Λιγνός και στέρεος, μαυρισμένος, με προσεκτικά εφαρμοσμένα ασημόξανθα εξτένσιονς που πέφτουν μέχρι τη μέση, ντυμένος με την ραγδαίως μοδάτη, επιμελημένα ξεσκισμένη στολή από τζην –κρόσσια, στους βραχίονες, έξω τα γόνατα, χαϊμαλιά στους καρπούς- και με το φλατ άτριχο στέρνο να υπαινίσσεται την βορειοευρωπαϊκή του καταγωγή.
Είναι 32 ετών, 10 μηνών και δύο ημερών. Είναι ο ιδιοφυής/ακατάληπτος/τρελλαμένος Γερμανός κιθαρίστας ονόματι Michael Schenker και επιχειρεί μια ουσιαστική, μετά από τριάμισυ χρόνια, δισκογραφική επιστροφή. Βρισκόμαστε στις 12 Οκτωβρίου 1987.
Ολότελα διαφορετικός άνθρωπος από κείνον που είχε ξεμείνει χωρίς ούτε δολλάριο στην τσέπη, τον Αύγουστο του ’84 σ’ ένα ξενοδοχείο της Oζάκα, ξαπλωμένος στο πάτωμα με γύρω του ένα δωμάτιο συντρίμια από την μεθυσμένη οργή της προηγούμενης βραδιάς. Σκηνή που τα επόμενα δύο χρόνια θα επαναλαμβανόταν περισσότερο από μια φορά. «Ήμουν στην Αμερική προσπαθώντας να συγκροτήσω ένα γκρουπ. Όταν τα κατάφερα, κράτησε μόνο για δύο μήνες γιατί δεν είχαμε λεφτά. Κάθισα σ΄ένα ξενοδοχείο τρεις εβδομάδες χωρίς να έχω ούτε να φάω και σκεφτόμουν: Τί κάνω εδώ; Είναι τρελλό ! Είμαι παντρεμένος με παιδί, πρέπει να δουλέψω. Αυτό δεν είναι κάτι που θέλω, ούτε που το αξίζω. Σε κείνο το σημείο ήμουν έτοιμος να συνεργαστώ με οποιονδήποτε μου πρότεινε συνεργασία».
Όμως το πράγμα δεν ήταν τόσο εύκολο. Έχοντας στις αρχές του ’80 δεχθεί και απορρίψει προσφορές από τους Aerosmith και λίγο αργότερα από τους Whitesnake, η μουσική βιομηχανία δεν τον είχε σε πρώτη προτίμηση. Ήταν ένας απρόβλεπτος, ιδιόρρυθμος και, όπως και αρκετοί άλλοι ομότεχνοί του, πρόωρα ξοδεμένος από άποψη ύφους και ιδεών κιθαρίστας. «Όταν με πλησίαζαν διάφορα γκρουπ, πάντα ζητούσα ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, γιατί υπολόγιζα ότι δεν πρόκειται να μου το δώσουν, τακτική που είναι καλύτερη από το να αρνηθώ εξαρχής. Από την άλλη, μου άφηνε το περιθώριο, αν επανέρχονταν και έλεγαν ότι θα μου τα έδιναν, τότε …θα μπορούσα να το ξανασκεφτώ». Πότε από εγωϊσμό, πότε από επιπολαιότητα, καμία προσέγγιση δεν ολοκληρώθηκε.
Οι ημέρες που στους Michael Schenker Group πρώτη φωνή ήταν ο Gary Barden, ένας άσημος Λονδρέζος που ο ο ίδιος ο Michael είχε ανακαλύψει μέσα από κάτι demo, ένας τραγουδιστής που οι κριτικοί απολάμβαναν επί τέσσερα χρόνια να απαξιώνουν ως άφωνο, έχουν αυτή τη φορά παρέλθει ανεπιστρεπτί – το ολίγιστο διάλειμμα με το τρομερό λαρύγγι του αψυχολόγητου Gaham Bonnet δεν διόρθωσε τα πράγματα, ο Barden ξαναγύρισε το ’83 και ξανάφυγε άλλες δύο φορές μέχρι το γκρουπ να τινάξει τα πέταλα, μετά από κείνο το Φεστιβάλ στην Ιαπωνία.
Από τα μέσα του ’86 δίπλα του έχει μια ολοκαίνουρια μπάντα. Και πίσω από το μικρόφωνο, μια εντελώς διαφορετική φωνή.
O 34χρονος πολυλογάς Ιρλανδός με κοψιά αποικιοκράτη αντιπλοίαρχου σε τηλεταινία εποχής και μια μονογενούς μεγαλοπρέπειας καούκα που καταλήγει σε μια μυτερή σαν επιμύθιο αρχαίου κράνους, λέγεται Robin McAuley, κατάγεται από το Country Meath του Έϋρε και δεν είναι χθεσινός. Μάλιστα, σε αντίθεση με τον Schenker, μπορεί να ξεκίνησε από τους άσημους Grand Prix, όμως ως ένας από τις πρώτες φωνές του project “Far Corporation” με μέλη των Toto και των Barclay James Harvest είχε κατορθώσει να σημειώσει τέραστια επιτυχία το Νοέμβριο του ’85 με τη διασκευή στο “Stairway To Heaven” των Zeppelin (UK#8).
Ο άνθρωπος διαθέτει φανερά καλύτερη φωνή από τον Gary Barden –κάπως κοντά στη φλέβα του Rod Stewart- οπωσδήποτε όμως έχει περισσότερα από αυτό για να καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Schenker. O οποίος, μετά το αμετάκλητο διαζύγιο με τον Barden, στο ψάξιμο για μια καινούρια φωνή, είχε πέσει πάνω στους Grand Prix. «Ο Michaelμε είχε παρατηρήσει κάτι χρόνια πριν. Ήρθε να με δει μαζί με τον CozyPowellστο κλαμπ GoldenLionτου Fulham. Ήταν μόλις η τρίτη φορά που τραγουδούσα με τη μπάντα και ήταν μια απαίσια βραδιά. Τον είδα μέσα στο κοινό με το μακρύ δερμάτινο παλτό του και πίστευα ότι είχε έρθει να τσεκάρει τον τύπο που έπαιζε πλήκτρα. Την επόμενη μέρα μου είπαν ότι ο Michaelμε ήθελε για τους MSG. Τα έκανα πάνω μου! Πίστευα ότι δεν ήμουν αρκετά καλός για να σταθώ δίπλα σε ένα τέτοιο όνομα και αρνήθηκα. Δεν ήταν αυτό που λέμε η κατάλληλη στιγμή. Τώρα όμως η κατάλληλη στιγμή ήρθε. Γι’ αυτό και ονομάσαμε το δίσκο “PerfectTiming”.
Αυτόν τον φαφλατά τύπο, που του άρεσε να λέει βρώμικα ανέκδοτα και να δοκιμάζει με χαρακτηριστική ευκολία όλες τις προφορές αγγλικής γλώσσας που ήταν διαδεδομένες σε Ηνωμένο Βασίλειο και Κοινοπολιτεία, εμπιστεύθηκε ο Michael Schenker. Μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αλλάξει στο δικό του συγκρότημα ακόμη και το όνομά του. McAuley Schenker Group.
Στα ντραμς ο Γερμανός Bodo Schopf που είχε παίξει στους Eloy και μαζί με τον βρετανό Steve Mann σε μια πρόσφατη ενσάρκωση των βετεράνων Sweet. Ο Mann ήταν στα πλήκτρα μαζί με τον μπασίστα Rocky Newton και στους βραχύβιους Lionheart, ένα άτυχο mini super group από μέλη σχημάτων του New Wave Of British Heavy Metal.
Μέσα από τη σύνθεση αυτή, αρκετό μουσικό υλικό συγκεντρώθηκε από ιδέες που προϋπήρχαν. Ως συνήθως, τη μουσική στα περισσότερα από τα δέκα κομμάτια την είχε ετοιμάσει ο Michael Schenker. Αυτή τη φορά θα σταθεί εκλεκτικός και δεκτικός στα κελεύσματα των καιρών. Με το μυαλό αποκαθαρμένο από τις εμμονές με τον «ήχο της κιθάρας του», διαλέγει για παραγωγό τον τεράστιο Andy Johns (Humble Pie, Free, Television, Rod Stewart και ηχοληψία σε Led Zeppelin, Rolling Stones, Jethro Tull) και μπαίνει για προπαραγωγή στα PUK Studios της Κοπεγχάγης. Μέρος του υλικού ηχογραφηθεί στα Scorpio Sound Studios στη Γερμανία, για να καταλήξει στα θρυλικά Sound City Studios του L.A., με τον Johns να έχει την τελευταία λέξη στο τελικό αποτέλεσμα.
Με πλήρη συναίσθηση του συλλογικού ταλέντου που έχει να διαχειριστεί και με σκοπό ο δίσκος να έχει την ευρύτερη δυνατή απήχηση, ο Johns θα αποδώσει μια σύγχρονη, με χώρο παραγωγή, κάνοντας τα ντραμς κούφια, βγάζοντας τα φωνητικά μπροστά και αναδεικνύοντας τα μελωδικά περάσματα της κιθάρας του Michael σε καθένα κομμάτι.
Η φόρμα έχει έτσι γίνει πιο εύπεπτη, ευκρινής, χωρίς πολλές αιχμές, αλλά με σαφώς περισσότερο περιεχόμενο κατάλληλο για ακρόαση κι όχι για συναυλιακή μέθεξη. «Αν ήθελα έναν δίσκο με περισσότερη κιθάρα, θα έκανα έναν δίσκο instrumental. Είπα όμως στην Chrysalisότι καλύτερα να τον αφήσω να περιμένει μέχρι να γίνω …50», θα δηλώσει το Σεπτέμβριο στο Γερμανικό Metal Hammer ο Μichael, για να διακοπές απότομα από τον ασυγκράτητο McAuley: «Βασικά, αφού ακούσεις το άλμπουμ μερικές φορές, σου εγγυώμαι ότι αποκλείεται να ξεχάσεις έστω κι ένα σόλο κιθάρας απ΄αυτά που περιέχει. Η κιθάρα υπάρχει και είναι ικανή να σε ξεσηκώσει. Το εγγυώμαι!
Ο δίσκος ανοίγει με το πλέον χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του νέου για τον Schenker ήχου, που κυκλοφόρησε σαν πρώτο single (UK#89, 17/10/87). Για το “GimmeYourLove” ο Rocky Newton είχε τη μουσική και ο McAuley έβαλε τους στίχους, για να δημιουργηθεί ένα κομμάτι απολύτως ταιριαστό για τη hard rock ζήτηση του σωτηρίου έτους 1987. Με τις ανάσες από τα πλαστικά συνθεσάϊζερ, τις κοφτές κιθάρες, το beat σημειωτόν, το αναφωνητικό gang vocal ρεφραίν απαρτιζόμενο από τρεις λέξεις που κολλάνε στο μυαλό σαν προσδοκία ολοήμερης σχολικής εκδρομής. Όσο παράδοξο, δε, κι αν ακούγεται, είναι το πρώτο κομμάτι που ο Michael επιτρέπει σε άλλον κιθαρίστα να κάνει σόλο σε δικό του δίσκο: ο 25χρονος Αμερικανός Mitch Perry, αντικαταστάτης του Yngwie Malmsteen στους Steeler, κιθαρίστας των βραχύβιων Heaven τo 1985 και συνεργάτης διαδοχικά του Glenn Hughes και του Billy Sheehan στους Talas δεν είναι «συμπλήρωμα», μα ένας δεύτερος βιρτουόζος, που έχει συμμετάσχει στις ηχογραφήσεις του δίσκου (και μάλιστα θα ακολουθήσει τη μπάντα στις περιοδείες, παίζοντας και πλήκτρα, όταν ο Steve Mann θα αποχωρήσει, επειδή βρήκε καλύτερα αμειβόμενη θέση). Μάλιστα. Κιθαριστική βοήθεια, ακόμη και στον τεράστιο Michael Schenker. «Πολύς κόσμος θα εντυπωσιαστεί από τις ικανότητές του. Έχω διάφορες ιδέες για το πώς θα συνδυάσω το δικό μου στυλ με το δικό του πάνω στη σκηνή», θα πει ο Γερμανός σε μια χωρίς προηγούμενο κρίση γενναιοδωρίας. Είναι φανερό ότι δεν θέλει να σηκώνει πια μόνος του το βάρος των συνθέσεων, ούτε να φέρει μόνος αυτός το άγχος του να είναι το επίκεντρο της προσοχής επάνω στη σκηνή.
Η πενταμελής μπάντα συστήνεται στο πιο δεκτικό από ποτέ στο hard rock κοινό του MTV, μ’ ένα απλούστατο boyz rock βίντεο κλιπ. Yπό την φλου φωτογραφία και τον αριστοτεχνικό φωτισμό του αρχιμάστορα Marty Callner (αδιαφιλονίκητος βασιλιάς της ροκ πόζας, με την τριλογία των Whitesnake να σαρώνει ακριβώς εκείνη την εποχή στο ΜΤV), οι υπερχειλείς μοντέλες που περιστοιχίζουν τα αγόρια αναλαμβάνουν εκείνες τις θέσεις πίσω από τις κάμερες και σκηνοθετούν, μέσα από τα δικά τους μάτια, τη μπάντα, με χαίτες να τινάζονται ηδυπαθώς και την Flying V να καρφώνεται από τον Michael στην οροφή, με την κίνηση του ακοντιστή που έχει απαθανατιστεί στο εξώφυλλο του “Assault Attack”.
To “Here Today – Gone Tomorrow” μπαίνει πλήρες από μελωδικές φράσεις και ένα ακόμη εύληπτο ρεφραίν. Στο “Don’t Stop Me Now” αρχίζει να γίνεται όμως αισθητό ότι ο καινούριος παρτεναίρ του Michael ναι μεν σκαρώνει ωραίες μελωδικές γραμμές για πρώτη φωνή, αλλά ως στιχουργός κινείται στα ρηχά, τετριμμένος και χωρίς ιδιαίτερη ικανότητα στην αρμονία της αγγλικής γλώσσας με τη μελωδία. Η καθομιλουμένη του συχνά δεν ακούγεται σιδερωμένη καλά και η αίσθηση ότι οι στίχοι παραείναι ποπ και ουδέτεροι δεν υποχωρεί εύκολα. Το “No Time For Losers” ξεκινάει ως πολλά υποσχόμενο γκάζι με φράσεις και φαντασμαγορικά σόλο από τον Michael, όμως η φωνητική ερμηνεία είναι μάλλον επίπεδη. Ευτυχώς το πράγμα διορθώνει το “FollowTheNight”, ένα άριστο δείγμα A.O.R., από κείνα που προορίζονται να επισφραγίσουν την επιτυχία ενός hard rock δίσκου, κυκλοφορώντας, λ.χ., σαν τρίτο single. Πράγμα που τελικά θα συμβεί εν προκειμένω για το “Perfect Timing” τον Απρίλιο του ’88, χωρίς όμως καν να μπει στα τσαρτ. Είναι η πρώτη από τις συνεργασίες Schenker/McAuley που ενδεικνύουν συνθετικό δέσιμο και εμπορική δυναμική.
H δεύτερη πλευρά είναι πιο γεμάτη. Μπορεί να ξεκινά με το βεβιασμένα σκληρό “Get Out” (μ’ ένα ακόμη αφελές σετ στίχων από τον McAuley να το υποβαθμίζει), όμως ακολουθείται από το “LoveIsNotAGame” – ένα άψογο single (κι αυτό χωρίς την υπογραφή του Michael στα credits), με ραδιοφωνικό ήχο, εισαγωγή με το ίδιο το ρεφραίν -άχαστη φόρμουλα μετά και το ”You Give Love A Bad Name”- άρτια ενορχηστρωμένα φωνητικά, μελωδικά γεμίσματα κι ένα ακόμη εύγευστο κιθαριστικό σόλο την κατάλληλη στιγμή. Μπορεί ούτε αυτό να μην κατάφερε τίποτε σπουδαίο ως single (UK#79, Ιανουάριος του ‘88), όμως καταγράφει το πού κατευθύνεται πια ο Michael Schenker. Μεσίστιος στην αμερικανική αγορά.
Μετά έρχεται το αναμφισβήτητα «καλύτερο» του δίσκου, ένα Schenkerικό απάνθισμα με τίτλο “Time”, από τα καλύτερά του ποτέ, μια κλασσικότροπη μπαλλάντα με κρυστάλλινη ενορχήστρωση, στίχο που βγάζει νόημα και κιθάρα πραγματικά απολαυστική. Κομμάτια όπως αυτό αλλά και το “I Don’t Wanna Lose” (στο οποίο ο McAuley κάνει ακουσίως ό,τι μπορεί για να γειώσει) είναι λαξευμένα με την κλασσική ευαισθησία του Schenker. Ειδικά το δεύτερο έχει πάνω του ένα από τα πιο ωραία σόλο που έχει ο Γερμανός ηχογραφήσει. Το κλείσιμο με το “Rock ‘Til You’re Crazy”, μια ροκάρια αμερικάνα, από τα πιο εύπεπτα και εύστοχα της καινούριας συλλογής, έρχεται να πείσει ότι ο ανανεωμένος Schenker δηλώνει πρόθυμος έτοιμος για όλα.
Πράγματι, με ενισχυμένο budget το McAuley Schenker Group ξεκινά τον Νοέμβριο του ‘87 support στο αμερικανικό σκέλος της περιοδείας των Rush, για να περάσει τον Ατλαντικό εντασσόμενο στην παγκόσμια περιοδεία του κορυφαίου για το ’87 hard rock σχήματος, των Whitesnake. Δύο sold out συναυλίες στο Wembley Arena, 29 και 31 Δεκεμβρίου ακολουθούνται από δύο στο Μπέρμιγχαμ, δύο στο Εδιμβούργο και μια στο Νιουκάστλ, πριν πετάξει πάλι στην Αμερική και ολοκληρώσει τον Μάρτιο ως support στους Def Leppard σε δύο μεγάλες συναυλίες στη Γερμανία. «Όπως και να δεις το πράγμα, οι νέοι MSGέχουν πολλά να προσφέρουν στον κόσμο και είμαι πολύ πιο ικανοποιημένος από κάθε άλλη φορά. Έχουμε ανοίξει τα παράθυρα και τις πόρτες για να φυσήξει φρέσκος αέρας και να πάρει μακριά του όλα τα άσχημα πράγματα που κατέστρεψαν αυτό το γκρουπ στο παρελθόν. Τώρα μυρίζω στον αέρα τριαντάφυλλα, ενώ πριν, δε χρειάζεται να πώ».
Το “Perfect Timing” μπορεί να απέτυχε εμπορικά στην Αγγλία (UK#65, 24/10/87, με δύο μόλις εβδομάδες στα τσαρτ), όμως στην Αμερική έγινε η κατά κάποιο τρόπο «μεγαλύτερη» επιτυχία του, μπαίνοντας για σύντομο χρονικό διάστημα στα 100 πρώτα του Billboard.
Ακόμη και τώρα, ακούγεται ευχάριστα. Όσο κι αν υπενθυμίζει ότι οι προσεγμένοι δίσκοι, σε εποχή πληθωρισμού, ήταν εύκολο να περάσουν περίπου απαρατήρητοι, ιδίως κατά την υπερπλήρη τυποποιήσεων και αδικιών δεκαετία του ’80.