Aπόγευμα Ιουλίου του 1977 στο Δυτικό Βερολίνο. Σ’ ένα διάλειμμα των ηχογραφήσεων, ο David Bowie κοιτάει έξω απ’ το παράθυρο των Hansa Studios. Παρατηρεί ένα ζευγάρι ερωτευμένων. Στέκονται αγκαλιασμένοι και ψιθυρίζουν ο ένας στ’ αυτί του άλλου. Κάθε φιλί και πιο βαθύ, πιο δοτικό, ακόρεστο, πεισματικά αδιάφορο για τόπο και χρόνο. ...>>

Το “Unforgettable Fire” είναι ο πρώτος δίσκος που με έκανε να καταλάβω ότι υπάρχει και κάτι άλλο από τα χορευτικά χιτάκια της εποχής που “παλιώνανε” κάθε μήνα. ...>>

27 Μαρτίου του '88, αργάμισυ, πάνω στο κατάστρωμα του «Κνωσσός» που πάει για Κρήτη. Εν πλω για τις «πενταήμερες» (πολιτισμικά φορτισμένη ορολογία, μη διορθώσιμη). Λύκεια από παντού έχουν ανακατατευτεί σε παρέες της μιας βραδιάς. ...>>

Από τότε που οι έφηβοι των ‘80s αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι άλλο ροκ κι άλλο ποπ, ότι το ροκ έχει παρελθόν βαρύ και βαθύ και η ποπ είναι επιφάνεια, το όνομα των Lynyrd Skynyrd το συνόδευαν μια σειρά από αλληλένδετους συνειρμούς....>>

«Θα ξαναπαίξουμε, ρε, το πιστεύω !». Ο Ντίνος Κωστάκης, αδυνατισμένος, αλλά με τη φωτιά να καίει στα μάτια του, ξανασυναντά τον «αδερφό του», τον κιθαρίστα Ηλία Λογγινίδη και τον άνθρωπο που τους βρήκε και τους έβαλε στο χάρτη σαν μπάντα, το Γιάννη Κουτουβό. Σε μια βεράντα κάπου στη Ρόδο με εκπληκτική θέα. Με το εγγονάκι του να παίζει αμέριμνο. Και τον ίδιο να αγναντεύει καθηλωμένος στην από κατασκευής στενάχωρη αναπηρική του πολυθρόνα....>>

«Μην τους κοιτάς αυτούς. Είναι πεθαμένοι και δεν το ξέρουνε». Η σιγουριά του με τάραξε. Το εξώφυλλο του δίσκου, αφημένο πρώτο στη στοίβα, πάνω στο γκρενά βελούδινο κουβερλί της τραπεζαρίας έμοιασε ξαφνικά σαν σκηνή απ΄το «Ζαφείρι και Ατσάλι». Τέσσερις τύποι κοκκαλωμένοι, σ΄ένα διάδρομο κλειστοφοβικό, με ένα πιτσιρίκι ανάμεσά τους, να έχει γυρίσει ανάγωγα την πλάτη....>>

Παρασκευή, αρχές Οκτωβρίου του ’86, μόλις έχει τελειώσει η σχολική εβδομάδα. Καθώς οι παρέες ενώνονται και κατηφορίζουν από τον φαρδύ παράδρομο προς το κέντρο της πόλης, πέφτω πάνω στο Σωτήρη, απ’ το δίπλα Λύκειο. Με τη μία καταλαβαίνω ότι κάτι τρέχει. Κοιτάει τις μπότες του και δαγκώνει σκυφτός ένα Μάρλμπορο. Το στόμα του έχει κρεμάσει προς τα κάτω, σε μια γκριμάτσα πού’ χω δει μόνο σε κάτι παραιτημένους γεροντάρες σε συνοικιακά καφενεία. ...>>

Το ιερό φάντασμα του γηπέδου της Νέας Φιλαδέφειας κρατά σφιχτά στο σκιερό χιτώνα του δύο απ΄τις πιο ακριβές μνήμες των ρόκερ αυτής της χώρας. Κάθε φορά που ο Σεπτέμβριος κάνει για τα καλά απόβαση στις ολοένα και πιο μουδιασμένες χρονιές μας, το φάντασμα πλανιέται πάνω την πόλη και με μια τελετουργική χειρονομία συμπόνιας αφήνει τις δυό αυτές μνήμες σε ελεύθερη πτώση. Κι όποιον επισκεφθούν. ...>>

Έπαιζε ντραμς όπως ακριβώς ένα υπερκινητικό παιδί θα διάβαζε ένα βιβλίο. Υπογράμμιζε τα πάντα, με έντονο στυλογράφο, στη μέση μάλιστα άλλαζε τα χρώματα και πολλές φορές πατούσε με μανία δύο και τρεις φορές, τη μία γραμμή πάνω στην άλλη. Τέτοιος ήταν ο ενθουσιασμός που τον καταλάμβανε όταν βρισκόταν στη σκηνή. ...>>

Ξεκινά μ’ ένα ριφ από επτά νότες που καλλιεργεί την προσδοκία για μια συνέχεια γεμάτη ηλεκτρισμό. Πάνω που αφήνει τον ακροατή να πάρει ανάσα, έρχεται, διεισδυτική και απεγνωσμένη, μια κραυγή ανορίωτου έρωτα :...>>