Queen: «Τα Άπαντα» που κράτησαν για πάντα (The Works, 1984)
Wednesday

8May

H Άνοιξη του ’84 μαίνεται. 20 με 26 Απριλίου, ο Πρόεδρος Ρήγκαν πραγματοποιεί εξαήμερη επίσκεψη στο Πεκίνο, ενώ λίγες μέρες πριν ο Κωνσταντίν Τσερνιένκο εκλέγεται Πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης από το Ανώτατο Σοβιέτ.
Στις 8 Μαίου η Σοβιετική Ένωση ανακοινώνει την αποχή της από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες, καθώς, όπως αναφέρει το σοβιετικό πρακτορείο ειδήσεων «Τας», «Οι Η.Π.Α. δημιουργούν ένα ανά τον κόσμο αντισοβιετικό κλίμα και υποβαθμίζουν το Ολυμπιακό Πνεύμα».
Σε μια απόφαση που χαιρετίζεται με μεγάλο ενθουσιασμό, στις 24 Μαίου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθετεί ομόφωνα την πρόταση για μόνιμη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα.
Τα κυρίαρχα πάντως διακυβεύματα σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο δεν είναι ιδεολογικά.
Η Αθήνα γνωρίζει κυκλοφοριακή συμφόρηση, καθώς έμποροι και βιοτέχνες διαμαρτύρονται στα μέσα Μαίου για την οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης. Ακόμη και στην Δυτική Γερμανία οι μεταλλεργάτες ζητούν 35ωρη εργασία εβδομαδιαίως και ξεκινούν μέσα στο Μάϊο απεργία και πορεία προς την Βόννη, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί σε διακοπή λειτουργίας η αυτοκινητοβιομηχανία Όπελ, ενώ η Μερσεντές και η Άουντι μειώνουν την παραγωγή τους κατά χιλιάδες αυτοκίνητα ημερησίως.
Ο Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν επισκέπτεται την Αθήνα ενώ στις 10 Μαίου το πρώτο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ στην ειδική αίθουσα του Ολυμπιακού Σταδίου στην Καλογρέζα ξεκινά με ομιλία περίπου τριών ωρών του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου ενώπιον περισσότερων από δυόμισυ χιλιάδων συνέδρων. Τρεις μέρες πριν, η Κυβέρνηση έχει δημοσιοποιήσει σχέδιο νόμου για τον έλεγχο της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων, το οποίο έχει προκαλέσει έντονη αρθρογραφία. Προπέτασμα καπνού, λέει η αντιπολίτευση, μήπως και μετριάσει την απογοήτευση του κόσμου για την νέα αναστολή της απόφασης για «καταστροφή των φακέλλων», μια απόφαση σηματωρό του εκδημοκρατισμού που εκπροσωπεί η «Αλλαγή».
Στο μεταξύ, κι ενώ ο ΠΑΟ του Γιάτσεκ Γκμοχ φθάνει στο νταμπλ εδώ και επτά χρόνια και η Ρόμα ετοιμάζεται να υποδεχθεί την Λίβερπουλ στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, οι απώλειες προσωπικοτήτων μοιάζουν να θέλουν να σημάνουν ότι η δεκαετία με το οχτάρι ως τρίτο ψηφίο έχει βαλθεί να ξεριζώσει, ψηφίδα – ψηφίδα ένα μέρος από το συλλογικό πολιτιστικό υπογάστριο. Μέσα σε είκοσι περίπου μέρες σκοτώνουν τον Marvin Gaye, βρίσκεται νεκρός ολομόναχος στο διαμέρισμά του ο Διονύσης Παπαγιανόπουλος και αφήνει την τελευταία του πνοή ο 79χρονος Count Basie, ο “The King Of Swing”. Ένας άλλος όμως θάνατος, που περνά στα ψιλά  είναι αυτός που θα ασκήσει την πιο έντονη και πιο διαρκή επιρροή.
Στις 27 Απριλίου, μετά από ολιγόμηνη νοσηλεία πεθαίνει στην Αθήνα ένας 37χρονος Έλληνας ναυτικός που έχει ταξιδέψει στην Νότια Αφρική και την Λατινική Αμερική. Είναι ο πρώτος, όπως ανακοινώνεται αργότερα, που έχει προσβληθεί από μια νέα, θανατηφόρο ασθένεια που μεταδίδεται με την σεξουαλική επαφή. Το «σύνδρομο επίκτητης ανοσιολογικής ανεπάρκειας», που στο εξωτερικό προφέρεται με τρόμο με τα αρχικά του, που κατά σατανική σύμπτωση ακούγονται και γράφονται όμοια με την αγγλική λέξη «βοήθειες» ή το ρήμα «βοηθώ» στο τρίτο ενικό: AIDS.
Μέσα στους 12 και κάτι μήνες που θα ακολουθήσουν, η ασθένεια και το θανατηφόρο αυτής θα συνδεθεί με την σεξουαλική ασωτεία, ένα προνόμιο που διαχρονικά ανήκει στους ποιητές, τους πολύ πλούσιους, τους πολιτικά και κοινωνικά ισχυρούς και τους καλλιτέχνες – σταρ.
Η ροκ μπάντα των Queen, ιδίως την Άνοιξη του ‘84 ανήκει σε όλες αυτές τις κατηγορίες. Όμως ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Έχοντας κατά νουν ότι η στροφή τους προς το φανκ και την ντίσκο προκάλεσε μεγαλύτερη σύγχυση απ’ ό,τι διεύρυνση στο κοινό τους, οι τέσσερις Queen προσπαθούν να προσεγγίσουν το 11ο άλμπουμ τους ως επιστροφή σ’ εκείνα τα στοιχεία για τα οποία ο κόσμος τους έχει αγαπήσει περισσότερο. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός μεταξύ τους για το ποιός από τους τέσσερις θα γράψει το ή τα κομμάτια που θα κάνουν τη μεγαλύτερη επιτυχία σαν single βρίσκεται στο αποκορύφωμά της.

 

Μετά από μια περίοδο έξι μηνών δουλειάς μέσα στο στούντιο, από τα τέλη του καλοκαιριού του ’83 ως την καρδιά του χειμώνα του ’84, οι Queen έχουν έτοιμες 9 συνθέσεις συνολικής διάρκειας 37 και μισού λεπτών. Οι ηχογραφήσεις είχαν ξεκινήσει επίσημα στα στούντιο Record Plant του Los Angeles, με ανομολόγητο αλλά σαφές πλάνο το να αποκατασταθεί η ζημιά που προκάλεσε το “Hot Space”, ο πειραματικός και κυριαρχούμενος από τις προτιμήσεις του Mercury δίσκος του ’82. Μετά από σύντομες διακοπές, η μπάντα επανασυνδέθηκε για να συνεχίσει τη δουλειά στα Musicland Studios του Μονάχου, υπό την εποπτεία των παραγωγών Reinhold Mack και David Richards.
Το σκέλος αυτό της ηχητικής επεξεργασίας ολοκληρώθηκε με το τέλος του Ιανουαρίου του ’84.
Για πρώτη φορά, οι Queen προσθέτουν στο στουντιακό τους οπλοστάσιο τον Καναδό Fred Mandel, του οποίου η επιδεξιότητα σε πλήκτρα, πιάνο και συνθεσάϊζερ θα αποβεί κρίσιμη.
Η μπάντα έχει υπογράψει πλέον στην Capitol Records στην Αμερική, καθώς ο επικεφαλής και ιδρυτής της Electra, ο Jac Holzman, έπιασε δουλειά στην κινηματογραφική Panavision.
Πριν μπουν στο στούντιο, τους προτάθηκε να γράψουν το σάουντρακ για την κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας του John Irvine “The Hotel New Hampshire”, το οποίο είχε αναλάβει να σκηνοθετήσει ο περίφημος βρετανός σκηνοθέτης Tony Richardson, ένας από τους ηγέτες του Nέου Κύματος του Βρετανικού Σινεμά είκοσι χρόνια πριν.
Έχοντας γευθεί την εμπειρία ενός σάουντρακ από την επένδυση που έκαναν για την κινηματογραφική μεταφορά του “Flash Gordon” το 1980, με τον Mercury να σκέφτεται ολοένα και πιο ζεστά το ενδεχόμενο ενός προσωπικού δίσκου και με τον Brian May να έχει, μετά και την συνεργασία του με τον Eddie Van Halen τον Απρίλιο του ’83 στο χαμηλών τόνων Star Fleet Project, εκδηλώσει κι αυτός ενδιαφέρον για συνεργασίες με άλλους μουσικούς, οι Queen μπήκαν και βγήκαν από την κινηματογραφική αυτή πρόταση.
Ωστόσο, ο μάνατζέρ τους Jim Beach, συμπαραγωγός της ταινίας, είχε ήδη ψήσει τον Freddie Mercury να διαβάσει το μυθιστόρημα του Irvine. Και κείνος, ενθουσιασμένος, είχε ήδη προλάβει να γράψει ένα καινούριο τραγούδι. Τίτλος του “Keep Passing The Open Windows” και είναι παρμένος από μια έκφραση – κλειδί, μέσα από το σενάριο: η δαιδαλώδης, πολυπρόσωπη πλοκή χαρακτηρίζεται από την αναγκαιότητα των χαρακτήρων να αλλάξουν, να εξελιχθούν, να ξεπεράσουν όσα τους συμβαίνουν, «περνώντας μέσα από παράθυρα ανοιχτά».
O τίτλος του καινούριου δίσκου επιλέγεται να παραπέμπει σε κάτι οικείο στο κοινό. «Τα Άπαντα». Μια συμπεριληπτική λέξη που απηχεί αμεσότητα και πληρότητα συγχρόνως. Ταυτόχρονα, ένας τίτλος ο οποίος στην βρετανικής κοπής καθομιλουμένη εκφράζει αποτελεσματικότητα. Αυτή τη φορά, βρίσκουμε στόχο. Δίνουμε ό,τι καλύτερο έχουμε, γιατί αυτό είμαστε σαν συγκρότημα:
τα Άπαντα. Αυτό είναι, νά’ το. Δικό σας.
Ο δίσκος ξεκινά μ’ ένα ασυνήθιστο παιγνιώδες συνθεσάϊζερ, σαν βγαλμένο από κάποιο παιχνίδι της Atari, όπου εμφανίζονται εξωγήϊνα σκάφη κι εσύ πρέπ[ει να σημαδέψεις καλά, να τα φας όλα – πριν σκάσουν μύτη τα μεγαλύτερα. Τα συνθεσάϊζερ απλώνουν, δημιουργούν ένα αχνό, ρομαντικό σύμπαν, καθώς ένας βελούδινος Mercury αναπτύσσει μια παραβολή για την δύναμη του ραδιοφώνου, για τις φωνές και τους ήχους που μαγεύουν τον ακροατή, μεγαλώνοντάς τον μέσα σε όνειρα, αισθήσεις και προσδοκίες. Το πανοραμικό ρεφραίν, υπνωτιστικό, διθυραμβικό στην ακαταληπτότητά του και γι’ αυτό δημαγωγικό, στεφανώνει την αριστοτεχνική ενορχήστρωση (κυρίως του Mandel, που έχει κάνει τον προγραμματισμό όλων των ήχων έως και της μπασογραμμής, σ’ ένα synthesizer της Roland). Είναι το Radio Ga Ga”, γραμμένο από τον Roger Taylor που άρπαξε στον αέρα ένα μωρουδίστικο μπαμπάλισμα του δίχρονου γιου του Felix. Ένα ποπ μουσικό όχημα αβανταδόρικο, ξεδιάντροπο στην πρόθεσή του να γίνει φουτουριστικό, όπως αυτό στο οποίο επιβαίνουν οι τέσσερις Queen στο βίντεο κλιπ, επιλεγμένο να βάλει για τα καλά το συγκρότημα στην εποχή του MTV.
Πράγματι. Το κυκλοφορούν ως το πρώτο single από τον δίσκο τον Ιανουάριο του ’84 και μέσα στον επόμενο μήνα, θα μείνει για δύο σερί εβδομάδες (11/2 και 18/2) στο Νο 2 των βρετανικών τσαρτς, πίσω από τον λάγνο, ρυθμικό Αρμαγεδδώνα των Frankie Goes To Hollywood με τον τίτλο “Relax”. Το βίντεο κλιπ, με σκηνοθέτη τον σε τεράστια ζήτηση 39χρονο βρετανό David Mallet, (ο οποίος έχει ήδη υπογράψει αξιοσημείωτα κλιπ για Bowie, Blondie, Rolling Stones, Boomtown Rats, Peter Gabriel, ως και Def Leppard και Iron Maiden) να παίρνει την αρχική έμπνευση για το backdrop από το θρυλικό “Metropolis” του Fritz Lang, φέρνει και δεκάδες κομπάρσους από το φαν κλαμπ του συγκροτήματος να συμμετέχουν, στο ρόλο του στρατιωτικομοιόμορφα ντυμένου κοινού, το οποίο θα καταστήσει το διπλό χειροκρότημα του ρεφραίν σήμα κατετεθέν, το οποίο θα περάσει σύντομα από το κλιπ στην αρένα κι από κει στην αιωνιότητα, έναν χρόνο αργότερα, στις 13 Ιουλίου 1985 στο Wembley. Μ’ αυτό το κλιπ που κόστισε 110.000 δολλάρια για να γυριστεί, το “Radio GA Ga” θα μπει στα τοπ 19 ακόμη χωρών σε όλον τον κόσμο και θα γίνει μια από τις κορυφαίες επιτυχίες ολόκληρης της χρονιάς.
 

Μετά την συνθεσαϊζερισμένη αυτή μικρο-όπερα, ακολουθεί τo “Tear It Up” του Brian May, ένα “We Will Rock You” με αγριωπά σόλο, παραφουσκωμένα τύμπανα σε ρυθμούς γηπεδικής κερκίδας και δεύτερα φωνητικά από τον ίδιο τον May. Για να έρθει η μεγάλη στιγμή με τον κωλωφώνα του “Its A Hard Life(UK#6, 4/8/84). Ξεκινά με τον Mercury να τινάζει τον ακροατή στον αέρα με τη μελωδική γραμμή από την άρια “Ridi Pagliacco” από το έργο “Pagliacci” του Ruggero Leoncavallo (1892), εγγεγραμμένη στο οπερατικό ανθολόγιο, ιδίως από τις ερμηνείες Caruso και Pavarotti.  Σύντομα σβήνει σ’ ένα πιανιστικό πέρασμα αλά “Bohemian Rhapsody” και κτίζεται μαεστρικά, χωρίς καθόλου συνθεσάϊζερ, για να φτάσει σ’ ένα προσβάσιμο στο μέσο με ποπ μαθημένο αυτί ρεφραίν με μια από τις πολλές εκθαμβωτικές νότα προ νότα ερμηνείες του Mercury, βοηθούμενο και από ένα θαυμαστά δομημένο σόλο με ένθετη αρμονία από τον May. Ένα έπος για τις κακοτράχαλες διαδρομές που μπορούν να χωρίσουν αλλά και να ενώσουν δυό ερωτευμένους, μαζεμένο σε λίγο περισσότερο από τέσσερα λεπτά.
 

Η απαραίτητη προσγείωση έρχεται μ’ ένα ακόμη κομμάτι του Mercury, το ροκαμπίλυ “Man On The Prowl”, κάτι σαν ελαφρώς ανέμπνευστη επανεκτέλεση του “Crazy Little Thing Called Love”.
Το οποίο οδηγεί στο κλείσιμο της πρώτης πλευράς με το “Machines” (οrBack To Humans”). Ένα ιδιότροπο πείραμα, με βαριά επιρροή από συνθετικούς ήχους και τις φωνές του Mercury και του Taylor -περασμένες μέσα από παραμορφώσεις- να ξιφουλκούν για το μέλλον του ροκ-εν-ρολ. Κατά απροσδόκητο τρόπο, προλέγουν μια μάχη που τις επόμενες δεκαετίες θα φανεί πόσο άνιση θα αποβεί, με την τεχνολογία να υποκαθιστά την ανθρώπινη ζέση του ροκ, πριν καλά – καλά το κοινό το καταλάβει.
Η δεύτερη πλευρά ξεκινά κι αυτή με ένα ακόμη κομμάτι που γίνεται μεγάλη επιτυχία. Γραμμένο από τον λιγότερο φαντεζί της τετράδας, τον μπασίστα John Deacon, το “I Want To Break Free”, με τα συνθεσάϊζερ να οδηγούν τον Mercury σ’ ένα unisex μανιφέστο περί coming out το οποίο εκφέρει σαν το πλέον μεγαλόθυμο και περήφανο παγώνι προς κάθε αποδέκτη, θα εντυπωθεί πιο εύκολα στο μουσικό μνημονικό από ένα μεταλλαγμένο σολάκι που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει αν προέρχεται από κιθάρα ή φτηνή μελόντικα περασμένη μέσα από φλάντζερ. Εκείνο βέβαια που θα το απαθανατίσει είναι το βίντεο κλιπ.
 

Πάλι με τον Mallet πίσω από την κάμερα, το γκρουπ, σε μια απόπειρα να συνδυάσει από τη μια τον βρετανικό σαρκασμό πάνω την παράδοση της διάσημης τηλεοπτικής σαπουνόπερας Coronation Street (ήδη μετρούσε 24 χρόνιας συνεχούς προβολής από το BBC) και από την άλλη να δείξουν ένα πρόσωπο πιο ελαφρύ, αστείο, ντύθηκαν κι οι τέσσερις με γυναικεία ρούχα και περιφέρονταν μπροστά από τον φακό, για κάτι λιγότερο από τέσσερα λεπτά.  Αδιάφορο το κατά πόσο η ιδέα του να υποδυθούν τέσσερις γυναικείους τύπους (την ξανθιά μαθήτρια ο Taylor, την μέση ατημέλητη νοικοκυρά με τα μπικουτί στο μαλλί ο May, την κακιασμένη γριά που διαβάζει την Daily Express ο Deacon και την ζορισμένα σέξυ νεάζουσα ο Mercury, με το παχύ μουστάκι, το ψεύτικο μυτερό σουτιέν, την σκούπα ανά χείρας και το δεμάτινο σούπερ μίνι να επιδιώκουν κραυγαλέα το μπρα ντε φερ με κάθε σεμνοτυφία) προήλθε από την Dominique Beyrand -τότε σύντροφο του Roger Taylor- ή από τον Mercury. Αυτό που απέβη σαφές είναι ότι προσανατόλισε το νόημα των στίχων σ’ ένα ρηξικέλευθο για την εποχή κάλεσμα προς τον απανταχού ομοφυλόφιλο πληθυσμό να σπάσει τα δεσμά της υποκρισίας και να διαδηλώσει την σεξουαλικότητά του.  
Η οπτικοποίηση του τραγουδιού μπορεί να πέτυχε στην πιο ελευθεριάζουσα Βρετανία, με το single να φτάνει στο Νο 3 και να μένει εκεί για τρεις συνεχόμενες εβδομάδες (UK#3 28/4, 5/5, 12/5/84), όμως συνάντησε εξαρχής σθεναρή αντίσταση στην Αμερική. Το βίντεο κλιπ απαγορεύθηκε από το MTV και δεν προβλήθηκε ποτέ στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού.
Όσον αφορά το ίδιο το κομμάτι, το οποίο κυκλοφόρησε σε διάφορες εκδοχές πλέον αυτής του δίσκου, με μεγαλύτερη εισαγωγή και εκτεταμένο σόλο συνθεσάϊζερ από τον Mandel, έδινε μια απτή απόδειξη για το πώς η συγκεκριμένη μπάντα, μπορούσε να πιάσει όποιο είδος μουσικής επιθυμούσε, να το περάσει μέσα από την δική της επεξεργασία και να το εισφέρει στο mainstream μην χάνοντας ούτε δευτερόλεπτο την αναντίγραπτη ταυτότητά της.
Ακολουθεί το “Keep Passing The Open Windows”, λαξευμένο στουντιακά όπως και όλο το υπόλοιπο υλικό, με τον Mercury να παίζει ο ίδιος πιάνο και λοιπά πλήκτρα για να έρθει μετά το στεγνό hard rock του May με το “Hammer To Fall”.
Η αλήθεια είναι ότι με το πρώτο άκουσμα μοιάζει σαν αντίδοτο στην πολύμορφη ποπ που έχει προηγηθεί, σαν ένα σφηνάκι ανάμεσα από αναψυκτικά χωρίς αλκοόλ, όμως ακούγοντάς το δυνατά και καθαρά διακρίνει όλες εκείνες τις ποιότητες που κάνουν τα ηχογραφήματα της μπάντας σαν από τη γέννησή τους φτιαγμένα να αντέξουν πολλές εποχές. Το ριφ απλό, τραχύ αλλά ελεγχόμενο, η ρυθμική βάση μετρημένη, επαγγελματική, δεύτερα φωνητικά απ΄όλους να οπερατικοποιούν το κουπλέ,  η φωνή μ’ αυτό επιβλητικό, το ουρανομήκες, αυτό του μπροστάρη που έχει την ικανότητα, κατά τη φράση του Bowie για τον Mercury, «να κρατά το οποιοδήποτε κοινό στην παλάμη του χεριού του και να το κάνει ό,τι θέλει».  Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο May έχει εισφέρει στην δισκογραφία του συγκροτήματος κι άλλα hard rock κομμάτια, πιο αβανταδόρικα απ’ το “Hammer To Fall” ή πάντως πολύ χαρακτηριστικά: “Now I’m Here”, “Brighton Rock”, “Tie Your Mother Down”, “Fat Bottomed Girls”, “Dragon Attack”, “Put Out The Fire”. Κανένα όμως απ’ αυτά δεν διαθέτει αυτήν την εκρηξιγενή συνύπαρξη μουσικών χαρακτηριστικών που θα οδηγήσουν το “Hammer To Fall”  να μεταβληθεί από ένα απλό κομμάτι του σετ της περιοδείας για το “The Works” σε έναν εξηλεκτρισμένο παιάνα που σε καλεί, υπό κάθε συνθήκη, να αψηφάς τη μοίρα. Γιατί σε κάτι τέτοιο μεταμορφώθηκε το συγκεκριμένο τραγούδι, από την 13η Ιουλίου 1985,  πάνω στη σκηνή του Wembley.
Είμαστε ‘δώ – Για να σταθούμε ή να πέσουμε
Την Ιστορία δεν την νοιάζει το γιατί
Φτιάξε το κρεβάτι, άναψε το φως 
Η Ελεούσα δεσποσύνη δεν θα μας τιμήσει απόψε
Χρόνο μην χάνεις καθόλου λοιπόν
Καμπάνες μην ακούς, κι ας απαντάς στο κάλεσμα
Που έρχεται σε σένα, όπως και σ’ όλους μας
Καθώς περιμένουμε
Την Τελική Κρίση



Ένας τόσο φορτισμένος υπαρξιακά δίσκος, από την δημαγωγία του “Ga Ga”, την εποποία του “Hard Life”, το μανιφέστο του “Break Free”, την σινεματική πινελιά του “Open Windows” ως την ηρωϊκή έξοδο του “Hammer” χρειάζεται ένα ακόμη μεγαλύτερο, υπερβατικό, κλείσιμο, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς τα μεγαλειώδη κλεισίματα της δεύτερης πλευράς δίσκων όπως τα “A Night At The Opera”, “A Day At The Races” ή “The Game”. Κι αυτό έρχεται με το αναπάντεχα εύθραυστο “Is This The World We Created…?” με την ακουστική κιθάρα του May και την φωνή του Mercury να αφήνουν ένα βαθιά ανθρώπινο υστερόγραφο, το οποίο όσο επιτηδευμένο κι αν δείχνει σε πρώτη ματιά, προερχόμενο από ένα ζάμπλουτο, διάσημο, αυτάρεσκο ροκ συγκρότημα, ωστόσο δεν παύει να αποδεικνύει ότι οι δημιουργοί του έχουν τον χαρακτήρα και την εμβέλεια να εξωτερικεύουν ότι το θέμα του, ένας διάρκειας ούτε δυόμισυ λεπτών στοχασμός για τις ανισότητες που στοιχειώνουν τον πλανήτη,  παραμένει μέσα στις ευαισθησίες τους.
Με το άλμπουμ να σκαρφαλώνει ψηλά στα τσαρτ ανά τον κόσμο, οι Queen προετοιμάζουν την περιοδεία, η οποία αν εξαιρέσει κανείς μια εμφάνιση στις 12 Μαίου του ’84 στο Ελβετικό Golden Rose Pop Festival με τέσσερα κομμάτια απ’ το “The Works” παιγμένα play back, θα ξεκινήσει στις 24 Αυγούστου από τις Βρυξέλλες και θα έχει μια επική κατάληξη που κανείς ακόμη δεν γνωρίζει, ενώ στο διάβα της θα συναντήσει εκατοντάδες χιλιάδες νέων φανς, παλίρροια θαυμασμού, ακόλαστα πάρτυ, εισπράξεις εκατομμυρίων δολλαρίων, αλλά και αμφισβήτηση.
Το σκηνικό περιλαμβάνει δύο τεράστια γρανάζια σαν φυσική συνέχεια από το κλιπ του “Radio Ga – Ga”, που γυρνούν ακούραστα καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας με φόντο τους γκρίζους ουρανοξύστες της Μητρόπολης. Οι Queen, έχοντας πλέον ένα δισκογραφικό οπλοστάσιο 12 ετών, παίζουν για τρεις περίπου ώρες κάθε φορά, εξαπολύοντας την μια πασίγνωστη επιτυχία μετά την άλλη. Η τεράστια σκηνή στήνεται σε Δουβλίνο, Μπέρμινγκχαμ, Λονδίνο, Ντόρτμουντ, Μιλάνο, Μόναχο, Παρίσι, Λέϊντεν, Αννόβερο, Βερολίνο, Φρανκφούρτη, Στουτγάρδη και Βιέννη.
Ώσπου εκεί, στις αρχές του Οκτωβρίου του ’84, θα ξεκινήσει μια σειρά εννέα εμφανίσεων στην Νότια Αφρική. Σπάζοντας το πολιτισμικό μποϋκοτάρισμα που είχαν επιβάλει τα Ηνωμένα Έθνη στην Νότια Αφρική εξαιτίας του ρατσιστικού καθεστώτος του Απαρτχάϊντ, η μπάντα θα εμφανιστεί στο θέρετρο Bophuthatswanna στη Sun City.
Ο λόγος είναι προφανώς η παχυλή και αντάξια του ονόματός τους αμοιβή. Κι αν το πρόστιμο τους επιβάλλεται από το Σωματείο Μουσικών δεν τους αγγίζει, το αντίστροφο θα συμβεί με την κατακραυγή σε βάρος τους από τον τύπο και το κοινό, η οποία θα προκύψει ομόθυμη και διεθνής. Οι δηλώσεις του Brian May ότι «το κοινό στο οποίο παίξαμε ήταν μικτό» και ότι «στην Sun City ήταν το μόνο μέρος όπου οι κανόνες του φυλετικού διαχωρισμού δεν λειτουργούσαν» και η διόλου ευκαταφρόνητη δωρεά τους σε ένα σχολείο για παιδιά με ειδικές ανάγκες στην Sun City δεν κατορθώνουν να μετριάσουν την αρνητική εικόνα που δημιουργείται στα μάτια του μουσικόφιλου κοινού.
«Οι αλαζόνες, άπληστοι, Queen δεν έχουν καμιά επαφή με την πραγματικότητα».
 
Καθώς πλησιάζουν τα Χριστούγεννα του ’84, η διεθνής μουσική πραγματικότητα προτιμά κι αυτή να διατηρεί αποστάσεις από τον εμπορικό και καλλιτεχνικό οργανισμό των Queen. Το ατόπημά τους με τις συναυλίες στην Νότια Αφρική τους έχει βάλει για τα καλά σε μια άτυπη μαύρη λίστα, γι’ αυτό και ο Mercury δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους βρετανούς σταρ που ηχογραφούν, ως “Band Aid”, την μεγάλη επιτυχία “Do They Know It’s Christmas” για να συμβάλλουν με τον ερανισμό από τις εισπράξεις του single στην ανθρωποκτόνο πείνα της Αιθιοπίας.
«Θα το ήθελα πολύ να συμπεριληφθώ, aν και δεν νομίζω ότι θα μου το ζητούσαν έτσι κι αλλιώς. Eίμαι κάπως …ηλικιωμένος» δηλώνει ο 38χρονος Mercury σε συνέντευξή του, αναμιγνύοντας πίκρα και αυτοσαρκασμό. «Είμαι ένας παλιόγερος που σηκώνεται το πρωί και ξύνει το κεφάλι του διερωτώμενος τί θα  βρει να γαμήσει».
Παρά ταύτα, στις 11 και στις 18 Ιανουαρίου του ’85 οι Queen έχουν ήδη προγραμματίσει να εμφανιστούν στο περίφημο Rock In Rio, στο Ρίο Ντε Τζανέϊρο της Βραζιλίας. Οι δύο ιστορικές εμφανίσεις ενώπιον πάνω από 300.00ο θεατών κάθε φορά στο γήπεδο Μαρακανά που απαθανατίστηκαν σε βίντεο για να προβληθούν σε από την βραζιλιάνικη εθνική τηλεόραση
O Globo σε πάνω από 200 εκατομμύρια τηλεθεατών δεν υπήρξαν ούτε αυτές ανέφελες. H απόφαση του Mercury κατά τη διάρκεια της πρώτης παράστασης να ντυθεί κανονικά σαν την πρωταγωνίστρια του “Coronation Street” Bet Lynch κατά τη διάρκεια του “I Want To Break Free” οδηγεί, σύμφωνα με την ανταπόκριση του πάντα ενημερωμένου βρετανικού μουσικού εντύπου Record Mirror, «μέρος του βραζιλιάνικου κοινού να εξοργιστεί, αποφασίζοντας ότι το θέαμα αυτό είναι απαράδεκτο και, αντί για κουτάκια μπύρας, να αρχίσει να πετάει πέτρες και κομμάτια τσιμέντου προς τη σκηνή».
«Δεν κατάλαβα γιατί ταράχτηκαν τόσο, βλέποντάς με να ντύνομαι γυναίκα»,  θα δηλώσει μετά την εμφάνιση ο Mercury. «Τόσοι τραβεστί κυκλοφορούν εδώ στην Βραζιλία».
Με την Βόρεια Αμερική να έχει αποκλειστεί ως προορισμός μετά και την απαγόρευση του βίντεό τους από το MTV, η  περιοδεία συνεχίζεται μετά το Ρίο με 14 ακόμη εμφανίσεις σε στάδια σε Νέα Ζηλανδία, Αυστραλία και Ιαπωνία, ως τις 15 Μαίου του ’85. Εκμεταλλευόμενος την παραδοσιακή ευγένεια του ιαπωνικού κοινού, αυτή τη φορά ο Mercury εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του “I Want To Break Free” με την περούκα και το αμάνικο ζιβάγκο του βίντεο, φορώντας το πιο εξώφθαλμο ζευγάρι από ψεύτικα γυναικεία στήθη που μπορεί κανείς να φανταστεί.
Στην Ελλάδα, το κλιπ δεν αντιμετωπίστηκε ομοφοβικά, αλλά μάλλον σαν κακόγουστο αστείο, με την  οπερατική περσόνα του Mercury να έχει έτσι κι αλλιώς κατατάξει το συγκρότημα στην κατηγορία των ιδιόρρυθμα ξεδιάντροπων δεινόσαυρων που «το έχουν γυρίσει από το ροκ στην ποπ για να τα κονομήσουν». Έτσι και αντιμετωπίζονταν εμπορικά.
Η Virgin/EMI θα συμπεριλάβει δύο από τα κομμάτια του “The Works” στις διπλές συλλογές με τα «διάφορα» που κυκλοφορούν λίγο πριν και λίγο μετά τα Χριστούγεννα. H εκδοχή του “I Want To Break Free” η χωρίς την εισαγωγή θα βρεθεί στην δεύτερη πλευρά του «TOP ’85 – Αυτές είναι οι επιτυχίες σήμερα», ως συμβατό πλάϊ στην electro-pop των Heaven 17, Propaganda, Ο.M.D. και Limahl, διστακτικά συνυπάρχοντας και με το κομψευόμενο ραδιοφωνικό pop/rock της εποχής (Meat Loaf, Julian Lennon, Talking Heads). Ενώ, τον Φεβρουάριο του ’85, το “It’s A Hard Life” θα βρεθεί να ανοίγει την τρίτη πλευρά του “Super Hits ‘85” (το ακολουθήσουν Alan Parsons Project, Thomson Twins, Talking Heads, Kim Carnes, Smiths, Depeche Mode και Greg Kihn).
Τον Μάϊο του ’85 ολοκληρώνεται η περιοδεία τους στην Ιαπωνία και το πρώτο σόλο άλμπουμ του Mercury με τίτλο “Mr. Bad Guy” εμφανίζεται στα δισκοπωλεία. Όλα δείχνουν ότι ο κύκλος του “The Works” έχει ολοκληρωθεί και η μπάντα ετοιμάζεται για ένα ευρύχρονο διάλειμμα.
Ώσπου, υπό την επιρροή και της σαρωτικής επιτυχίας παγκοσμίως του single “We Are The World”, της αμερικάνικη απάντησης στους “Band Aid”, στην οποία συμμετέχουν από τον Bob Dylan και τον Ray Charles ως τον Michael Jackson και τον Bruce Springsteen, ο αρχηγός των ουσιαστικά παροπλισμένων Boomtown Rats, o Iρλανδός Bob Geldof, τους χτυπά την πόρτα.
Δεν τρέφει ιδιαίτερο σεβασμό για την μουσική τους, ως παιδί ο ίδιος του πανκ κινήματος, όμως οι πωλήσεις των δίσκων τους εδώ και χρόνια επιτάσσουν να την παρουσία τους στο μεγαλύτερο μουσικό γεγονός του καλοκαιριού, που θα στεγαστεί την ίδια μέρα, 13 Ιουλίου, στο Wembley του Λονδίνου και στο Στάδιο JFK στην Φιλαδέλφεια των Η.Π.Α. και θα μεταδοθεί μέσω δορυφόρου ολόκληρη την ημέρα, με τα έσοδα να πηγαίνουν και πάλι για την καταπολέμηση της πείνας στην Αφρικανική Ήπειρο: το “Live Aid”.


 

Ο Geldof έχει κατορθώσει να εξασφαλίσει την συμμετοχή πολλών από τα μεγαλύτερα αστέρια της βρετανικής μουσικής σκηνής: Paul McCartney, David Bowie, Dire Straits, U2, The Who, Phil Collins, Status Quo, σχεδόν τους πάντες. Οι Queen διστάζουν, όμως το θέλγητρο που προσφέρει ο Geldof είναι απ΄αυτά που δεν μπορείς ν’ αρνηθείς .
«Πες στην παλιόγρια την συκιά ότι αυτό που οργανώνω θα είναι ό,τι μεγαλύτερο έχει συμβεί ποτέ», διαμηνύει στον μάνατζέρ τους Jim Beach.
Ο Mercury δεν θέλει πολύ. Θέτει σε αναστολή τα σχέδια της προώθησης του προσωπικού του άλμπουμ και επανενώνεται με τους άλλους τρεις Queen για να προβάρουν, μάλιστα κλείνουν το London Shaw Theatre για μια εβδομάδα. Πρέπει να είναι έτοιμοι, τα μάτια ολόκληρου του κόσμου θα είναι πάνω τους.
Διαλέγουν προσεκτικά το σετ – λιστ των τρραγουδιών τους, έτσι ώστε να γεμίζουν με όσο περισσότερη από την συμπυκνωμένη τους ουσία μέσα το εικοσάλεπτο που αναλογεί σε κάθε καλλιτέχνη, ενώ διαπραγματεύονται την ώρα και την σειρά της εμφάνισής τους.
Στις 13 Ιουλίου 1985, θα βγουν στη σκηνή του Wembley αμέσως μετά τους Dire Straits, στις 20:40, ενώπιον ενός κοινού που ζει μια μοναδική εμπειρία. Σαν προθερμασμένοι από ολόκληρη την συναυλία που έχει προηγηθεί, μπαίνουν με το άφθαρτο νούμερο 1 τους, το 10 ετών παλιό “Bohemian Rhapsody”, το οποίο επιφυλάσσουν συνήθως για το τελευταίο μέρος κάθε τους παράστασης. Ακόμη και χωρίς το μεσαίο πασίγνωστο οπερατικό μέρος, το πλήθος κρέμεται κυριολεκτικά από τα χείλη του Freddie Mercury και μπαίνει μέσα στο τραγούδι σαν μια οικουμενική  χορωδία στην καλύτερή της στιγμή. Κι εκεί, με τις τελευταίες νότες του πιάνου να σβήνουν σε ουρανομήκη χειροκροτήματα, έρχεται η ιδιοφυής επιλογή να μπουν κατευθείαν στο “Radio Ga Ga”. Οι 80.000 χιλιάδες θεατές του Wembley αφήνονται στον μαέστρο Mercury και απαθανατίζουν ζωντανά το διπλό χειροκρότημα στο ρεφραίν.
«Το επόμενο τραγούδι αφιερώνεται εξαιρετικά σε όλους τους όμορφους ανθρώπους – δηλαδή σε όλους εσάς» προλέγει ο Mercury πριν σκάσει το ακκόρντο του “Hammer To Fall”.
Ενάμισυ δισεκατομμύριο τηλεθεατές σε όλον τον κόσμο συντονίζονται με τα τραγούδια του “The Works”, συμμετέχοντας από κάθε μέρος του κόσμου μέσω ενός παγκόσμιου Radio στην πομπώδη δύναμη των Queen, που όπως συνηθιζόταν σε κάθε τους ζωντανή εμφάνιση, αφού πέρασε από το “Crazy Little Thing Called Love” έφτασε στο απόγειό της με τα “We Will Rock You” και “We Are The Champions”.
O θρίαμβος των 22 τελικά λεπτών που διαρκεί η εμφάνιση των Queen, καλοκουρντισμένος, με πεντακάθαρο και δυνατό ήχο («είχαμε τον δικό μας ηχολήπτη που φρόντισε να ακουγόμαστε κάπως πιο δυνατά απ’ τους υπόλοιπους – κάπως πρέπει να δαμάσεις ολόκληρο εκείνο το στάδιο», θα ομολογήσει χρόνια αργότερα ο Roger Taylor), απαράμιλλη αυτοπεποίθηση, χάρισμα και μουσική κλάση θα ολοκληρωθεί όταν λίγο αργότερα μέσα στην συναυλία, ο May και ο Mercury θα παίξουν το “Is This The World We Created”, όπως ήταν ηχογραφημένο, μόνο με φωνή και με ακουστική κιθάρα.
Σπάνια, αν όχι ποτέ ως τότε, η δημοφιλής μουσική του εικοστού αιώνα δεν ακούστηκε τόσο ενωτική, τόσο εμψυχωτική και τόσο ελπιδοφόρος όσο εκείνη την βραδιά.
 

Παναγιώτης Παπαϊωάννου