ρημασσόμενης ψυχής, όσο και το πάνω ράφι με τα εφηβικά ιδανικά, ένα «μόνος απέναντι σ΄όλο τον κόσμο, μέχρι το τέρμα», που μόνον ένας ανύποπτος μοτοσυκλετιστής μπαλωμένος μέχρι τα μπούνια με ραφτά μπορεί ν' αντιγυρίσει ως έμπνευση σ' ένα από τα ινδάλματά του.
 
«Ένα αγόρι είναι μόνο, που το δρόμο έχει χάσει
Ένας επαναστάτης, που τον τσακίσανε
Ένας τρελλός, που τον ξετινάξαν
Για σένα και για μένα, ένας Αντάρτης
Ένα νούμερο, που τον ταπεινώνουμε
Αυτός που με τους άλλους δεν ταιριάζει
Είναι Βασιλιάς, αλλά όχι τούτης δω της πόλης
Για σένα και για μένα, ένας Αντάρτης
Κι όμως Βασιλιάς νιώθει όταν είναι μοναχός του
Έχει μια μηχανή, αυτή είναι ο θρόνος του
Κι όταν καβάλα της πάει, είναι σαν τον άνεμο
Για σένα και για μένα, ένας Αντάρτης
Ένα αγόρι είναι μόνο, πού’χασε τη ματιά του
Ένας απόξενος, αρπακτικό μέσα στη νύχτα
Ένας διάολος, σωστός
Για σένα και για μένα, ένας Αντάρτης
Δες τονε καλά, το πρόσωπό του
Τα μάτια του κοίτα, πώς γλυστράνε
Το λόγο σκέφτομαι που από μέσα του θα κλαίει
Αναρωτιέμαι γιατί έγινε Αντάρτης
Σε παρακαλώ, στα γόνατά σου πέφτω, ικέτης
Σε παρακαλώ, την παράκλησή μου άκου
Ένα αγόρι είναι μόνο, που έχασε το δρόμο του
Ένα αγόρι, αυτό είναι όλο».
 
Παναγιώτης Παπαϊωάννου