“Σωτήριον έτος 1984. You might as well J u m p !”
Monday

22Jan

“Σωτήριον έτος 1984. You might as well J u m p !”

Δημοσιεύθηκε από:

22/01/2024

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

1293
Και εγένετο Ιανουάριος, του έτους χίλια και εννιακόσια και ογδόντα και τέσσερο. Την Κυριακή 8 του μηνός διεξάγεται στη Λεωφόρο το κλασσικό ποδοσφαιρικό ντέρμπυ, το τέταρτο μετά από κείνο της «ΙΟΝ».
Μόνο που αυτή τη φορά, ο Κουσουλάκης δεν θα κάνει τον Πετρόχειλο να αποκεφαλίσει τη γκοφρέτα όπως στη διαφήμιση.
Ο ΠΑΟ του Γιάτσεκ Γκμοχ είναι μια σκληροτράχηλη ομάδα που ρίχνει τις ψιλές της για να πάρει τη νίκη.
Ο Ρόγκερ ο Άλμπερτσεν δε θέλει και πολύ να τσαμπουκαλευτεί και να φάει την κόκκινη κάρτα, πάνω στο μισάωρο.
Τελικό 0-0, με τον προπονητή των φιλοξενουμένων Νίκο Αλέφαντο να του κλείνει το στόμα του αποβληθέντος κατά την άγπυσα προς τα αποδυτήρια, ένας θεός ξέρει γιατί, πιθανόν γιατί ο βαρυμυστακοφόρος διαιτητής Λουκίδης θ’ αναγνώριζε Νορβηγικά γαμοσταυρίδια.
Στις 16 Ιανουαρίου η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου προχωρεί σε ευρύ ανασχηματισμό, με τον βουλευτή Αχαίας Μένιο Κουτσόγιωργα να αναλαμβάνει το Υποιυεργείο Εσωτερικών, ενώ ο προκάτοχός του Γιώργος Γεννηματάς αναλαμβάνει το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας. Δύο μέρες αργότερα, εθνικό πένθος απλώνεται στη χώρα, καθώς στα 66 του πεθαίνει στο Λονδίνο όπου νοσηλεύεται ο μεγαλος ρεμπέτης μάστορας του μπουζουκιού και μέγας τραγουδοποιός Βασίλης Τσιτσάνης. 
Τα δυσάρεστα συνεχίζονται στις 21 του Ιανουαρίου με τον θάνατο του θρυλικού Ταρζάν, Τζόνυ Βαϊσμύλλερ στα 79, ενώ την ίδια μέρα αποχαιρετά ο μοναδικός Γιάννης Σκαρίμπας, στα 91 του.
Όμως δεν είναι όλα μαύρα τον Ιανουάριο του ’84. Κάτι κινείται, από δύση προς ανατολή. Στις 9 Ιανουαρίου, πύρινο άρθρο της σοβιετικής εφημερίδας «Κομσολμόλσκαγια Πράβδα» καταγγέλλει «Το πάθος μερίδας νέων της Ε.Σ.Σ.Δ. για παντελόνια τζην και μουσική ροκ». «Αυτή η δυτική ασθένεια», τονίζει η εφημερίδα, οφείλεται, μεταξύ άλλων και «στις σχολές εκμάθησης αγγλικής γλώσσας στις οποίες φοιτούν ολοένα και περισσότεροι σοβιετικοί νέοι».
Την ίδια μέρα, στην δύση, ένα μουσικό διαφθορείο, από κείνα που σύμφωνα με την Κομσομόλσκαγια είναι υπεύθυνα για τον υπερπληθυσμό στις σχολές αγγλικών πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα προσγειώνεται στον δυτικό δισκογραφικό κόσμο.
Έχει στο εξώφυλλό του ένα ροδαλό, ξανθό αγοράκι με φτερά αγγέλλου να αχνοφαίνονται πίσω από τον αριστερό του ώμο. Το μωρουδίσιο σκέρτσο του να κοιτάει προς τ’ αριστερά κάνει ένα ονειρεμένο κοντράστ με το δεξί του χεράκι, καθώς ανάμεσα από δείκτη και παράμεσο, κρατάει μάγκικα ένα τσιγάρο. Τα δύο πακέτα, ένα λευκό κι ένα κόκκινο που έχει ακουμπήσει μπροστά του, τα λένε όλα. Θα κάνει όσα γουστάρει. Ανήλικος άγγελος είναι και δε δίνει δεκάρα.
Ολόκληρο το πρώτο μισό του 1984, αυτός ο δίσκος ο με λατινικά γράμματα επιγραφόμενος MCMLXXXIV θα διαδώσει αυτή την μεταδοτική διάθεση για ακαταλόγιστη ροκ-εν-ρολ αλητεία σε όλη την οικουμένη.
Όμως η ιστορία, όπως κάθε μεθυστικό παραμύθι, ξεκινά από πριν το σταφύλι καν τρυγηθεί.
12 Φεβουαρίου 1983. Μετά την ακύρωση της επίσκεψής τους στη Βρετανία, η περιοδεία των Van Halen για το “Diver Down”, τον δίσκο που κλήθηκαν στα γρήγορα να ετοιμάσουν κατ’ επιταγή της δισκογραφικής Warner Brothers, ολοκληρώνεται με μια σειρά εμφανίσεων σε Ουρουγουάη, Βενεζουέλα, Βραζιλία και Αργεντινή.
Ο 28 ετών και 17 ημερών Eddie Van Halen, ανακηρυσσόμενος ήδη επί πέντε χρονιές σερί «Καλύτερος Κιθαρίστας στον Κόσμο» από διάφορα υψηλού προφίλ μουσικά έντυπα, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι έχει προ πολλού αρχίσει να ασφυκτιά μέσα στο συγκρότημα που φέρει για brad name το επώνυμό του, από την πίεση δύο ανθρώπων:
του εγωμανούς Γαργαντούα για δημόσια προσοχή τραγουδιστή του, του 28 ετών και τεσσάρων μηνών David Lee Roth και του, έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, στενού φίλου του Roth, του 41χρονου πανέμπειρου παραγωγού και εκ των αντιπροέδρων της Warner Brothers, Ted Templeman, που είχε σφραγίσει με το όνομά του και τους πέντε δίσκους που έχει η μπάντα μέσα σε ισάριθμα χρόνια κυκλοφορήσει. Ο Eddie όμως κρατά μέσα του – και δεν το πολυσυζητάει- τον τρόπο που έχει βρει για βγει από πάνω σ’ αυτή την ιστορία.
Του τον είχε δείξει, ένα χρόνο πριν, τέλη Απριλίου του ’82, ο ψιλόλιγνος 42χρονος με το το βαρύ, κατωφερειακό μουστάκι και το σήμα - κατετεθέν παχύ υποχείλιο μούσι. Ένας από τους καθιερωμένους, αντιεμπορικούς αλλά εγνωσμένης σημασίας αλχημιστές του ροκ και πρωτίστως κιθαρίστας, ονόματι Frank Vincent Zappa. Αφορμή το να δείξει ο Eddie στον 13χρονο υιό Zappa, τον Dweezil, κάποια βασικά στην κιθάρα. Βαθύτερη αιτία, η περιέργεια να γνωρίσει από κοντά αυτόν τον νεαρό κιθαρίστα που ο γιος του θαυμάζει (έχει αναγκάσει τον μπαμπά να ακούσει ολόκληροι το “Fair Warning” του ’81) και όλοι υμνούν.
Θαυμάσια μάλιστα ευκαιρία να τον φιλοξενήσει καθισμένον δίπλα στον επίλεκτο κιθαρίστα που έχει στρατολογήσει για την δική του big band, τον 22χρονο απόφοιτο του Berkeley από τη Νέα Υόρκη, Steve Vai. Οι τρεις τους θα περάσουν πολλές ώρες στο Utility Muffin Research Kitchen, το στούντιο – σπίτι του Zappa. Τζαμάρουν μπροστά στα μάτια του μικρού που κοιτά με ανοιχτό το στόμα την ολόσωμη κόκκινη φόρμα του Eddie, την ίδια που φορούσε στο εξώφυλλο του δίσκου “Women And Children First” – κι ας ήταν ασπρόμαυρη κείνη η φωτογραφία. Από την άλλη, ο Eddie θα μιλήσει πολύ με τον 15 χρόνια μεγαλύτερό του Zappa για μουσική. Όχι αναγκαστικά τις δικές τους.
«Σα να είσαι πράγματι καλός τελικά. Νόμιζα ότι είσαι άλλος ένας απ’ αυτούς τους κωλοAC/DC. Σ΄ευχαριστώ που επανεφηύρες την ηλεκτρική κιθάρα», του λέει ψύχραιμα όσο και ειλικρινά ξεπροβοδίζοντάς τον ο Zappa.
Λίγο καιρό μετά, δηλώνει στο “Guitar Magazine”:
«Ξέρετε, ο Eddie Van Halen είναι ένας καλός κιθαρίστας. Του αξίζουν όλα τα κολακευτικά σχόλια που μπορεί να του απευθύνει κανείς».
Ο Eddie έχει εισπράξει τελικά περισσότερα διδάγματα απ’ όσες νουθεσίες και κόλπα έχει δείξει στον πιτσιρίκο Zappa. Ένα ρεζουμέ ιδίως τον απασχολεί : επιβάλλεται να φτιάξει το δικό του στούντιο. Δίπλα του σ’ αυτά τα φιλικά σέσσιον, o Εddie είχε τον πιστό του ηχολήπτη Don Landee, με τον οποίο μοιράζεται τη σκέψη του αυτή. Χρεριάζεται πλέον έναν επαγγελματικό χώρο όπου να μπαίνει και να ξεχνά να βγει. Ένα στούντιο όπου να μπορεί να μένει χωρίς να κοιτάει αγχωμένος το ρολόϊ να γράφει ώρες και συνακόλουθα τεράστια κόστη. Μια ιδιωτική λέσχη, όπως αργότερα το εξέφρασε ο αδελφός του Alex, όπου θα μπορούσε να πειραματιστεί ολόκληρη την ημέρα, έχοντας το δικαίωμα να απαγορεύσει την είσοδο ή και να πετάξει έξω όποτε θέλει τον επίμονο παραγωγό Ted Templeman και τον θρασύτατο τραγουδιστή του, που διαρκώς του ζητούσαν να γράψει περισσότερα τραγούδια «και γρήγορα», για να προλάβουν τις προθεσμίες κυκλοφορίας του επόμενου δίσκου από την Warner Brothers .
Συμμεριζόμενος το όραμα του κιθαρίστα, ο πιστός στρατιώτης Don Landee θα αρχίσει να διαλέγει μηχανήματα ήδη από το καλοκαίρι του ’82, όσο ακόμη η περιοδεία των 90 εμφανίσεων της μπάντας για τον δίσκο “Diver Down” βρίσκεται σε εξέλιξη, σπάζοντας το ένα ρεκόρ προσέλευσης μετά το άλλο. Το έμπειρο μάτι του πέφτει σε μια κονσόλα με 16 κανάλια που την είχαν για πέταμα στα United Western Studios. Την είχαν χρησιμοποιήσει οι Mamas & The Papas και οι Beach Boys. Όχι κανένα ακριβό μηχάνημα, αλλά δουλεμένο.  
Το στούντιο, μέσα στα δέντρα του Coldwater Canyon, σε μια γειτονιά επωνύμων στους λόφους του Χόλλυγουντ, φτιάχνεται με πολλή προσοχή και άλλη τόση χειρωνακτική εργασία από τον Landee και το συνεργείο του. Θα πάρει το όνομα "5150" από τον κωδικό που χρησιμοποιούσαν οι πολιτειακές αρχές της Καλιφόρνια όταν καλούνταν να επέμβουν σε περίπτωση πολίτη με ψυχιατρική διαταραχή.



Τον Οκτώβριο του ’82, σ’ ένα διάλειμμα της περιοδείας, ο Eddie θα έχει μια απροσδόκητη επίσκεψη. Ο 49χρονος μέγας μουσικοσυνθέτης, παραγωγός και ιμπρεσσάριος Quincy Jones του ζητά παίξει ένα σόλο σ’ ένα κομμάτι που θα περιληφθεί στον καινούριο δίσκο “Thriller” του πιο προβεβλημένου πελάτη του, του Michael Jackson. Παρά το ότι η άρρητη συμφωνία μεταξύ των Van Halen υπαγόρευε  κανείς τους να μην συμμετέχει σε άλλα πρότζεκτ εκτός του συγκροτήματος, ο Eddie, συμφωνεί για το αντίθετο, θεωρώντας εν μέρει σαν το ανεπίσημό του εξτραδάκι έξω από την πειθαρχία της Warner Brothers.
Πουθενά δεν θα έμπαινε το όνομά του και κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι είναι αυτός. Ωστόσο, θα φέρει μαζί του στα Westlake Studios της Santa Monica όπου θα γίνει η guest αυτή εγγραφή τον Landee, καθώς μόνο μ’ αυτόν θεωρεί ότι μπορεί νά’ναι σίγουρος ότι θα πετύχει να βγάλει τον «δικό του» ήχο. Πράγματι, αφού κατεβάζει κάτι μπύρες ακούγοντας μια - δυό φορές το σχεδόν ολοκληρωμένο κομμάτι και του παίρνει τα μέτρα, ρίχνει δύο takes με αυτοσχεδιαστικά, ελεύθερα, σόλο έχοντας τον ήχο στο τέρμα. Αμάθητος από heavy βαρβαρισμούς, ο ηχολήπτης Bruce Sheridan βγαίνει απ’ το booth κρατώντας τ΄αυτιά του.
Στο δεύτερο σόλο μάλιστα, στις τελευταίες νότες, το μόνιτορ του στούντιο ακούγεται να σκάει κι αρχίζει να βγάζει καπνούς.
Ο Quincy Jones και οι μηχανικοί του στούντιο μένουν με το στόμα ανοιχτό παρακολουθώντας σπίθες να πετιούνται απ’ το μόνιτορ.
«Να πάρει, αυτός ο τύπος είναι το κάτι άλλο».
Όπως και το κομμάτι. Το “Beat It”, με φυτεμένο στην μέση του το ακροβατικό εκείνο σόλο, στις 30 Απριλίου 1983 θα βρεθεί στην κορυφή του Billboard Hot-100 όπου και θα παραμείνει για τρεις εβδομάδες.
Μερικές βδομάδες νωρίτερα, ενώ ο Eddie μπαίνει κι επίσημα στο νέο του «σπιτικό» στούντιο μαζί με τον Landee, ο David Lee Roth μαζί μ’ ένα μάτσο τρελλάρες εκδράμει στη ζούγκλα του Αμαζονίου, στην πορεία χάνει τον προσανατολισμό και αποκόπτεται για μέρες από τον πολιτισμό (η βασιλίδα των ταμπλόϊντ βρετανική “The Sun” στις 3 Μαρτίου 1983 γράφει:
«Καλά νέα για τους απανταχού μουσικόφιλους: ο γελοιωδώς
macho τραγουδιστής του heavy metal συγκροτήματος των Van Halen χάθηκε στον Αμαζόνιο»), ενώ ο μάνατζερ της μπάντας Nigel Monk –μαζί τους από το δισκογραφικό τους ξεκίνημα το ’78 - φέρνει μια επικερδή πρόταση, απ΄αυτές που δεν μπορεί κανείς εύκολα να αγνοήσει. Να παίξουν ως πρώτο όνομα, στα τέλη Απριλίου, σε μια από τις τρεις μέρες ενός μουσικού Φεστιβάλ, του “Us Festival(με το us να σημαίνει «εμείς», όχι Ηνωμένες Πολιτείες), στο Σαν Μπερναντίνο της Καλιφόρνια.
Ο Roth, που στο μεταξύ έχει βρει το δρόμο για τον πολιτισμό και αμέσως έχει ξεκινήσει να δίνει συνεντεύξεις για τις απίστευτες περιπέτειες της ομάδας του (από τις οποίες η αλήθεια από την κατασκευή είναι πραγματικά δύσκολο να διακριθεί, όπως και σε όλες τις πληθωρικές δημόσιες τοποθετήσεις του), έχοντας αναλάβει τα ηνία της καλλιτεχνικής αλλά και οικονομικής διεύθυνσης των Van Halen, προειδοποιεί τον Monk: θα παίξουν μόνον αν πληρωθούν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο γκρουπ που θα βρίσκεται στο ρόστερ.
Πράγματι, σε μια σύναξη τριών ημερών, όπου στην πρώτη (“new wave day”) headliners έχουν τοποθετηθεί οι πολύ πετυχημένοι με το “Combat Rock” αλλά με εσωτερικά προβλήματα The Clash και στην τρίτη (“rock day”) ο επανακάμπτων με το “Let’s Dance” ως υπέρτατος super star David Bowie, η δεύτερη μέρα, στην “metal day”, στην οποία έχουν κλειστεί να εμφανιστούν Joe Walsh (αργότερα θα μετατοπιστεί στην “rock day” και τη θέση του θα πάρουν οι Quiet Riot) Motley Crue, Triumph, Judas Priest, Ozzy Osbourne και Scorpions, θα συμφωνηθεί ότι headliners θα είναι οι Van Halen. Έναντι της υψηλώτερης αμοιβής απ’ όλα τα γκρουπ του τριημέρου: ένα εκατομμύριο δολλάρια.
Το τί θα συμβεί αυτό το τριήμερο, με το τρομερό περίκλειστο camp στα παρασκήνια, το οποίο έχει στηθεί από το management των Van Halen μόνο για τα μέλη της μπάντας, τους δημοσιογράφους και επίλεκτους –καμιά 150αριά- προσκεκλημένους - θα αφήσει εποχή («Απαγορεύεται η Είσοδος σε παρθένες, φαν των Journey και σε πρόβατα», γράφει η πινακίδα απ’ έξω).
Την βραδιά της ιστορικής εμφάνισης, ο Roth ανεβαίνει λιώμα ενώπιον 350.000 θεατών (ρεκόρ όλου του τριημέρου) και ενώ όλες οι κάμερες περιμένουν να πραγματοποιήσει μερικά από τα περίφημα ταεκ-βον-ντο άλματά του, εκείνος δεν μπορεί να πηδήξει ούτε εφημερίδα. Ωστόσο, εν μέσω μεθυσμένων φλυαριών, προσβολών προς τους Clash, ενός μπουκαλιού Jack που καταναλώνει επί τόπου πάνω στη σκηνή και μιας μπάντας πίσω του, που, δεμένη σα γροθιά, εξαπολύει το ένα μετά το άλλο τα hit στη λαοθάλασσα ενός εκοινού που έχει καταναλώσει ό,τι ουσία μπορεί να φανταστεί ο συναυλιακός νους, η εμφάνιση των Van Halen θα μείνει στην ιστορία.



Είναι το μεγαλύτερο hard rock συγκρότημα στον κόσμο με διαφορά και κάνει ό,τι γουστάρει. Ακόμη και τα σφάλματά τους, αποφέρουν χρήμα. Ακόμη και η φτιαγμένη για να κλέβει την εντύπωση της στιγμής μουσική τους, ένα ασίγαστο πάρτυ αυτοαναφοράς που εμπλέκει τον θεατή αρπάζοντάς τον με το λάσο μιας ψυχαναγκαστικής, όσο και απαελευθερωτικής αυταρέσκειας, είναι ό,τι πιο θελκτικό κι εθιστικό στον κόσμο του ροκ-εν-ρολ. Για όσους, τουλάχιστον δεν διατελούσαν συνεπαρμένοι με τους Oingo Boingo, τους Kajagoogoo ή τους Flock Of Seagulls.
Στο μεταξύ, τα session για τον καινούριο δίσκο έχουν ξεκινήσει από τον Μάρτιο του 1983. Ώρες επί ωρών ο Eddie Van Halen με τη βοήθεια του Landee ηχογραφεί ιδέες, καπνίζει, τζαμάρει με τον αδελφίο του Alex στα τύμπανα και τον Michael Anthony στο μπάσο. Προκύπτει πολύ υλικό, 15 περίπου κομμάτια, γραμμένα μέσα στο καλοκαίρι.
Οι κασσέττες με τις ηχογραφήσεις δίνονται στον David Lee Roth λίγες λίγες, έτσι ώστε να μην διαρρεύσουν ή τεθούν υπό τον έλεγχο του Templeman.
Είναι η πρώτη φορά που ο Eddie έχει κρατήσει με τέτοια εμμονή τις πρωτότυπες μήτρες μέχρι ο ίδιος μαζί με τον Landee να παραδώσει το υλικό σχεδόν έτοιμο, αφήνοντας πολύ μικρό περιθώριο επέμβασης στον παραγωγό.
Οι ηχογραφήσεις έχουν ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβριο του ’83. Μένει η μίξη και το mastering. Όμως ο Templeman δεν έχει πάρει ακόμη στα χέρια του τίποτε, πέρα από μια αναλογική κόπια του πρωτότυπου, με την οποία δεν μπορεί να κάνει δουλειά χωρίς να χάσει τεράστιο μέρος από την ποιότητα του ήχου. Ξέρει ότι ο Ed και ο Landee ξημεροβραδιάζονται πίνοντας και σνιφάροντας τα άντερά τους, κι ανησυχεί σε τί κατάσταση θα είναι η μίξη που θα του παραδώσουν. Προχωρεί σε αιφνιδιαστικές επισκέψεις που μοιάζουν πιο πολύ με επιδρομές στο στούντιο 5150.
Όμως ο Eddie του παίζει κρυφτό, λέγοντάς του ότι «τα πρωτότυπα τα έχει ο Landee, δεν ξέρω που είναι».
Ο Landee στην πραγματικότητα κρύβεται στον κήπο με τις πομπίνες σε τεράστιες τσάντες κι επικοινωνεί με τον Eddie με walkie – talkie. Δεν θα αργήσουν να ξεσπάσουν τσακωμοί, να ανταλλαγούν βαριές κουβέντες και να πέσουν και μερικές γροθιές, σύμφωνα με το “studio report” του τεύχους Σεπτεμβρίου του περιοδικού Hit Parader.
Την δεύτερη εβδομάδα του Νοεμβρίου, ο Templeman σε απόγνωση για το αν θα προλάβει να ολοκληρωθεί το άλμπουμ,  παίρνει τον επικεφαλής του τμήματος ηχοληψίας της Warners, τον Lee Herschberg και μπαίνει στα Sunset studio επιχειρώντας να επαναμιξάρει το υλικό από τις κόπιες. Τελευταία στιγμή, ένας κάθιδρος, βρώμικος και με μάτια που γυαλίζουν Don Landee του φέρνει τα πρωτότυπα.
To νέο άλμπουμ κυκλοφορεί, κατ’ απαίτηση του γκρουπ, την παραμονή της πρωτοχρονιάς του ’84. Ανοίγει με τον ήχο μιας νέας εποχής. Σ’ αυτήν διακτινίζει τον ακροατή με την αμεσότητα του time-warp που παραγγέλλει ο Κάπταιν Κερκ στο Star Trek (μείον, πιθανόν, τους κλυδωνισμούς) το παχύ συνθεσάϊζερ της εισαγωγής “1984”. Οι Van Halen έχουν συμφιλιώσει το κοινό τους με instrumental πειράματα, όμως, αυτό το μονόλεπτο, που άλλοι ισχυρίζονται ότι προέκυψε από πειράματα του Michael Anthony με τα πετάλια του μπάσου κι άλλοι από ένα 45λεπτο αμπλαούμπλα παιχνίδι του Eddie με τα πλήκτρα που έτυχε να ηχογραφηθεί, είναι κάτι άλλο. Από μέσα του αναβλύζουν ημιτελείς μελωδίες, κι εκεί που περιμένεις ένα ακόμη καλοακονισμένο ριφ, τα πλήκτρα σε κυκλώνουν αποπροσανατολιστικά και σε προειδοποιούν για την εκτόξευση στους αιθέρες ενός καινούριου αύριο που σε περιμένει, καθώς η βελόνα προχωρά στα ενδότερα.
Για να συναντήσει, μετά από ένα τέταρτο του δευτερολέπτου παύσης, την πρώτη από τις έντεκα νότες. Τις πιο διάσημες εντεκα νότες μιας συγχορδίας που μέσα από το ακουστικό νεύρο επιδρά στον ψυχισμό με διεισδυτικότητα σπάνια καταγεγραμμένη στην ιστορία της δημοφιλούς μουσικής. Τα κοφτά τύμπανα του Alex Van Halen και το βρώμικο -πλην όμως ad hoc εξανθρωπισμένο- μπάσο του Michael Anthony παίρνουν μπρος, κόβοντας και ράβοντας ένα ρυθμικό κοστούμι που, ναι, καθησυχάζουν, δεν έχουν σχέση με Yazoo και Soft Cell. Και πριν προλάβεις να γευτείς το πρώτο αυτό περιλούσιμο από νέο ήχο, ακούς από το βάθος τον Roth ως τελάλη ακολασίας, να έχει μόλις ανοίξει τα βλέφαρα, διαδηλώνοντας με την αναγνωρίσιμη, εκνευριστικά ακατάβλητη αυτοπεποίθησή του, ότι είναι ψημένος στα ζόρικα και γι’ αυτό το λόγο, άθραυστος κι έτοιμος για όλα.
“I get up and nothin' gets me down
You got it tough, I've seen the toughest around
And I know, baby, just how you feel
You got to roll with the punches to get to what's real”

Στο κουπλέ, αναδύεται από την κιθάρα του Eddie ένα έξυπνο μελωδικό σχηματάκι που βοηθάει τον Roth να φτάσει όσο πιο ψηλά μπορεί, προλογίζοντας το εκρηκτικό ρεφραίν - “…oh cant you see what I mea-ea-ean?”
“Go ahead and Jump ! Jump ! Might as well Jump (Jump) !
Το σκαρίφημα για το τραγούδι που τελικά πήρε τον τίτλο  “Jumpείχε ηχογραφηθεί από τον Eddie το καλοκαίρι του ’82 σ’ άλλη μια δοκιμαστική κασσέττα. Την είχε βάλει να την ακούσει ο Templeman, ο οποίος, όμως, το λιγώτερο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι δεν εντυπωσιάστηκε.
«Εγώ υπέγραψα συμβόλαιο για μια heavy metal μπάντα. Αν οι Van Halen θέλουν να βάλουν στον ήχο τους πλήκτρα, πρέπει να ακούγονται ενοχλητικοί, επικίνδυνοι, όπως στο “And The Cradle Will Rock” ή το “Sunday Afternoon In The Park”. Αυτό το ριφ με το συνθεσάϊζερ ακούγεται σαν τη μουσική που ακούγεται σε γήπεδο baseball από τα μεγάφωνα όταν οι ομάδες αλλάζουν σειρά για απόκρουση. Οπότε, δεν τρελλαίνομαι κιόλας με την ιδέα για ένα τέτοιο κομμάτι».
Το demo ακούγεται σαν ένα ενθουσιώδες μίγμα του “Get off My Cloud” των Stones και του “Kiss On My List” των Hall & Oates, χωρίς στίχους. Ο Eddie έχει κολλήσει μ’ αυτό, παρ’ ότι ημιτελές. Μάλιστα το είχε βάλει στον συντάκτη Jas Obrecht του περιοδικού “Guitar Player” να το ακούσει. Όμως, το καλοκαίρι του ’82  όπως και ο Templeman έτσι και οι υπόλοιποι της μπάντας, το προσπερνούν αδιάφορα. Με πρώτον τον Roth.
«Ο κόσμος θέλει να σ’ ακούει να παίζεις κιθάρα. Είσαι ένας guitar hero, Ed. Τί να τα κάνει ο κόσμος τα πλήκτρα παιγμένα από σένα;».
Τελικά, το demo μπήκε στο συρτάρι και το κομμάτι δεν δουλεύτηκε παραπάνω. Έναν χρόνο αργότερα όμως, την Άνοιξη του ’83, μέσα στο δικό του πλέον στούντιο, το 5150, ο Eddie το ξαναβάζει στον Templeman, πιο δεμένο και ευκρινώς ηχογραφημένο.
O Templeman, παρ’ ότι οι ενστάσεις του ότι είναι “pop” αυτό που ακούει, το βρίσκει αισθητά βελτιωμένο.
Δίνει λοιπόν στον Roth την κασσέττα και του ζητά να βάλει στίχους. Κι εκείνος, πιάνει να βρει μελωδική γραμμή και λόγια με τον δικό του, αμίμητο τρόπο. Παίρνει τον βοηθό του Larry Holster και του αναθέτει να τον πάει βόλτες πάνω – κάτω στους λόφους του Hollywood μέσα στην κόκκινη, ξέσκεπη Ford Mercury Low Rider του 1951, το πειραγμένο vintage αμάξι για το οποίο ο Roth καυχιόταν ότι το σασί του είναι «τόσο χαμηλωμένο, που δε χωράει να βάλεις από κάτω του ούτε ένα πακέτο Marlboro».
Ο ίδιος, στο πίσω κάθισμα, άλλοτε με παρέα, άλλοτε μόνος του, τραγουδά, πίνει, καπνίζει, χαζεύει απ΄τα τζάμια τον έξω κόσμο και σημειώνει λέξεις, φωνήματα και μελωδίες σ’ ένα μικροσκοπικό σημειωματάριο.
«Έβλεπα τηλεόραση μια μέρα και στις ειδήσεις των 5 έδειχνε έναν τύπο που είχε ανέβει στην ταράτσα των Arco Towers στο Los Angeles. Απειλούσε ότι θα την κάνει, θα πηδήξει από τον 33ο όροφο και θα σκάσει κάτω. Τότε, το πλάνο έδειξε και τον κόσμο που είχε μαζευτεί κάτω στο πάρκινγκ και του φώναζε ρυθμικά “Dont Jump! Dont Jump!”.
Η ιδέα λοιπόν μου ήρθε από κει, να γράψω κάτι με την αντίστροφη λογική. Μια παρότρυνση με φωτεινή διάθεση, ένα «Προχώρα, πάνω του !»
.

Σε συνέντευξη που o Roth θα δώσει το καλοκαίρι του ’83 στον Steve Rosen, ανταποκριτή στη Δυτική Όχθη για το εθνικής εμβέλειας μουσικό περιοδικό “Guitar World”, θα πει :
«Έχουμε κι ένα κομμάτι παιγμένο με συνθεσάϊζερ, που ακούγεται πολύ ωραίο και το λέμε “
Go Ahead And Jump”. Φτιάχτηκε σ’ ένα στούντιο που δεν είναι το κανονικό μας και τώρα που μιλάμε ο Don και ο Ted το μιξάρουν».     


Καθώς το αχανές καλοκαίρι της Καλιφόρνια προχωρεί και το MTV, με εκπομπές όπως το “Night Tracks” και το “Friday Night Videos” κάνει θραύση, το κομμάτι θα ολοκληρωθεί με την αντίληψη για τη δυναμική του να έχει πλέον γυρίσει ανάποδα. Αποφασίζεται να γίνει το πρώτο single, γι’ αυτό χρειάζεται να ετοιμαστεί κι ένα βίντεο κλιπ. Μην θέλοντας να δαπανήσουν πάλι ένα φορτηγό δολλάρια για ένα πανάκριβο βίντερο κλιπ όπως εκείνο για το “Oh, Pretty Woman” το ’82 που τελικά απαγορεύθηκε από το MTV, συστήνουν τον σκηνοθέτη Robert Lombard να κινηματογραφήσει το συγκρότημα να παίζει πάνω στη σκηνή, απλώς από «πιο κοντά». Ο ίδιος, διαισθανόμενος κάποια ένταση ανάμεση στα αδέλφια Van Halen και τον Roth, τους διαβεβαιώνει ότι θα κάνει τα γυρίσματα «σπαστά».
«Όλους μαζί αποφάσισα να τους τραβήξω μόνο προς το τέλος της ημέρας. Δεν ήταν δύσκολο να το δει κανείς. Ο David ένιωθε ότι ήταν ο πιο σημαντικός απ’ όλους τους τρεις μαζί».
Το βίντεο θα γυριστεί στο Complex, μια μικρή αίθουσα στην Santa Monica Boulevard στο χαμηλό κόστος 600 δολλαρίων. Στην ουσία είναι όλο γυρισμένο με οικιακό εξοπλισμό, μια κάμερα 16 mm που χειρίζεται ο οπερατέρ David Lewis, οποίος προσπαθεί να μην ενοχλείται από τις υποδείξεις του πανταχού παρόντος στενού συνεργάτη του Roth, Pete Angelus. Αυτός θέλει στα πλάνα με τη μπάντα να παίζει ζωντανά να παρεμβάλλονται στιγμιότυπα με τον Roth να κάνει διάφορα – να βολτάρει με την Mercury, να περιβάλλεται από κορίτσια ντυμένα καμαριέρες, νάνους, φίδια, να κρέμεται από σχοινιά, διάφορα. Ο Lombard γυρίζει πράγματι διάφορα τέτοια πλάνα, όμως παίρνοντας τη σύμφωνη γνώμη των αδελφών Van Halen, δεν περιλαμβάνει τίποτε απ’ αυτά στην τελική εκδοχή (κάποιες από τις ποικιλίες αυτές θα μπουν τελικά στο βίντεο για το “Panama”).
Δυό μέρες αργότερα, ο Lombard ενημερώνεται από τον Pete Angelus ότι «απολύεται», γιατί παρέκαμψε τον Roth στις διαπραγματεύσεις. Κάπως έτσι, τα υποτιθέμενα 5 ή 6 χιλιάδες δολλάρια που κόστισε το βίντεο έγιναν «600», πιθανότατα αντικατοπτρίζοντας την αντίληψη της πλευράς Roth για το «πόσο άξιζε η όλη δουλειά».
Λόγω χρονοδιαγράμματος, αποφασίζεται να χρησιμοποιηθεί αυτή η ταπεινή, αφτιασίδωτη, εκδοχή της μπάντας να παίζει μπροστά από ένα καλοφωτισμένο μαύρο backdrop στη μικρή αίθουσα Complex. Η απόφαση πάντως δεν εμποδίζει τον Pete Angelus να δηλώνει σε συνεντεύξεις ότι αυτή ήταν «μια ιδέα δική του και του Roth» και ότι ο ίδιος χειριζόταν την κάμερα των 16 mm. «Θέλαμε κάτι πιο προσωπικό, όχι κάτι larger than life, όπως ο κόσμος αντιλαμβάνεται τους Van Halen.
Καταφέραμε
μάλιστα να κάνουμε τον Eddie να χαμογελάσει».  

Μετά το δεύτερο ρεφραίν, αυτό το σκανταλιάρικο χαμόγελο κερδίζει με την πρώτη τον θεατή, καθώς, γκρο πλαν μαζί με τον αιώνιο έρωτά του, την ταστιέρα σε κάθετη θέση, κλείνει το μάτι στην βιντεοθεατική ανθρωπότητα, δείχνοντας πόσο αβίαστο, απροσδόκητα εύγλωττο, γοητευτικό και συναρπαστικό είναι να μοιράζεται κανείς, όπως ο Μότσαρτ, ο Σοπέν ή ο Μπελλίνι, οι οποίοι γεννήθηκαν κάτι αιώνες πριν το MTV, μια μικρή γεύση από την μουσική του ιδιοφυία. 
Ο Eddie Van Halen, με το τιγρέ πουκάμισο ανοιχτό και μόνον ένα λευκό μεταξωτό κασκόλ να κρύβει το αγορίστικο στέρνο του, κραδαίνει την ερυθρόλευκη (και με λίγες μαύρες ριπές μονωτικής ταινίας) κιθαριστική του ιδιοκατασκευή την οποία έχει βαφτίσει “Frankenstein”, εκτοξεύει μια αδιανόητα πυκνή ακολουθία από νότες και καπάκι βρίσκεται πάνω απ’ τα πλήκτρα του σκονισμένου συνθ μάρκας Oberheim OB-X με τα δάχτυλά του να συνεχίζουν το σόλο εκεί, την ώρα ακριβώς που η κάμερα αιχμαλωτίζει σε αργή κίνηση τον David Lee Roth να ίπταται με τα πόδια ανοιχτά σε γωνία 180 μοιρών, μπροστά από το εντυπωσιακό σετ της δίκασης ντραμς του Alex Van Halen. Κι εκείνον με τη βοήθεια μόνο μιας λευκής μπαντάνας κι ενόες αμάνμικου τζην γιλέκου, να ιδροκοπάει καθώς χτυπιέται πάνω από κάτι τομ διάφανα, ση θρου, και τον Michael Anthony να σπρώχνει το μπάσο πονηρά προς την κάμερα. Η διαδοχή των εικόνων αυτών μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, δεν θ’ αποτελέσουν απλώς ένα κλασσικό, άθραυστο υπόδειγμα μίξης εικόνας πάνω στον ήχο, αλλά θα απαθανατίσουν για τη συλλογική μνήμη το τί είναι – και τί απαραιτήτως πρέπει να είναι - ροκ σε ολόκληρη τη δεκαετία του ’80.
Στα τρία λεπτά ο θρίαμβος έχει ήδη συντελεστεί, όμως τότε είναι που το τραγούδι ξεκινά τον γύρο του θριάμβου. Ξανά αυτές οι απαράμιλλες έντεκα νότες. Τα πιατίνια τινάζονται. Ο Roth ακούγεται ν’ αλυχτάει σαν τον μακαρίτη τον Βαϊσμύλλερ καθώς τον βλέπουμε να μας κοιτάει ηδυπαθώς λίγο πριν επανεκτιναχθεί για να κλωτσήσει τον αέρα, η κιθάρα ακούγεται κάπως πιο μπροστά, το κακό γκάζι του Antony ακούγεται να συνεχίζει το ψύχραιμο γρονθοκόπημά του.
“Get ahead and Jump !”
Ασχέτως ποιός τσέπωσε τελικά τα 5.400 δολλάρια, το “Jump”, βοηθούμενο από αυτό το απλό αλλά καταλυτικό στην αμεσότητά του βίντεο κλιπ, στις 25 Φεβρουαρίου toy ’84 θα σκαρφαλώσει στην κορυφή του Billboard όπου θα μείνει αμετακίνητο για πέντε ολόκληρες εβδομάδες, εκθρονίζοντας τους Culture Club και το “Karma Khameleon”. Τον Μάρτιο, παρά το πρόστιμο των 6.000 λιρών που θα επιβληθεί στο βρετανικό παράρτημα της Warner Bros για αθέμιτη προώθηση του single, αυτό θα μπει και στο διασημώτερο ευρωπαϊκό τοπ-τεν (UK#7, 11/3/1984).
Μετά το πανοραμικό “Jump” και την αέρινη, παρακινητήρια ώθησή του, ο δίσκος παίρνει μπρος ακάθεκτος.
Το γκαζωμένο, κοφτό ριφ του Panama(«μου είχε κολλήσει το Dog Eat Dog” των AC/DC και παίζοντάς το, μου βγήκε αυτό”, θα δηλώσει ο Eddie χωρίς ενοχές) επαναφέρει στη στιμή στη hard rock πραγματικότητα. Φυσικά, η πραγματικότητα αυτή δεν βρίσκεται στη διώρυγα του Παναμά, αλλά στην αμετάκλητη αμερικανόστροφη φαντασίωση που χωρίς δεύτερη σκέψη ξεδιπλώνει ο Roth, παραβάλλοντας ένα αγωνιστικό αμάξι που το χάνεις στη στροφή -όλο πιστόνια ν’ ανεβοκατεβαίνουν, πατούμενα που καίνε την άσφαλτο και μια ράμπα που οδηγεί στην κρεβατοκάμαρα-  και μιας αδρά σκιτσαρισμένης κουκλάρας που τη βλέπεις και σου πέφτει το σαγώνι.
Εκεί στη μέση, μετά από ένα ακόμη εκτυφλωτικό σόλο του Eddie, τα φώτα χαμηλώνουν και η πλάστιγγα ισορροπεί.
Μήπως ο Roth βρίσκεται μαζί με την κουκλάρα μέσα στο αυτοκίνητο;
“Yeah, we're runnin' a little bit hot tonight
I can barely see the road from the heat comin' off of it
Ah, you reach down, between my legs and ease the seat back
She's blinding, I'm flying
Right behind the rear view mirror now
Got the feeling, power steering
Pistons popping, ain't no stopping now


Τη μοναδικότητα του βίντεο κλιπ –το οποίο θα γυριστεί το τριήμερο 19 με 21 Μαρτίου του ’84 στη Philadelphia, ενώ η μπάντα είχε ήδη ξεκινήσει την περιοδεία, θα σημαδέψει η πρώτη δημόσια εμφάνιση του μπάσου του Michael Anthony που είναι φτιαγμένο με σκάφος ομοίωμα μιας φιάλης Jack Daniels No 7. Η ιδέα προέκυψε μια βραδιά στο λεωφορείο με το οποίο μεταφέρονταν τα όργανα από τη μια πόλη στην επόμενη.
Οι τρεις Van Halen είχαν πάρει πτήση, αλλά ο Anthony προτίμησε να ακολουθήσει με το λεωφορείο τον τεχνικό του μπάσου και φίλο του Kevin Dugan. Σε μια στάση, τσάκιζαν οι δυό τους ένα μπουκάλι Jack, ακούγοντας μια συλλογή του Buffalo Springfield. Δεν θα ήταν γαμάτο να φτιάξει ο Michael ένα όργανο που να μην μοιάζει με κανενός άλλου, όπως ο Eddie είχε τον “Frankenstein”, ένα μπάσο που θα παραπέμπει στον ίδιο και μόνον με το που ο κόσμος θα το βλέπει; Σε λίγες μέρες η συμφωνία για την άδεια από την εταιρία Jack Daniels για να μπει το λογότυπό της στο σκάφος όχι περισσότερων από τριών (3)  μπάσων που θα κατασκευαστούν ειδικά για τον Michael. 
Το “Panama” θα γίνει το τρίτο single από το δίσκο (US#13, 18/8/84 και UK#61, 19/5/84), καθώς και το δικό του βίντεο θα σαρώσει στο MTV ολόκληρο το καλοκαίρι. Την πρώτη πλευρά του δίσκου κλείνουν δύο από τα λεγόμενα deep tracks στα οποία δεσπόζει η κιθάρα του Eddie. Το πολύπλοκο “Top Jimmyφέρνει κι αυτό μαζί του ιστορίες από τις άγριες νύχτες του Hollywood. Ο Top Jimmy είναι υπαρκτό πρόσωπο: μουσικός, ο James Koneck, που τα πρωϊνά δούλευε για τα προς το ζην σε μια καντίνα με tacos απέναντι από τα γραφεία της δισκογραφικής A&M Records και τα βράδια γινόταν ο frontman στο σχήμα “Top Jimmy and the Rhythm Pigs” που εμφανιζόταν παίζοντας ζωντανά σ’ ένα καταγώγιο, το “Zero – Zero”. Το μέρος, στο οποίο σύχναζαν μούρες της τοπικής ανερχόμενης punk σκηνής και διαβόητα πάρτυ – άνιμαλς όπως ο John Belushi, στα χαρτιά ήταν μια «γκαλερί τέχνης», επειδή δεν μπορούσε να βγάλει άδεια κάβας. O Roth, πάντα παρών σε αλητήριες διαδρομές, είχε καταφέρει να γίνει κάτι σαν αφανής χορηγός του “Zero – Zero” κάποια στιγμή το 1980, μόνο και μόνο για να μπορεί να σκάει μύτη όποτε ήθελε, να καταλύει με την παρέα του στο πίσω μέρος, το “prive” και να οργανώνει μικρά πάρτυ με ό,τι και όποιον μπορεί κανείς να φανταστεί, πριν, τις πρώτες πρωϊνές ώρες, ν’ ανέβει πάνω στη σκηνή και να τζαμάρει με τον Top Jimmy. Κάπως έτσι είχαν γίνει και φίλοι.
Tην πρώτη πλευρά κλείνει το “Drop Dead Legs”. Πάνω σ’ ένα ρυθμικό υπόβαθρο που θυμίζει καμπαρέ, ο Roth φαντασιώνεται να ήταν «η θήκη του βιολιού» που κρατάει η Μαίρυλιν στην κλασσική σκηνή από το «Μερικοί το προτιμούν Καυτό» και ο Eddie απλώνει μια ημι-jazz εκδοχή πάνω στο ριφ του “Back In Black”, με σόλο παιχνιδισμούς μέχρι το τέλος.
Πόδια που να πέφτεις νεκρός. Το γνωστό διλημματικό ζήτημα λαγνείας και ερωτικού θαυμασμού, το τόσο επιφανεικό και τόσο απολαυστικό συγχρόνως. Ο Roth, προφανώς αγνοώντας το, γίνεται ο δειπνοσοφιστής του ηδονιστικού ροκ της δεκαετίας, ολοκληρώνοντας καθεμιά από τις δύο στροφές με το ερώτημα When the night is through, will I still be loving you ?”
Η δεύτερη πλευρά ξεκινά λες κι ακούς απόμακρα μια σειρά από βεγγαλικά να σκάνε σ΄έναν φανταστικό ουρανό. Όμως είναι οι διπλομποτιές του Alex Van Halen, αν και σύμφωνα με μια πτυχή του αστικού μύθου, είναι η εξάτμιση από την Lamborghini Miura του Eddie που έχει μιξαριστεί με τα τύμπανα για να βγάλει αυτόν τον ιδιότυπο ήχο. Το “Hot For Teacherείναι τα αδέλφια Van Halen που ξεχύνονται σ’ ένα ξέφρενο, ηλεκτροφόρο boogie με στοιχεία, από τη μια, του αγαπημένου track του Eddie από τους Cactus, του “Parchman’s Farm”, από την άλλη του ταχύρρυθμου “Quadrant 4” από τον περίφημο, ορόσημο για το jazz rock, δίσκο του Billy Cobham, το “Spectrum” του ’73. Και πάνω σ’ αυτόν τον καμβά, έρχεται ο Roth σε μια από τις κορυφαίες, αχαλίνωτες ερμηνείες του και γεμίζει το τραγούδι από ένα εφηβικό παραλήρημα. Ο άνθρωπος που αυτο-ομολογούμενα θα πει αργότερα «σε όλη μου την καρριέρα, συμπεριφέρθηκα ως ένα παιδί με μέση ηλικία τα 13 χρόνια - περίπου»,  στο συγκεκριμένο τραγούδι είναι όντως ένα ατίθασο, ανεύθυνο, υπερκινητικό σχολιαρόπαιδο, που δεν ξέρει πώς να πει και πώς να εξηγήσει ότι «την πάτησε με τη δασκάλα» και ότι «ανησυχεί για όλη τούτη τη γνώση που χάνει, αλλά η δουλειά που παίρνει για το σπίτι είναι το κάτι άλλο».


Το πυρετώδες βίντεο κλιπ, με τους τέσσερις ανήλικους πρωταγωνιστές να μοιάζουν όπως το καθένα μέλος του γκρουπ σε προεφηβική ηλικία, με τις ορμόνες να κάνουν πάρτυ δίπλα στις συμμαθήτριες που μασάνε τσίχλα, με το μυαλό σε μόνιμη μέθη για αταξία μέσα στην σχολική αίθουσα και τον πρωταγωνιστή, το «φυτό», τον Waldo με τα πατομπούκαλα, το τρακ και τη χωριστρούλα στη μέση να νιώθει ότι περνάει τα πάνδεινα, μένει στη μνήμη. Όχι τόσο για τις φαντασιώσεις των μικρών που βλέπουν μπροστά τους να κάνουν πασαρέλλα οι δασκάλες, ή τέλος πάντων κάποια –κάπως στεγνά είναι η αλήθεια- μοντέλα που είναι ντυμένα σαν τις δασκάλες τους, αλλά ιδίως για το ασυμμάζευτο σόλο που εξαπολύει ο Eddie περπατώντας πάνω στα θρανία και για το δημοφιλές στα πλέον κλασσικά teen movies του Hollywood –από το «Animal House» ως το «Fast Times At Ridgemont High» - κλείσιμο με μια σεκάνς «τί απέγινε τελικά με όσους είδατε»: ο Alex γυναικολόγος στο Λος Άντζελες, ο Michael Anthony Πρωταθλητής Σούμο στην Ιαπωνία, ο Eddie τρόφιμος της Ψυχιατρικής Κλινικής Bellevue, να παρακολουθεί τηλεόραση μέσα σε ζουρλομανδύα («σημειώνει όμως πρόοδο»), ο David Lee Roth ο «πιο πιθανός για να γίνει παρουσιαστής σε τηλεπαιχνίδι» και ο …Waldo, τον οποίο δείχνει με γούνα, έξω από ένα muscle car με τρία πανήψυλα μοντέλα «κανείς δεν είναι σίγουρος τί απέγινε μετά την αποφοίτηση».
Κρίμα που στον κυκεώνα των αλησμόνητων βίντεο της εποχής, το “Hot For Teacher” θα σταματήσει το φθινόπωρο του ’84 πολύ χαμηλά στα τσαρτ, πάνω που η περιοδεία των Van Halen είχε τελειώσει (US#56, 24/11/1984).
Είχε ευτυχώς προλάβει να συμπληρώσει την τριπλέτα των επιτυχημένων singles το δεύτερο κατά σειρά και δεύτερο στη δεύτερη πλευρά του δίσκου, “Ill Wait. Γραμμένο κι αυτό στο συνθεσάϊζερ από τον Eddie, είναι ένα ακόμη βήμα μπροστά για το εκσυγχονισμένο τραγουδιστικό οπλοστάσιο των Van Halen. Στα τέλη του ’83 κομμάτια που να μπορούν να είναι ροκ αλλά να περνάνε για ποπ δεν ήταν εύκολο να συναντήσει κανείς (όχι πάντως και το αντίστροφο), για συγκροτήματα, δε, του αμερικάνικου metal κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου αποδεκτό.
Οι πολύ μικρώτεροι σε εμβέλεια Quiet Riot είχαν προσπαθήσει να κάνουν κάτι ανάλογο με το “Don’t Wanna Let You Go”  που πάντως δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε single, ενώ από το A.O.R. φάσμα μόνον οι Foreigner είχαν καταφέρει το ’82 να μπουν στο mainstream με το “Urgent” που ευθυγραμμιζόταν με το ηλεκτρονικό ψευδοφανκ «όπως το κάνουν οι Police» κλίμα της εποχής. Το μοντέρνο, στακκάτο και απολύτως μεταδοτικό “I’ll Wait”, με το απολαυστικό σολάκι πάνω στη δόνηση του συνθεσάϊζερ κι έναν Roth πειθαρχημένο στις αρμονίες, μπορεί να σήκωσε μεγάλη χλεύη από τον Templeman μέχρι να τον πείσει ο Eddie να ηχογραφηθεί (του μουρμούριζε επιδεικτικά και συνεχώς το “Hold Your Head Up” των Argent, πικάροντάς τον ότι το έχει αντιγράψει από κει), όμως τα κατάφερε και μπήκε στα πρώτα 15 ολόκληρου Billboard (US#13, 2/6/84).
To σαγηνευτικό στιχουργικό θέμα, που μπλέκει προσμονή, αναμονή, ηδονοβλεψία, φαντασίωση καθώς και ξερό κεραυνοβόλο έρωτα, δεν προέκυψε χωρίς κόπο και κάποια δόσης απάτης. Για την ακρίβεια: ο Roth, μην μπορώντας να βρει άκρη με το στίχο και τη μελωδία της φωνής, δέχεται, μέσω παρέμβασης του Templeman, την πολύτιμη βοήθεια ενός κορυφαίου.
Ο  μουσάτος, πρόωρα γκριζαρισμένος 31χρονος γαλανομάτης soul (πρώην Doobie) Brother ονόματι Michael McDonald με τη βελούδινη φωνή, ήδη σόλο καρριέρα σε ανοδική τροχιά, τον οποίο ο Templeman γνώριζε πολύ καλά, αφού είχε κάνει παραγωγή στις μεγαλύτερες επιτυχίες των Doobie Brothers, παρέλαβε μέσω ταχυδρομείου το demo, το δούλεψε, ήρθε στο στούντιο, έβαλε όλους τους στίχους και λάξεψε με ευκολία τη μελωδία (σχεδόν την ακούς στα κουπλέ και τα ρεφραίν, εξ ου και η πειθαρχία από πλευράς Roth στο να αποδώσει ένα κανονικά γραμμένο μελωδικό κομμάτι).
Η έκπληξή του ήταν μεγάλη και δυσάρεστη όταν διαπίστωσε ότι στον δίσκο "1984", το όνομά του ότι δεν αναφέρεται πουθενά. Η αγωγή που ακολούθησε ήταν αναπόφευκτη, όπως και το αποτέλεσμά της, το οποίο όμως προέκυψε χρόνια αργότερα - στον McDonald  αναγνωρίστηκε δικαστικά το co-credit που του αναλογούσε μόλις το 2000, όταν  και δήλωσε «τελικά, αποδείχθηκε η πιο επικερδής σύνθεση ολόκληρης της καρριέρας μου».


ToGirl Gone Bad άρχισε να σχηματοποιείται μέσα από τζαμαρίσματα που έκαναν τα αδέλφια Van Halen πάνω στη σκηνή, κατά τη διάρκεια της περιοδείας για το “Diver Down”, τέλη ’82 – αρχές ’83. Όταν έπαιζαν το “Somebody Get Me a Doctor” έκαναν ένα σπάσιμο στη μέση και με μια ινστρουμένταλ γέφυρα περνούσαν σε μια μικρή διασκευή του “I’m So Glad” των Cream, ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του Eddie.
Τα πρώτα τριάντα δευτερόλεπτα, μια συγχορδία αναποφάσιστη πάνω σε ηχητική ταπετσαρία από πιατίνια και με το μπάσο να ανυπομονεί, αναδίνει μια φευγαλέα αίσθηση από τα ατελείωτα jam του τιτάνα Miles Davis στο “In A Silent Way”, πριν διογκωθεί και ξεσπάσει ένα σχεδόν tribal groove, με τον Eddie σα να παίζει με πέντε κιθάρες μαζί. Μεταλλαγμένο flamenco, ρούμπα, blues, τριπλέτα πνευστών, σιγόντο, σχολιασμός, αυτοσχεδιασμός και ξανά πάλι πίσω, οι νότες να φτάνουν σε υπερχείλιση, αλλά σαν από θαύμα να μην χύνονται ποτέ. Αυτό το αμίμητο στυλ του Eddie που συνεχώς ρέει, μεταμορφώνεται, σαν μια jazz μπάντα που οδηγείται από το ένστικτο του μαέστρου της, έχοντας πίσω της τα τύμπανα και το μπάσο σφιχταγκαλιασμένα.
Κι έναν Roth, που λες κι αποσύρεται από τον πειρασμό να βάλει στιχάκια πάνω σ’ αυτόν τον κιθαριστικό ορυμαγδό, όλον ελλειπτικές κραυγές ανθρώπου των σπηλαίων και γρυλίσματα καυλωμένου κοπρίτη στο φεγγάρι.
Αυτοί είναι οι Van Halen που ακούγονται ανάμεσα απ’ τα αυλάκια του “1984”. Μια δύναμη της φύσης.


Δύναμη της φύσης που δεν εννοεί να κοπάσει αν δεν αφήσει στο διάβα της συντρίμια, με το House Of Pain”.
Ψηλά στις προτιμήσεις του κοινού των live τους πριν καν υπογράψουν συμβόλαιο, έρχεται και κλείνει το δίσκο με πάταγο. Για ενάμισυ λεπτό ένα heavy riff που μαζεύεται και επανεξαπολύεται ανάμεσα από σκουπίσματα της ταστιέρας σαν ουράνια τόξα, με τον Roth να σιγοντάρει με ελάχιστους επιδερμικά σαδομαζό’’ στίχους υπενθυμίζοντας ότι η φυσική μήτρα αυτής της μπάντας είναι η ατόφια κραιπάλη, για ν’ ακολούθησουν 50 δεύτερα μιας τζαμαριστής ψυχεδέλειας και νά’ ρθει για τέλος μια αλήτικη coda που θά’ θελες να την ακούς για κανένα μισάωρο ακόμη.
Η περιοδεία θα ξεκινήσει από το Jacksonville Coliseum στη Φλόριντα με support ένα άγνωστο σχήμα από το L.A., τους Autograph o ντράμερ των οποίων έχει φίνει φιλαράκι του David Lee Roth στην πρωίνή ρουτίνα του τζόγκινγκ. Θα ακολουθήσουν 101 συναυλίες ανάμεσα σε Ιανουάριο και Ιούλιο, με πολλές βραδιές να γίνονται sold out από πριν και να κλείνονται δεύτερες και τρίτες εμφανίσεις στην ίδια πόλη.  Οκτώ νταλίκες μεταφέρουν τον σκελετή μιας τεράστιας σκηνής με 2.000 φωτιστικά, κάποια από τα οποία αναβοσβήνουν στα encore σχηματίζοντας τη χρονιά και τομν τίτλο του δίσκου που θα σημαδέψει τις ζωές εκατομμυρίων: 1984.
Στις 18 Αυγούστου θα εμφανιστούν ως special guests πριν τους headliners AC/DC στο 5ο Φεστιβάλ του Donington, στην κατά πολλούς πιο αστεράτη σύνθεση σε όλα τα χρόνια της ιστορίας του, καθώς κατά σειρά εμφανίσεως έχουν προηγηθεί Motley Crue, Accept, Y&T, Gary Moore και Ozzy Osbourne. Τέσσερις εμφανίσεις θα ακολουθήσουν με το ίδιο line-up (μείον τους Y&T), σε Στοκχόλμη, Καρλσρούη και Νυρεμβέργη, με τελευταία στις 2 Σεπτεμβρίου. Κανείς δεν υποψιαζόταν ότι μετά την a capella εκδοχή του “Happy Trails” με την οποία συνήθιζαν τραγουδούν οι τέσσερίς τους σ’ ένα μικρόφωνο και να κλείνουν έτσι τις συναυλίες τους, εκείνη θα ήταν η τελευταία φορά που οι αυθεντικοί Van Halen θα εμφανίζονταν μαζί πάνω στη σκηνή.
Πλάνη την οποία μερικές μέρες αργότερα, στις 18 Σεπτεμβρίου 1984, θα ενισχύσει η βράβευσή τους στην 1η τελετή απονομής των βραβείων του MTV που διεξάγεται στο Radio City Music Hall της Νέας Υόρκης, με παρουσιαστές τους Dan Aykroyd και Bette Midler. Κερδίζουν το βραβείο της «Καλύτερης επί Σκηνής Ερμηνείας σε Βίντεο» για το “Jump”.
Οι Van Halen στην Ελλάδα του ’84, των Ευρωεκλογών του Ιουνίου που αναδεικνύουν τη μεγάλη φθορά της «Αλλαγής», του νταμπλ της ομάδας του Γκμοχ, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη που από την 1η Σεπτεμβρίου εκλέγεται αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας και του νέου ανασχηματισμού που έρχεται στις 20 Σεπτεμβρίου, με τον Γεννηματά να αναλαμβάνει αυτλή τη φορά το Υπουργείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, παραμένουν μια «αμερικανιά». Ένα ροκ – «τσίρκουλο», ανάξιο προσοχής από τα μουσικά περιοδικά.  Ένα χονδροειδές αστείο που κανείς δεν έχει διάθεση να πιάσει, καθώς τα ενοχικά μουσικά μας σύνδρομα δεν έχουν χώρο για έπαρση, υπερβολή και ιδιοφυία, ενώ αντίστροφα καλωσορίζουν την νεορομαντική κατήφεια ως ένδειξη αξιοπρέπειας και «ψαξίματος» - ό,τι στη φωνή μοιάζει με Bowie επιδοτείται με διθυράμβους.
Η μοδάτη μας μουσική πραγματικότητα ζει στον πυρετό της italo-disco, οι Alphaville και ο Costas Charitodiplomenos είναι οι ήρωες της «Αυτοκίνησης» και της «Μπαρμπαρέλλα» και ταυτόχρονα ένα ζυγοστάθμισμα στο ανδρόγυνο μέϊκ-απ του Nick Rhodes και στον χαρούμενο, τσουλουφωτό  προγναθισμό  του Howard Jones. Το «Μουσικόραμα» προτιμά το “Agadoo”, την Laura Branigan με το “Self Control” και αβέρτα το “Ghostbusters” και η ζωή συνεχίζεται.
Η χρονιά που για το οικουμενικό ροκ ακροατήριο αντιστοιχούσε με Έβερεστ δόξας για το συγκρότημα από την Pasadena, στην πραγματικότητα ήταν αυτή που στον πυρήνα του οργανισμού Van Halen είχε καταστήσει σαφές ότι το σχίσμα ήταν θέμα χρόνου. Το υπερφυσικό και πέραν πάσης ανασχέσεως εγώ του Roth, η απόδραση του Eddie από τους στουντιακούς περιορισμούς του Templeman, το άφθονο χρήμα, η αναγνωρισμότητα, οι απεριόριστες σκόνες και τα ξύδια, οι ζωές και οι σχέσεις που αναπτύσσονταν από ανάγκη και με κριτήριο τη χρησιμότητα, θα έφερναν ένα εξάμηνο αργότερα την επίσημη ανακοίνωση ότι ο David Lee Roth – ο οποίος έχει ξεκινήσει από τον Ιανουάριο του ’85 εντυπωσιακά την σόλο καρριέρα του μ’ ένα πλατινιένιο e.p.- δεν ανήκει πλέον στο συγκρότημα.
Όπως και νά’χει, η ιστορία γράφεται με δημιουργήματα και όχι με σκέτες διαθέσεις, ταλέντα, προθέσεις και «δυνατότητες», αλλά με το απτό αποτέλεσμα που προκύπτει αν βάλεις τη σωστή δοσολογία απ’ όλα αυτά (και άλλα) στο δημιουργικό μίξερ.
Με κριτήριο λοιπόν την μουσική απήχηση που είχαν οι Van Halen με το “1984”, αυτή υπήρξε αξεπέραστη σε μια σειρά από πεδία και επίπεδα.
Δεν είναι μόνο αυτό των αριθμών και των επιδόσεων, με τα εκατομμύρια αντίτυπα, τις συναυλίες, τα εισιτήρια, τα Φεστιβάλ, την έκθεση στο φακό. Είναι η ευρύτερη καλλιτεχνική σφραγίδα που θέτει το άλμπουμ αυτό μέσα σε μόλις 33 λεπτά στην ιστορία του ροκ, με την μίξη (είτε αυτήν την πιστώσει κανείς στον Eddie και τον Don Landee, είτε στον Templeman, είτε στην ατόφια μουσική πώρωση όλων των συμμετεχόντων) της προκλητικής, μέχρις παρενοχλήσεως, αυτοπεποίθησης του Roth, της σπάνιας μουσικής διάνοιας και της εκτελεστικής δεινότητας του Eddie, του μεθυσμένου, δυνατού swing του Alex και της στιβαρής απλότητας του Michael Anthony.
Μια καλλιτεχνική σφραγίδα που, στο έτος το συνυφασμένο με το δυσοίωνο ομώνυμο βιβλίο του George Orwell, είναι σα χειρονομία βγαλμένη από επεισόδιο των αδελφών Μαρξ, μια τούρτα με σαντιγύ, καλοζυγισμένη και με φόρα στα μούτρα της σοβαροφάνειας, από τ’ αγόρια των τελευταίων θρανίων που αμολύθηκαν ανεπιτήρητα στο τεράστιο πάρτυ της ζωής. Χωρίς ενοχές, δεύτερες σκέψεις για το αύριο, καθωσπρεπισμούς και στάνταρ καλαισθησίας.
“I ain’t the worst that you’ve seen
Oh, can’t you see what I mea-ea-ea-ean ???”

.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου



// Old Time Rock

// Live Favorites