Quiet Riot: “Take your souls and your goals, to the top”
Sunday

9Jan

Quiet Riot: “Take your souls and your goals, to the top”

Δημοσιεύθηκε από:

09/01/2022

Κατηγορία: To Be A Rock And Not To Roll

4212
Κυριακή 29 Μαίου 1983, ώρα 11:30. Glen Helen Regional Park, Σαν Μπερναντίνο, 60 μίλια ανατολικά του Λος Άντζελες. Κάτω από τον καυτό ήλιο και τον καταγάλανο καλιφορνέζικο ουρανό ξεκινά η δεύτερη μέρα του “US” Festival.
Μπροστά στα μάτια 375.000 θεατών – ιδρωμένα τριχωτά κεφαλής σε ποικιλία κουπ, γυαλιά ηλίου, καπέλα και γυμνά χέρια μέχρι πέρα, βαθιά στον ορίζοντα -  μια ελάχιστα γνωστή μέταλ μπάντα από το L.A. ανεβαίνει στη σκηνή. Σε λιγώτερο από 40 λεπτά θα την έχουν μάθει χιλιάδες και θα την θυμούνται εκατομμύρια.  
Το “US” Festival προφέρεται «Εμείς», σα να λέμε «Εμείς και οι Άλλοι» και είναι η μεγαλύτερη μουσική ατραξιόν ανοιχτού χώρου στις Η.Π.Α. από την εποχή του πρώτου California Jam. Την προηγούμενη, Σάββατο 28 Μαίου, ήταν η “New Wave Day”. Ηeadliners οι Clash και πριν από αυτούς Men At Work, Stray Cats, Α Flock Of Seagulls, Oingo Bongo, INXS και Divinyls. Tην επομένη, Δευτέρα 30 Μαίου, κάτω από το πρώτο όνομα, τον David Bowie, θα παίξουν Stevie Nicks, Joe Walsh, The Pretenders, U2, Berlin, Quarterflash, Little Steven και Los Lobos.
Όμως την Κυριακή εκείνη, 2η μέρα του φεστιβάλ, headliners είναι οι Van Halen και πριν απ’ αυτούς, Scorpions, Triumph, Judas Priest, Ozzy Osbourne και Motley Crue. Πρώτοι – πρώτοι όμως, μισή ώρα πριν το μεσημέρι, θα ανέβουν τέσσερις άγνωστοι. Μια μικρή μπάντα από το L.A., με το όνομα Quiet Riot.
Ξεκίνησαν να παίζουν μαζί στη μέση της προηγούμενης δεκαετίας και μέχρι να ανέβουν την Κυριακή αυτή στην τεράστια σκηνή που έχει στηθεί στην ανοιχτωσιά του Regional Park έχουν περάσει δια πυρός και σιδήρου. Μικρό μέρους του κοινού τους έχει ακουστά μόνο σαν υποσημείωση. Σ’ αυτούς έπαιζε εκείνος ο εκπληκτικός κιθαρίστας, ο Randy Rhoads, που ανέστησε την καρριέρα του Ozzy Osbourne, πριν, κατά τραγικό τρόπο, σκοτωθεί σ΄εκείνο το ατύχημα με το ελικοφόρο, το Μάρτιο του ’82. Όμως τώρα, περίπου δέκα χρόνια από την πρώτη φορά που έγιναν μπάντα, είναι η πρώτη φορά που έχουν την ευκαιρία να δείξουν από τί είναι φτιαγμένοι. Έχουν υπογράψει στην CBS κι έχουν κυκλοφορήσει το τρίτο τους άλμπουμ, που είναι σα νά’ ναι το πρώτο, το “Metal Health”. Τους το λένε από παντού: εταιρία, οι λίγοι παλιοί fans, ο παραγωγός τους, Spencer Proffer.
To ν’ ανοίξουν τη “Μetal Day” του “US Festival” είναι η ευκαιρία της ζωής τους.
Για τους τέσσερις μουσικούς, η 29η Μαίου του ’83 είναι μια μέρα που δεν πρόκειται ποτέ να ξεθωριάσει στη μνήμη τους.
«Μιλάμε για ανεμοστρόβιλο. Δυό μέρες πριν, παίζαμε στο El Paso του Texas, σ’ έναν υπαίθριο χώρο. Με 39 βαθμούς υπό σκιάν, σκόνη κι αέρα. Με το που κατεβήκαμε από τη σκηνή φύγαμε για το αεροδρόμιο, χωρίς καν να αλλάξουμε ρούχα, βουτηγμένοι σ’ ένα λασπωμένο ιδρώτα. Με το που φθάνουμε στο L.A., πηγαίνουμε κατευθείαν στο ξενοδοχείο, όπου διαπιστώνουμε ότι έχει στηθεί ήδη ένα τεράστιο πάρτυ για το φεστιβάλ. Μόνο με μια – δύο ώρες ύπνου, στις 11:30 το επόμενο πρωί ανεβαίνουμε στη σκηνή. Από κείνη τη στιγμή, δεν ξανακοιτάξαμε πίσω ποτέ».



Ο ανεμοστρόβιλος ήταν που τους έφερε μπροστά στη δική τους στιγμή, κι εκείνοι δε δίστασαν στιγμή να την αρπάξουν απ΄ τα μαλλιά. Ο Kevin DuBrow, με στρίγγλισμα σαν τρυπάνι, μάτι γουρλωμένο, λαιμαριά, παντελόνι από κόκκινο pvc και φανελλάκι ριγέ κολλημένο στον από γεννησιμιού στεγνό του κορμό οδηγεί τη μπάντα σ’ ένα πυκνό σετ 40 λεπτών, ενθαρρύνοντας τους “heavy metal maniacs” να χτυπάνε τα χέρια και να ουρλιάζουνε μαζί του τα ρεφρέν. Καθώς τελειώνουν με την ωδή που το κοινό των εκατοντάδων χιλιάδων περιμένει κάτω από τον ήλιο – Bang your head! Metal health will drive you mad!”- ο 31χρονος Frankie Banali δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπει και ακούει.
 
«Δεν υπήρχε ορίζοντας. Μίλια ολόκληρα από πρόσωπα λουσμένα στον ιδρώτα, ημίγυμνα, κορίτσια καβάλα στους ώμους των αγοριών τους, να τραγουδάνε Bang your head!’. Ήμασταν τόσο ανεβασμένοι, όσο ποτέ. Πατάγαμε την ίδια σκηνή με τους Judas Priest, τον Ozzy, τους Scorpions, τους Van Halen – τους καλύτερους της metal φουρνιάς. 40 λεπτά καθοριστικά για ολόκληρη τη ζωή μας. Αξέχαστα».
Πριν καν τελειώσει το 1983, οι Quiet Riot έχουν γίνει από τα κορυφαία σε πωλήσεις μουσικά σχήματα στην Αμερική. Μετά από οκτώ χρόνια απογοητεύσεων, αποτυχιών και ξεροκέφαλης επιμονής, είναι επιτέλους αυτό που με απόγνωση κυνηγούσαν: ροκ σταρ. 
Η ιστορία τους είναι η ιστορία της φιλίας δύο νεαρών που μαζί ονειρεύτηκαν, κοπίασαν και έφτασαν να γευτούν τα πάντα: αφάνεια, ανέχεια, απόρριψη, δόξα, χρήμα, ουσίες, πτώση, απώλεια, επιμονή, υστεροφημία.
O γεννημένος στο Los Angeles στις 29 Οκτωβρίου του ’55 Kevin DuBrow άρχισε να γρατζουνά μια φτηνή δωδεκάχορδη την εποχή που την Αμερική σάρωνε η πρώτη βρετανική εισβολή, με τον νεαρό Kevin να αναπτύσσει μεγάλη αδυναμία για τα πιο σκληρά από τα γκρουπ, όπως οι Who, οι Humble Pie και οι Spooky Tooth. Πηγαίνει σε συναυλίες και γοητευμένος αρχίζει να φωτογραφίζει τα ινδάλματά του. Γίνεται μάλιστα αρκετά καλός, ώστε φτάνει να πουλάει τις φωτογραφίες του σε εφημερίδες και περιοδικά. Όμως το 1970, μετά από μια σειρά φωτογραφιών που θα πάρει σε συναυλία του Rod Stewart, συνειδητοποιεί κάτι που θα του αλλάξει τη ζωή.
 
«Αυτό που πραγματικά θέλω είναι να είμαι από την άλλη πλευρά του φακού».
 
Παίζει σε ερασιτεχνικές μπάντες στην ευρύτερη περιοχή του Hollywood, ώσπου το ’75 συναντιέται με έναν νεαρό κιθαρίστα της περιοχής, που έχει ήδη ένα συγκρότημα με τον τίτλο Quiet Riot.
«Eίχα την μπάντα μου, που λεγόταν, πώς αλλιώς, Du Brow. Έμενα με τη μητέρα μου ακόμη. Μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν εκείνος ο λεπτοκαμωμένος κιθαρίστας από το Burbank, που ερχόταν να μας δει στις συναυλίες μας. “Έλα από δω”, του είπα, “να σε δω τί μπορείς να παίξεις”. Ήταν συνεσταλμένος, με παρουσιαστικό εύθραυστο, δεν τον έκανες για πολλά. Παρατήρησα ότι είχε κάπως μεγάλους αντίχειρες. «Για να δούμε», του είπα, «σε τί σου χρησιμεύουν;». Κάθισε απέναντί μου, έβαλε την κιθάρα πάνω στο σταυρωμένο του πόδι κι άρχισε να παίζει. Κι άκουσα έναν από τους πιο γαμάτους ήχους κιθάρας που έμελλε ν’ ακούσω ποτέ».
O DuBrow δεν αργεί να πάρει τα ηνία στη μπάντα του Randy Rhoads. Φωνακλάς, επίμονος, με θράσος και αυτοπεποίθηση κινούμενη στα όρια μεταξύ ουτοπίας και φαντασιοπληξίας, θα γίνει εκείνος που θα οδηγήσει τους Quiet Riot από την αφάνεια την παγκόσμια αναγνώριση.
Είναι 1977 όταν ο DuBrow συναντά τον 26χρονο γεννημένο στο Queens της Νέας Υόρκης γιο ιταλών μεταναστών Frankie Banali, έναν ντράμερ που είχε μετακομίσει στο L.A., κυνηγώντας το όνειρό του, να βρει την τύχη του στη μουσική σκηνή.
«Έμενα σ΄ένα διαμέρισμα με συγκάτοικο ένα τζαζίστα. Η θέρμανση άνοιγε μόνο μια ώρα την ημέρα, κυλιόμενα. Ολόκληρο το πρόγραμμα της ημέρας μας ρυθμιζόταν γύρω από το να μπορούμε ν΄απλώνουμε τα ρούχα μας πάνω στο καλοριφέρ να στεγνώσουν. Πόσο μπορείς ν΄αντέξεις μέχρι να σκεφτείς ότι πρέπει ν΄ αναζητήσεις κάτι καλύτερο;»



Την εποχή εκείνη, οι Quiet Riot είναι μαζί με τους Van Halen τα πιο γνωστά ερασιτεχνικά ροκ γκρουπ στο κύκλωμα των μπαρ με ζωντανή μουσική της ευρύτερης περιοχής του Χόλλυγουντ. Ο τραγουδιστής θα κάνει στον νεοϋορκέζο ντράμερ εντύπωση.
«Τρελλάρας, φασαριόζος, με ένα εγώ τεράστιο. Αυτός ήταν ο σημαιοφόρος μας. Για τύπους όπως ο Kevin λες και δημιουργήθηκε η έκφραση bigger than life. Ισχυρογνώμων, σκληρό καρύδι, τσακωνόταν συνέχεια και ήθελε να γίνεται το δικό του. Μου θύμιζε τις παρέες μου όταν ήμουν μικρός στην Νέα Υόρκη. Κάποιοι μάλιστα τον φοβούνταν. Εγώ πάντως, όχι».
Ο Banali γρήγορα βλέπει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα δύο συγκροτήματα, καθώς ο DuBrow προσπαθεί να παραβγεί σε αναίδεια με τον David Lee Roth, την ώρα που ο Randy Rhoads και ο Eddie Van Halen είναι οι δύο πιο γνωστοί κιθαρίστες της σκηνής, που όλοι, κοινό, μουσικοί και ανιχνευτές ταλέντων από διάφορες δισκογραφικές μαζεύονται να τους δουν. Στην άτυπη αυτή κόντρα οι Quiet Riot είχαν πάρει το προβάδισμα πριν ο Banali ενταχθεί στις τάξεις τους, όταν έγιναν αυτοί οι πρώτοι που κυκλοφόρησαν δίσκο με την CBS. Έστω και μόνο στην Ιαπωνία.
O Banali, μαζί μ’ έναν φιλο του από τη Νέα Υόρκη, τον 26χρονο μπασίστα Rudy Sarzo, άλλον έναν μουσικό μετανάστη στο L.A., θα βρεθούν σε αρκετά live των Quiet Riot. To 1978, o Sarzo θα μπει στο συγκρότημα, αντικαθιστώντας ένα ιδρυτικό τους μέλος, τον Kelly Garni, λίγο μετά την κυκλοφορία του “QRII”, του δεύτερου δίσκου τους. Τότε είναι που με σύσταση του Sarzo, ο Banali καλείται και πάλι να περάσει από οντισιόν, για να αντικαταστήσει τον ντράμμερ Drew Forsyth. Aρνείται, καθώς προτιμά να ακολουθήσει το τρίο του πρώην κιθαρίστα των Steppenwolf, του Michael Monarch. H παραμονή του όμως εκεί όμως θ’ αποδειχθεί σύντομη. Θα τον βρουν διάφορες session προτάσεις, από τον Billy Idol, ως ένα μικρο-σούπερ γκρουπ, αυτό των Glenn Hughes και Pat Thrall. Τα λεφτά είναι ικανοποιητικά, όμως ο Banali αυτό που επιθυμεί πραγματικά είναι να γίνει ισότιμο μέλος μιας κοφτερής heavy rock μπάντας, που θα βάλει μπρος να κατακτήσει τον κόσμο, που θα κάνει συναυλίες μπροστά σε χιλιάδες και θα πουλήσει εκατομμύρια δίσκους. Ακούγοντας το καλοκαίρι του ’82 τον Kevin DuBrow να του ζητά για δεύτερη φορά να μπει στο συγκρότημά του σαν κανονικό μέλος, συνειδητοποιεί ότι μοιράζεται μαζί του το ίδιο όραμα. Θα δέσουν σαν χαρακτήρες αμέσως.
Ήταν λίγους μήνες μετά τον τραγικό θάνατο του Randy Rhoads και ο DuBrow, ήταν αποφασισμένος ν’ αναστήσει το παλιό γκρουπ, που μετά από τη φυγή των Rhoads και Sarzo για το σχήμα του Ozzy, για τη μοιραία “Diary Of  Madman Tour” συνέχισε να το κινεί, ως “DuBrow”, έχοντας στο μπάσο τον Chuck Wright και στην κιθάρα τον 26χρονο με μεξικάνικη ρίζα Carlos Cavazo..
 «Όταν έμαθα τα άσχημα νέα για τον Randy, τον πρώτον που πήρα τηλέφωνο ήταν τον Rudy, να βεβαιωθώ ότι είναι καλά. Έμεινε για λίγους μήνες με τη μπάντα του Ozzy –υπήρχαν ανειλημμένες υποχρεώσεις- όμως ο θάνατος του Randy τον είχε τσακίσει. Ήταν πολύ δεμένοι. Έτσι, όταν χώρισαν οι δρόμοι μας με τον Chuck Wright, τον ρώτησα αν θα ενδιαφερόταν να γυρίσει πίσω σ’ εμάς. Δέχτηκε».  
Με την επιστροφή του Sarzo και την αναβίωση του παλιού ονόματος να είναι μια ειλημμένη απόφαση, εν μέρει και ως φόρος τιμής στον Randy, αποφασίζουν ότι και η μουσική που θα αντιπροσωπεύει το σχήμα θα πρέπει να είναι σκληρή, άμεση, της εποχής, χωρίς περιττές φιοριτούρες, κατευθείαν στο στόχο. Το MTV έχει ήδη αρχίσει να καθιερώνει τάσεις και να διαμορφώνει προτιμήσεις με την πανίσχυρη δύναμη της εικόνας. Η μπάντα πρέπει να βρει τον τρόπο να ερεθίσει εκτός από το ακουστικό και το οπτικό νεύρο του κοινού.
Το Σεπτέμβριο του 1982, υπογράφουν τελικά δισκογραφικό συμβόλαιο με την CBS. Η κυκλοφορία θα πιστωθεί στην θυγατρική Pasha Records, που ανήκει και διευθύνεται από τον άνθρωπο που θα αναλάβει την παραγωγή, τον Spencer Proffer.
Το budget είναι μικρό, όμως οι τέσσερις μουσικοί είναι τόσο ενθουσιασμένοι με το νέο ξεκίνημα, που τα κόστη του στούντιο είναι το τελευταίο που τους απασχολεί. Ψημένοι στη σκηνή, δε χρειάζονται κάτι παραπάνω από μερικές πρόβες για να ζεσταθούν.
«Με το που ολοκληρώσαμε τις ηχογραφήσεις, ήμασταν σίγουροι ότι είχαμε στα χέρια μας ένα σπουδαίο δίσκο. Με μια λεπτομέρεια. Ήταν αδύνατο να είμαστε βέβαιοι αν υπήρχε κανείς άλλος στον κόσμο που νa έχει την ίδια γνώμη με μας».
Kαι ω του θαύματος, υπήρχαν. Και μάλιστα πολύ περισσότεροι απ’ όσο ο προγειωμένος δουλευτής Banali κι ο αθυρόστομος, μωροφιλόδοξος DuBrow μπορούσαν να φανταστούν. Στις 11 Μαρτίου του ’83, ο δίσκος κυκλοφορεί. Στο περιοδικό “Kerrang” ο Howard Johnson γράφει «επιτέλους οι Quiet Riot δείχνουν φτιαγμενοι για μεγάλα πράγματα». Με το Metal Health”, η μπάντα δεν παρουσιάζει κάποια καινοτομία, όπως, ας πούμε, εκείνο το ντεμπούτο των Van Halen. Δεν έδωσε διαφορετική τροπή στον μεταλλικό ήχο, όπως είχε κάνει ο μεγάλος απών Randy Rhoads στα δύο άλμπουμ που πρόλαβε να φτιάξει με τον Ozzy.
Ούτε άνοιξε νέους εμπορικούς δρόμους προς το mainstream κοινό, πράγμα που έκαναν μέσα στην ιδια χρονιά οι ZZ Top με το “Eliminator” και οι Def Leppard με το “Pyromania”. Aυτό που έκαναν ήταν το να παραδώσουν στο κοινό έναν ατόφια αμερικάνικο heavy metal δίσκο. Κομμάτια όπως τα Breathless”, “Run For Cover”, “Loves A Bitch”, “Lets Get Crazy έχουν τη σφραγίδα μιας μπάντας που ξέρει τα όργανά της, έχει ασυγκράτητο νεύρο, λατρεύει τη βαβούρα και δε γουστάρει μία τις συνθετικές περικοκλάδες. Κατευθείαν, καταπρόσωπο.
H απόλυτη μετουσίωση αυτού του all American ήχου ανοίγει την πρώτη πλευρά του δίσκου. Ένα μονολιθικό ριφ που σκάει με πάταγο σα βράχος από καταπέλτη στα οχυρωμένα καθωσπρέπει ώτα, απ’ αυτά που προορίζονται εις το διηνεκές να υποδειγματίζουν τον όρο heavy metal στο λήμμα κάθε μουσικής εγκυκλοπαίδειας. Ο κιθαρίστας Carlos Cavazo το είχε φυλαγμένο από το προηγούμενο συγκρότημά του, τους Snow. Όμως οι στίχοι έχουν ξεπηδήσει από το εκρηξιγενές θυμικό του Dubrow, επηρεασμένοι από τις ιστορίες του πιο κοσμογυρισμένου απ’ όλα τα μέλη της μπάντας, του μπασίστα Ruzy Sarzo.
Στην περιοδεία του με τον Ozzy, ο Sarzo δεν είχε ξαναδεί τους φανς. κατά εκατοντάδες, να εκστασιάζοναι παίζοντας air guitar, κουτουλώντας τον αέρα αφηνιασμένοι, σα να χτυπούν το κεφάλι τους σ΄έναν αόρατο τοίχο.
“Bang Your Heaaaaad ! Metal Health will drive you mad !”



Ένα κομμάτι που θα αποδειχθεί καθοριστικό τόσο για το συγκρότημα, όσο και ευρύτερα για τα στυλιστικά σημαινόμενα περί το heavy metal ολόκληρης της δεκαετίας του ’80. Εκείνο όμως που θα αποδειχθεί κρίσιμο για ν’ ανέβουν οι Quiet Riot στην κορυφή, είναι ένα άλλo κομμάτι, ένα που δεν ήθελαν με τίποτε να ηχογραφήσουν.  
Μια διασκευή του Cum On Feel The Noize των βρετανών glam rockers Slade, επιτυχία δέκα χρόνια πριν. Η ιδέα έπεσε στο τραπέζι από τον παραγωγό Spencer Proffer, ο οποίος είχε αναλάβει τη μπάντα ως ένα απολύτως προσωπικό στοίχημα, στην ουσία για το αν η στα σπάργανα εταιρία παραγωγής του, η Pasha Records, θα μπορούσε να βγάλει τα έξοδά της και να μπει στο παιχνίδι ως ανεξάρτητη εταιρία παραγωγής που θα φέρνει δολλάρια στις μεγάλες δισκογραφικές. Χρειαζόταν μέσα στο δίσκο κάτι αναγνωρίσιμο, κάτι δοκιμασμένο, κάτι που να μπορεί να περάσει στους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Οι Slade άρεσαν κι στον DuBrow, όμως  εκείνος προτιμά να ηχογραφήσουν ένα άλλο δικό τους, το “Mama Weer All Crazee Now”. Ο Proffer επιμένει, στο κάτω – κάτω τα δικά του λεφτά ποντάρει, όμως η μπάντα διαφωνεί. Σε σημείο που αποφασίζει να σαμποτάρει την πρόταση.
«Λέμε, εντάξει, αφού το θέλει τόσο πολύ, ας το παίξουμε μια φορά, να το παίξουμε τόσο χάλια, να μη θέλει ούτε να το ακούσει. Δε μπορεί, τότε, θα το αφήσει απ’ έξω».
Θα συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Η βιαστική, χαοτική εκδοχή του “Cum on Feel The Noize”, με το φωνακλάδικο ρεφραίν να προκαλεί ηθελημένη σύγχυση για το αν οι στίχοι λένε girls rock your boys ή fuck your boys”, θα καταλήξει να βρεθεί τραχιά, σχεδόν αμιξάριστη, στο δίσκο.
Στις 15 Νοεμβρίου 1983, μια μέρα μετά τα 32α γενεθλια του Frankie Banali, η μπάντα –που βρίσκεται αδιάκοπα στο δρόμο από την Άνοιξη- είναι έτοιμη ν’ ανέβει στη σκηνή στο Rockford του Illinois για να εμφανιστεί σαν support των Black Sabbath –στη βραχύβια σύνθεσή τους με τον Ian Gillan στα φωνητικά. Ο μάνατζερ, κρατώντας τις ανεπίσημες καταστάσεις με τις πωλήσεις από επιλεγμένα σημεία πώλησης σαράντα πολιτειών, από τα οποία φτιάχνονται τα τσαρτ, τους ανακοινώνει τα ευχάριστα: μέσα στις δύο επόμενες εβδομάδες ο δίσκος τους θα βρεθεί στο Νο 1.
«Εκείνη τη στιγμή, ήταν δύσκολο να το συνειδητοποιήσουμε. Το όνειρό μας είχε ήδη πραγματοποιηθεί. Είχαμε έναν δίσκο που θα βρισκόταν στην κορυφή. Το μάνατζμεντ των Black Sabbath μας έστειλε στα καμαρίνια μια κάσα σαμπάνιες Dom Perignon και την ξεπαστρέψαμε ολόκληρη μέσα σε 20 λεπτά. Όμως ήμασταν αποφασισμένοι να αποδείξουμε ότι αξίζουμε μια τόσο μεγάλη επιτυχία. Δεν επαναπαυθήκαμε».
Πράγματι, στις 28 Νοεμβρίου ο δίσκος  Metal Health θα βρεθεί στην κορυφή του Hot – 100 του Billboard, προσπερνώντας το “Thriller” του Michael Jackson και το “Cant Slow Down” του Lionel Richie. O πρώτος «κανονικός» heavy metal δίσκος που πετυχαίνει κάτι τέτοιο. Σχεδόν ταυτόχρονα, η διασκευή τους στο Cum On Feel The Noize, βρίσκεται στο top-5 των singles (US#5, 19/11/83).

Το 1983 τελειώνει με τις πρώτες συναυλίες τους σε βρετανικό έδαφος, support στους Judas Priest. Το Δεκέμβριο μάλιστα βρίσκονται στο εξώφυλλο του περιοδικού Kerrang!, το οποίο φιλοξενεί μια συνέντευξη του Kevin DuBrow. Η αισιοδοξία του είναι ασυγκράτητη.
«“I’m having a ball, mαααan!” κραυγάζει. «Ο δίσκος κατάφερε τόσα πράγματα για μας. Είναι η πρώτη φορά που ένα heavy metal single φτάνει στο τοπ-10. Ούτε στα πιο τρελλά μας όνειρα ! Είναι μια πραγματική δικαίωση, μετά από τόσα χρόνια που το μόνο που άκουγα είναι “Αυτοί να τα καταφέρουν; Ας γελάσω!” Όχι, δεν μ’ έχει αλλάξει η επιτυχία.
Οι φίλοι μου είναι που με αντιμετωπίζουν διαφορετικά, όμως τα πράγματα στο μυαλό μου είναι όπως ήταν πάντα».

Κάτι αληθές, για το λόγο όμως ότι ο Kevin DuBrow, ζούσε και ανέπνεε μέσα στο μυαλό του ως ροκ σταρ, πολλά χρόνια πριν αποκτήσει το πολυπόθητο Νο 1 που θα του επέτρεπε να το υποστηρίζει –και να το τρίβει στα μούτρα-κάθε τρίτου.
Η επιτυχία των Quiet Riot έγινε για τον DuBrow ένας βατήρας με τρομακτικά ελατήρια, τέτοια που να τον κάνουν να μη φοβάται να εκφράσει δημόσια όλα όσα δεν του επιτρεπόταν να πει επί τόσα χρόνια μόχθου, αδικίας και παραγνώρισης.
Και, μα το θεό του ροκ-εν-ρολ, του αδύνατο να το κλείσει κείνο το στόμα του.
«Ο Kevin υπήρξε, με τα καλά και τα άσχημά του, ο πιο ευθύς, ειλικρινής άνθρωπος που είχα γνωρίσει ποτέ. Όταν είχε μια άποψη, του άρεσε να την εκφράζει φωναχτά, να την προεκτείνει και να το κάνει όσο πιο συχνά του δινόταν η ευκαιρία. Εκείνα που οι περισσότεροι σκέφτονται, ή που μόνο τα ψιθυρίζουν σε κλειστό κύκλο και πάντως αποφεύγουν να πουν δημόσια, ο Kevin τα βροντοφώναζε χωρίς δεύτερη σκέψη. Αυτού του τύπου η ευθύτητα είναι σπάνια και συνοδεύεται πάντοτε από ένα τίμημα. Στην προκειμένη περίπτωση ήταν η μπάντα που το πλήρωσε και μάλιστα πολύ ακριβά».
  

Με τα δημοσιογραφικά μικρόφωνα να συνωστίζονται όλο και πιο συχνά μπροστά του, ο DuBrow αρχίζει να μιλά υποτιμητικά για τα συγκροτήματα από τη δυτική ακτή που άρχισαν να υπογράφουν συμβόλαια το ένα μετά το άλλο, χάρις την απληστία των δισκογραφικών να βρουν κι εκείνες ένα συγκρότημα «σαν τους Quiet Riot». Δεν αργεί να ξεφύγει. Κάποια στιγμή, στα πολλά που φεύγουν σα βλήματα από το στόμα του, λέει ότι ο Ozzy τραγουδάει «σα βάτραχος». Ο Ruzy Sarzo, που έχει τιμήσει το παντεσπάνι του στην Diary Of Μadman Tour, τα παίρνει άσχημα. Ιδίως όταν, λίγο αργότερα, πέφτει κατά τύχη πάνω στον Ozzy και κείνος τον αγνοεί επιδεικτικά. Ήταν η αρχή ενός σχίσματος ανάμεσα στον DuBrow και τον Sarzo που θα έκανε χρόνια να γεφυρωθεί.
Παρά ταύτα, ως προφανές δεύτερο single, το “Metal Health” μπαίνει στο top-40 (US#31, 11/2/84) και οι συναυλιες τους, support σε ZZ TOP, Loverboy, Iron Maiden, Judas Priest σημειώνουν τεράστια επιτυχία. Το καλοκαίρι του ‘84, ο δίσκος εχει πουλήσει πάνω από έξι εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στην Αμερική, όμως η μπάντα από τον μουσικό τύπο έχει πλέον επικηρυχθεί. Θεωρείται η πιο αλαζονική, αχάριστη και απεχθής στη hard rock μουσική σκηνή. Ο φθόνος του μουσικού περιγύρου για την ξαφνική όσο και τεράστια σε πωλήσεις επιτυχία δεν αργεί να ξεχυθεί.
«Ο Nikki Sixx των Motley Crue είπε ότι δεν είστε τίποτε παραπάνω από μια μπάντα που μπορείς να βρεις σ’ ένα οποιοδήποτε μπαρ», προκαλούν σε συνέντευξη τον Ruzy Sarzo.
«Οι Crue δεν ηχογράφησαν κι αυτοί το τραγούδι κάποιων άλλων – το “Helter Skelter”, δεν είναι έτσι; Το πρόβλημά τους είναι ότι εμείς κάναμε επιτυχία με το δικό μας, ενώ εκείνοι δεν το κατάφεραν», θα απαντήσει, πέφτοντας στην παγίδα. Θα προστατεύσει με βαριά καρδιά τον DuBrow, λέγοντας ότι οι δηλώσεις του για τον Ozzy παρεξηγήθηκαν, όμως ο κύβος ήδη ερίφθη.
Η μουσική βιομηχανία, εκμεταλλευόμενη τα πολλαπλά faux pas του DuBrow, έχει κάψει σε χρόνο ρεκόρ το όνομα Quiet Riot.
Ο Peter Mensch, μάνατζερ των Def Leppard δίνει τον τόνο:
«Έφτασαν πολύ γρήγορα όσο πιο ψηλά κάποιοι σαν κι αυτούς μπορούσαν να φτάσουν. Γι’ αυτό, τώρα, όπως το βλέπω, μπλέξανε άσχημα».
Όταν, τέλη Ιουλίου του ’84 ανακοινώνεται η κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου, ο μουσικός τύπος τους την έχει στημένη.
Ειδικά μόλις το πρώτο καινούριο single ανακοινώνεται ότι θα είναι ξανά μια διασκευή των Slade, το “Mama Were All Crazy Now” (US#51, 25/8/84).
  

Το ίδιο απλοϊκό με το ντεμπούτο, το “Condition Critical (US#15, 18/8/84), στην ουσία, όπως είχε δηλώσει και ο DuBrow «η 3η κι η 4η πλευρά του Metal Health», εξυπηρετεί την τεράστια ζήτηση, καθώς η μπάντα έχει γίνει συνώνυμο με την χωρίς ενοχές και ευθύνες μετεφηβική μενταλιτέ “who likes to parteeee!!!”. Μέσα στους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ξεπερνά τα τρία εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στην αμερικανική αγορά. Σε άλλη περίπτωση, τεράστιο επίτευγμα για οποιονδήποτε καλλιτέχνη.
Σε σύγκριση όμως με το “Metal Health”, που έχει σε 12 μήνες πουλήσει τα διπλάσια, θεωρείται αποτυχία.
Η περιοδεία απ’ άκρη σ΄άκρη των Η.Π.Α., ως πρώτο όνομα αυτή τη φορά, με support ονόματα όπως οι Whitesnake, Armored Saint και Helix σημειώνει και πάλι επιτυχία κι εκτυλίσσεται μέσα στα συνήθη ροκ-εν-ρολ επίπεδα κραιπάλης, ειδικά για τον ασυγκράτητο DuBrow, που με γουρλωμένα τα μάτια και κραυγές που τρυπούν το ταβάνι κάθε αίθουσας, εξακολουθεί να ζει το όνειρό του. Πριν, κατά και μετά από κάθε συναυλία. Διαλυμένα δωμάτια ξενοδοχείων, άγριες φάρσες στους πάντες, ποτό, κόκα, γκρούπις με τη σέσουλα, αϋπνία μέχρις αναισθησίας. Και την επόμενη μέρα, ξανά από την αρχή.
«Όλοι κάναμε τις ατασθαλίες μας, όμως ο Kevin δε δεχόταν κουβέντα από κανέναν. Κάποια στιγμή όμως, ο τρόπος ζωής που ακολουθούσε άρχισε να αποβαίνει σε βάρος του ίδιου του συγκροτήματος», θα πει ο Banali, χρόνια αργότερα. «Ωστόσο, δεν είναι ότι θέλαμε εμείς οι τρεις να τον διώξουμε. Ήθελε η εταιρία και ο μάνατζερ».
Και ο παραγωγός. Καθώς έμπαινε το 1985, ο 38χρονος Spencer Proffer, δυόμιση περίπου χρόνια μετά το «στοίχημα», βρίσκεται χρεωμένος από την μπάντα με εκατομμύρια δολλάρια από υλικές ζημίες και οφειλές παντός είδους, από απλήρωτους λογαριασμούς σε μπαρ χιλιάδων δολλαρίων, ως κατεστραμμένες σουίτες Sheraton και αγωγές αποζημίωσης από διοργανωτές συναυλιών. Το να ρεφάρει απέναντι στην μαμά – CBS έχει καταστεί επιτακτικό. Στον τρίτο δίσκο θα επιβάλλει μια ηχητικά πληθωρική, σαφώς εμπορική χροιά, έτσι ώστε να μπορέσει το «προϊόν του», η μπάντα που ο ίδιος «έφτιαξε από το μηδέν», να του «φέρει τα λεφτά του πίσω».
Το επονομαζόμενο “QR III” κυκλοφορεί στις 6 Ιουλίου του 1986, προς γενική, όμως, αδιαφορία, παρά την ποιότητα των τραγουδιών και το εκμοντερνισμένο look της μπάντας. Στη θέση του Ruzy Sarzo, που έχει αποχωρήσει μετά την περιοδεία του ’84, έχει επανέλθει ο Chuck Wright, ενώ ο Kevin DuBrow, εκεί που όλοι θυμούνταν το αραιοκατοικημένο, νευρικό, πάντα ιδρωμένο φαρδύ του μέτωπο, μοστράρει πλέον μια αγέρωχα πυκνή περούκα.
Ο ροκ τύπος της εποχής το αντιμετωπίζει σαν μια υποκριτική απόπειρα να δείξουν οι QR πιο ώριμοι, την ίδια ώρα που δυό χρόνια πριν, οι ίδιες γραφίδες τους κατέκριναν για κουφιοκέφαλο εφηβισμό. Το αγοραστικό κοινό, δίπλα στην πληθώρα επιτηδευμένων hard rock κυκλοφοριών – με κορυφαία το Slippery When Wet”- βλέπει στους Quiet Riot ένα περσινό αστείο -εξάλλου τα περισσότερα highschool kids του ’83 φοιτούν πλέον σε κολλέγια ή έχουν πιάσει δουλειά.  Οι στίχοι ενός από τα νέα κομμάτια, του The Wild And The Young είναι κατά τραγική ειρωνεία, προφητικοί γι’ αυτό που θα συμβεί στην ίδια την μπάντα: 
“Times are changing – nothing stays the same – for this jukebox generation – Adhere to fashion – like computer games – modern day communication”.



Η προπώληση των εισιτηρίων της περιοδείας απογοητευτική. Παρά τα δύο βίντεο κλιπ που έχει χρηματοδοτήσει, η CBS εντάσσει το γκρουπ στα λογιστικά φύλλα με τις εκτιμώμενες ζημίες κι εγκαταλείπει σε χρόνο μηδέν την προώθηση του δίσκου, μήνες μετά την κυκλοφορία του. Ο Kevin DuΒrow δηλώνει οργισμένος «για την έλλειψη ενδιαφέροντος» από την εταιρία και εξαγριωμένος απέναντι στον Proffer, τον οποίο κατηγορεί ότι «τους κατακλέβει από την πρώτη μέρα που τους έχει αναλάβει».
Πλακώνεται με τους πάντες και, μετά από μικρή περιοδεία στην Ιαπωνία τον Ιανουάριο του ’87, να ανακοινώνει ότι εγκαταλείπει το γκρουπ, στην ύστατη, όσο και αναμενόμενη, έκρηξη μεγαλομανίας του.
Οι τρεις που μένουν πίσω, Frankie Banali, Carlos Cavazo και Chuck Wright, επανέρχονται στις αρχές του ’89 με τον Paul Shortino στο μικρόφωνο, μόνο και μόνο για ν’ αποδειχθεί ότι, ανεξάρτητα από την όποια φλόγα και την συνθετική τους ικανότητα, το εμπορικό momentum τους έχει πλέον προσπεράσει ανεπιστρεπτί. Οι Quiet Riot σιγούν με πάταγο, το ίδιο αντιφατικά όπως και το όνομά τους.
Ο πάντα ικανός κι εργατικός Frankie Banali αναλαμβάνει όποια δουλειά του προσφέρεται, ανάμεσα στις οποίες μια καλοπληρωμένη θέση στους W.A.S.P., τους οποίους βοηθά να ηχογραφήσουν ένα από τα πιο σημαντικά άλμπουμ της καριέρας τους, το “Headless Children”, το ’89. Η ανάγκη του είναι μεγάλη και άμεση. Έχοντας ήδη χάσει τον πατέρα του Jack από καρκίνο στο πάγκρεας το ’74, λίγο πριν φύγει από τη Νέα Υόρκη για το L.A., έχει τα τελευταία δύο χρόνια την μητέρα του, Martha, που τόσο τον στήριξε ν’ ακολουθήσει το όνειρό του, με μεταστατικό καρκίνο. Της βρίσκει εξειδικευμένους γιατρούς, φάρμακα, τα καλύτερα νοσοκομεία, αποκλειστική φροντίδα. Της γράφει και της τηλεφωνεί απ’ όποιο στούντιο ή συναυλιακή αίθουσα κι αν βρίσκεται, παίρνει πτήσεις αστραπή για να την δει για λίγες ώρες, φέρνοντας της πάντα μπουκέτα από τα αγαπημένα της τριαντάφυλλα. Στις 14 Νοεμβρίου του 1990, μία μέρα πριν τα 39α γενέθλιά του, η Martha θα χάσει την τελευταία μάχη.
Ο Frankie αδυνατεί να διαχειριστεί το χτύπημα. Για τρία χρόνια θα εξαφανιστεί από τη μουσική σκηνή βυθιζόμενος σε κατάθλιψη.
Ώσπου, θα τον αφυπνίσει ένα υπεραστικό τηλεφώνημα. Ο Kevin DuBrow έχει αποφασίσει ότι δεν θα εγκαταλείψει «την κληρονομιά του». «No fucking way. Του ξεκαθάρισα από την αρχή ότι δεν κρατάω καμιά κακία για το ότι στην ουσία με απολύσανε από τη μπάντα. Με τον Frankie ήμασταν πάντα πολύ κοντά. Του πρότεινα λοιπόν όχι μόνο να ξαναφτιάξουμε τους Quiet Riot, αλλά και να αναλάβει εκείνος το μάνατζμεντ, από το μηδέν. Αν υπήρχε ένας άνθρωπος που εμπιστευόμουν, ήταν αυτός».  
«Ήταν πράγματι η καλύτερη απόφαση που πήραμε στη ζωή μας. Ακόμη κι αν οι μέρες που ήμασταν στην κορυφή είχαν πια περάσει, δε θα αφήναμε το μωρό μας, το συγκρότημα, να χαθεί. Από τότε, ο Kevin κι εγώ ήρθαμε περισσότερο κοντά από ποτέ».
Ξεβρασμένοι από τη δόξα, σαραντάρηδες σε μια εποχή που ο,τιδήποτε θύμιζε τη δεκαετία του ’80 ήταν μουσικά εξοβελιστέο, DuBrow και Banali επανεκκινούν τους Quiet Riot και τους προχωρούν μπροστά, αξιοποιώντας παλιά και καινούρια μέλη, για τα 14 επόμενα χρόνια. Το 1994 ο Banali θα παντρευτεί την 35χρονη Karen, η οποία στις 17 Φεβρουαρίου του ’97 θα φέρει στη ζωή την κόρη τους, Ashley. Πατρότητα και οικογενειακή ζωή ισορροπούν για πρώτη φορά τη ζωή του Frankie, η οποία, για πρώτη φορά μετά το χαμό της μητέρας του, αρχίζει να φωτίζεται από ελπίδα. Κι άλλα καλά τον αναμένουν καθ’ οδόν.


 

Λίγους μήνες αργότερα, παίζουν προσκεκλημένοι του Marylin Manson σ’ ένα after show party στο κλαμπ “Dragonfly” του δυτικού Χόλλυγουντ. Ανάμεσα στο πριβέ κοινό βρίσκεται ο Ruzy Sarzo. Τον καλούν να παίξει μαζί τους στα δύο γνωστά κομμάτια του “Metal Health”. Η περιβόητη «χημεία» σηκώνει το κοιμισμένο της κεφάλι και τινάζει τη χαίτη ατίθασα. Σύντομα, η τετράδα του θρυλικού άλμπουμ θα ξαναβρεθεί μαζί. Χωρίς εμπορικές βλέψεις, χωρίς βίντεο κλιπ, συνεντεύξεις και μεγαλεπήβολα σχέδια, θα περιοδεύσουν για έξι χρόνια. Θα κυκλοφορήσουν δύο ακόμη άλμπουμ, ασκήσεις, στην πραγματικότητα σε παλιές φόρμες συν επανεκτελέσεις από τα πιο γνωστά τους τρακ, ώστε να μπορέσουν επιτέλους να παίρνουν τα δικαιώματα εκείνοι, οι τέσσερίς τους, κι όχι πάλι καμιά Pasha Records, ή Columbia. Με τον τρόπο τους, θα κρατήσουν όρθιο, ζωντανό στη σκηνή, το “old school rock ‘n’ roll” όπως το αποκαλεί ο DuΒrow, στο γύρισμα του αιώνα. Ακμαίοι, ορεξάτοι, δεμένοι με τον τρόπο που, χρόνια πριν, παλιές, κλασσικές μπάντες όπως οι Kinks έδειχναν κι εκείνες σε πιο νεαρό ακροατήριο από ποια εποχή έρχονται και τί μέρες δόξας έχουν γευτεί, παίζουν με το ίδιο νεύρο οποιοδήποτε κομμάτι από τη δισκογραφία τους, μπροστά σ’ ένα κοινό που στην πλειοψηφία του ήταν από νήπιο ως και αγέννητο όταν κυκλοφορούσε το “Metal Health”.
«Πολλές μπάντες από τα ‘80s, ειδικά εμείς, γράψαμε και παίξαμε τραγούδια που είναι φτιαγμένα για ν’ ακούγονται δυνατά από το στέρεο του αυτοκινήτου …ενώ βολτάρουμε τριγύρω μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα …ενώ τη βρίσκουμε στο πίσω κάθισμα …ενώ γουστάρουμε και κάνουμε το πάρτυ να κρατάει όλη νύχτα. Κανένα απ’ αυτά δεν ακούγεται σωστά, αν δεν καταφέρουμε να βάλουμε κι εσάς μέσα στο κόλπο, να τραγουδήσετε μαζί μας. Τί λέτε λοιπόν; Πάμε να παίξουμε κάτι που –υποθέτω-  το θυμάστε. Και με την ευκαιρία, θέλω να σας συστήσω στο σημείο αυτό τον καλύτερό μου μου φίλο, και κατά τη γνώμη μου, έναν από τους καλύτερους ντράμερ στο ροκ-εν-ρολ, τον κύριο Frankie Banali !!!».
Στην περιοδεία των 20 χρόνων από την κυκλοφορία του “Metal Health», με τέτοια λογια ο τραγουδιστής συστήνει κάθε βράδυ τη μουσική που παίζουν και τον φίλο του στο κοινό. Καμιά από τις δύο συστάσεις δεν υπολείπεται λέξη από την αλήθεια. 
Οι όχι και ιδιαίτερα σημαντικές οικονομικές απολαβές θα οδηγήσουν και πάλι τους Cavazo και Sarzo ν’ ακολουθήσουν άλλες πορείες. Όμως Du Brow και Banali συνεχίζουν. Το 2007 οι Quiet Riot περιοδεύουν με τον παλιόφιλο Chuck Wright για νιοστή φορά στο μπάσο και τον νεαρό Αlex Grossi στην κιθάρα, έχοντας μάλιστα ηχογραφήσει κι ένα καινούριο άλμπουμ με τον τίτλο “Rehab”.
H περιοδεία των 45 εμφανίσεων ολοκληρώνεται στις 4 Νοεμβρίου του 2007 στο San Jose, της Καλιφόρνια, με μια σειρά από δυνατές συναυλίες. Ο Kevin DuBrow βρίσκεται, τόσο από φωνητική απόδοση, όσο και από διάθεση, στα καλύτερά του.
Το επόμενο πρωί, Frankie και Kevin αποχαιρετιούνται στο αεροδρόμιο. O Banali είναι καθ οδόν για το L.A., o DuBrow για το σπίτι του, στο Las Vegas.
«Kevin, σ’ αγαπώ φίλε μου. Καλό ταξίδι και πάρε με τηλέφωνο όταν προσγειωθείς»  
«Κι εγώ σ’ αγαπώ, αδελφέ μου Frankie Bee».
Ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπε ο ένας τον άλλο. 
Στις 16 Νοεμβρίου, ο DuBrow τον καλεί απολογούμενος.  
«Ξέχασα τα γενέθλια του φίλου μου για δυό ολόκληρες μέρες! Ασυγχώρητος, Frankie Bee» .
«Ούτε να το σκέφτεσαι Kev. Οι δύο μας έχουμε προλάβει να γιορτάσουμε μαζί μια ολόκληρη ζωή από γενέθλια και χαρές, στο δρόμο, στα σπίτια μας, έξω, μέσα, παντού».

 

Είναι και τα τελευταία λόγια που θα ανταλλάξουν. Γιατί στις 26 Νοεμβρίου, όταν το τηλέφωνο του Banali χτυπά, είναι μεν ένας άλλος, παλιός του φίλος, ο Glen Hughes, όμως τα νέα που φέρνει είναι πολύ άσχημα. Είχαν κανονίσει μια μεγάλη παρέα να βρεθούν στο σπίτι του Glenn για τη γιορτή των Ευχαριστιών. Κανείς όμως δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον Κevin για  μέρες και κείνος δεν εμφανίστηκε στο τραπέζι. Στις 25 το πρωί, συνεργείο της εταιρίας σεκιούριτυ κάλεσε τον Kelly Garni, τον πρώτο μπασίστα των Quiet Riot, που είχε παραμείνει φίλος του DuBrow, να ανοίξει την εξώπορτα του διαμερίσματός του, γιατί είχε σημάνει συναγερμός - κάποιος προσπάθησε να μπει ή να βγει απ’ το σπίτι, χωρίς να βάλει τον κωδικό. Βρήκαν το Kevin νεκρό στο κρεββάτι του. Τα κλειδιά του σπιτιού ήταν πάνω στο τραπέζι του καθιστικού. Κανένα ίχνος παραβίασης, είτε υποψία εγκληματικής ενέργειας.
Ο Garni κάλεσε αμέσως τις δύο γυναίκες που γνώριζε ότι έβγαιναν με τον DuBrow εκείνη την εποχή. Η μια απ’ αυτές, θορυβημένη, είχε ήδη στείλει έναν φίλο της νοσοκόμο στο σπίτι του DuBrow, ανήσυχη από την πολυήμερη απουσία του.
Ήταν εκείνος που προσπαθώντας να δει μέσα από τα παράθυρα, ενεργοποίησε άθελά του το συναγερμό. Αρχές Δεκεμβρίου η τοξικολογική έκθεση δημοσιοποιείται: υπερβολική δόση κοκαίνης σε συνδυασμό με παυσίπονα και αλκοόλ. Είχε πεθάνει έξι μέρες πριν τον βρουν. Στις 28 Οκτωβρίου είχε κλείσει τα 52.
«Ναι, πέθανε μόνος. Όμως δεν ήταν καθόλου στα κάτω του. Αντίθετα. Τα τελευταία χρόνια ήμουν συνεχώς μαζί του και ξέρω ότι ήταν περισσότερο ευτυχισμένος από ποτέ. Πίστευε ότι όλα είναι και πάλι πιθανά και εφικτά. Όπως έλεγε, “ο θάνατος δεν είναι στο dna μου”. Ο χαμός του ήταν ένα ατύχημα οφειλόμενο σ’ έναν συνειδητά επιλεγμένο τρόπο ζωής.
Ο ίδιος ο DuBrow, είχε αγωνιστεί για να καταφέρει να αδράξει και να ζήσει μέχρι το μεδούλι αυτόν τον τρόπο ζωής. Όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ήδη από το 1986, «Έχω βιώσει τέτοια αποθέωση που το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της γης ούτε καν την έχει φανταστεί». Αναμφισβήτητα, παρ’ όλη την αυτοκαταστροφική και ανεύθυνη στάση του, ήταν η δική του προσωπικότητα που έδωσε ταυτότητα κι αναγνωρισιμότητα στη μπάντα, στο δρόμο τους προς την κορυφή.
«Αν μπορείτε, να τον θυμάστε για το μόνο πράγμα που ήθελε να γίνει από την ημέρα που γεννήθηκε: ένας ροκ σταρ. Ο Kevin κι εγώ, περάσαμε 27 χρόνια από τις ζωές μας στο ίδιο συγκρότημα. Παρ’ όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε εκείνος κι εγώ μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, παρέμεινε μέχρι το τέλος ο καλύτερος φίλος που είχα στη ζωή μου. Βρεθήκαμε στα χαρακώματα από την πρώτη μέρα. Μου λείπει κυριολεκτικά κάθε μέρα που περνά».
Η ζωή θα συνεχίσει να χτυπά αλύπητα τον Frankie Banali. Στις 14 Απριλίου του 2009, η γυναίκα του Karen, στα σαράντα της, πεθαίνει ξαφνικά από ανακοπή. Εκείνος, δεν το βάζει κάτω. Με τις ευλογίες της οικογένειας DuBrow συνεχίζει μόνος αυτός να διευθύνει τη μπάντα. Παίζει μαζί τους, εμφανίζεται σε συνεντεύξεις, τον καλούν σε ημερίδες επίδειξης για τους μουσικούς των κρουστών. Είναι πια ένας από τους πλέον έμπειρους και ικανούς επί σκηνής ντράμερ στο ροκ-εν-ρολ, δυνατός και ακριβής, ακόμη και μετά τα 60 του.
Πολυπράγμων και γεμάτος ενέργεια, θα γνωρίσει την δυναμική Regina Russell, ηθοποιό που σύντομα μετά την όχι και τόσο υποσχόμενη καρριέρα της, στράφηκε στην παραγωγή και τη σκηνοθεσία. Ο Frankie της δίνει πρόσβαση να αξιοποιήσει έναν τεράστιο όγκο υλικού για τη ζωή του, στην ουσία για τους Quiet Riot, το συγκρότημα του ίδιου και του εκλιπόντος φίλου του, Kevin. Η Russell, με πείρα στις μικρές και ανεξάρτητες παραγωγές, θα επιδοθεί στο γύρισμα ενός δημοσιογραφικά πλούσιου ντοκυμανταίρ, στην ουσία ενός χρονικού, που δεν είναι μόνον η ιστορία μιας μπάντας, αλλά και η ιστορία δύο μουσικών που τους ένωσε η πάλη για επιτυχία, χωρίς να καταφέρει ποτέ να τους χωρίσει το φευγαλέο και  απατηλό της.
“(…) Yes we give - And we take
What we get - Is what we make
Believe that dreams come true

Down the road - There were many tolls
But we know - Cause we've grown
What we need

We have loved - Burned by fate
But for once - Set the record straight
Time does heal all wounds

You have laughed - We have cried
Paid our dues - Yes we're turned the tide
Mistakes are far and few

We need no guidance
Our aim is true

Together we stand - We won't take no fall
Cause we're winners
And winners take all”

Στις 11 Νοεμβρίου 2015 Banali και Russell θα παντρευτούν.
Έναν περίπου χρόνο νωρίτερα, στις 19 Απριλίου 2014, έχει κάνει πρεμιέρα στο φεστιβάλ κινηματογράφου του Newport το ντοκυμανταίρ με τίτλο “Quiet Riot: Well, Now Youre Here, Theres No Way Back”. Ο στίχος του “Metal Health” που περιέκλεισε, σαν προφητεία, τη συγκίνηση, την ταραχή, τον ενθουσιασμό που ένιωθαν λίγα δευτερόλεπτα πριν ανέβουν στη σκηνή του US Festival, ενώπιον 375.000 θεατών, των πρώτων που έμελλε να παρακολουθήσουν την εκτόξευσή τους.
Τον Οκτώβριο του 2019, ο Frankie Banali δημοσιοποίησε ότι από τον Απρίλιο είχε διαγνωσθεί με καρκίνο του παγκρέατος σε τέταρτο στάδιο, την ίδια ασθένεια από την οποία είχε φύγει κι ο πατέρας του, 47 χρόνια πριν. Συνέχισε να εμφανίζεται μαζί με την μπάντα, παίζοντας κάτι φορές ένα – δύο κομμάτια, με όλη του τη δύναμη, μέσα σε εκκωφαντικά χειροκροτήματα και συγκινητικές εκδηλώσεις αγάπης.
Στις 20 Αυγούστου 2020, τρεις περίπου μήνες πριν κλείσει τα 69, ανέβηκε να συναντήσει τον φίλο του, Kevin DuBrow.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου





// Old Time Rock

// Live Favorites

// Rocktime Songs